ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ





Το αλλοτινό «χρυσό» παιδί του Χόλιγουντ δεν φοβάται να δείξει το άλλο του πρόσωπο – αυτό με τις ρυτίδες – , να αναλάβει τη διοργάνωση του μεγαλύτερου φεστιβάλ ανεξάρτητων ταινιών, να συνάψει σχέση με μια νεαρή Βραζιλιάνα. Η τελευταία του ταινία


«Υπόθεση πολύ προσωπική» (με συμπρωταγωνίστρια τη Μισέλ Πφάιφερ) είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια -για πολλούς αμφιλεγόμενη – «χρυσή» καριέρα


Πώς αλήθεια να κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου όταν οι ρεπουμπλικανοί επιμένουν να προωθούν αντιπροέδρους – σωσίες σου (και ας ήταν φιλότιμη η προσπάθεια του Νταν Κουέιλ) και όταν, ενώ εσύ ξεσκονίζεις το Οσκαρ σου, η Πολίν Καέλ (από τις κορυφαίες κριτικούς κινηματογράφου) ασχολείται με «τρίχες»: «Εχει πάλι γίνει σχεδόν ανησυχητικά ξανθός ­ ξεπέρασε πλέον το χρώμα της πλατίνης, έχει φτάσει το πλουτώνιοΩ τα μαλλιά του ταιριάζουν απόλυτα με τα δόντια του». Και όμως, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το χρυσό αγόρι της δεκαετίας του ’70, που είναι μεν «καλός» ηθοποιός αλλά «αυτός δεν είναι που μοιάζει με τον Πολ Νιούμαν;», ο χαρισματικός σκηνοθέτης που «πάει, γέρασε πια», παραμένει αξιοπρεπής. Είναι το σήμα κατατεθέν του. Ετσι άλλωστε τον έμαθαν από μικρό. Και ίσως αυτή ακριβώς η χαριτωμένη αυτοσυγκράτηση ήταν που τροφοδότησε το μεγαλύτερο μέρος της δόξας αλλά και της πικρίας του. Πικρίας για όσους δεν έπαψαν να τον βλέπουν ως πρότυπο αρσενικής Μπάρμπι.


Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στις 18 Αυγούστου 1937. Η οικογένειά του συντηρητική ­ ο πατέρας του ένας φιλήσυχος γαλατάς ­, του καλλιέργησε από νωρίς μια αποστροφή για τις «σόου μπίζνες». Κάθε φορά που γυρνούσε από το σχολείο του (στο Van Nuys) έκανε μια μικρή στάση έξω από τα στούντιο της Fox και χάζευε σταρ και σκηνικά. Δεν ήταν όμως αυτό το Λος Αντζελες που ο ίδιος ερωτεύθηκε: «Οταν ήμουν μικρός αυτή η περιοχή ανήκε σχεδόν αποκλειστικά στην ισπανομεξικανική κουλτούρα. Εβλεπες παντού τα σημάδια της: ισπανική αρχιτεκτονική, φαρδείς δρόμοι, φοίνικες. Μετά τον πόλεμο η πόλη λεηλατήθηκε. Από το 1950 έγινε ένα είδος κιβωτού. Σήμερα με θλίβει, προσπαθώ να μένω όσο γίνεται μακριά της».


Οι επιδόσεις του στα σπορ (θα τον «στοιχειώσουν» αργότερα σε πολλές κινηματογραφικές εμφανίσεις του) και ιδιαίτερα στο μπέιζμπολ θα του χαρίσουν μια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Του αρέσει το μπέιζμπολ αλλά όχι και το πανεπιστήμιο και έτσι ξεκινά να ανακαλύψει την Ευρώπη. Για να βρει λεφτά για την εν λόγω περιήγηση δεν διστάζει να δουλέψει εργάτης στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνιας. Το ταξίδι θα κρατήσει 12 μήνες ­ τον περισσότερο χρόνο θα μείνει στο Παρίσι ­ και θα του δώσει πλείστα ερεθίσματα για το μεγάλο πάθος του: τη ζωγραφική. Για λίγο καιρό γράφεται σε μια σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, οι καθηγητές του όμως φροντίζουν να τον πληροφορήσουν εγκαίρως ότι δεν έχει και πολύ μέλλον στο επάγγελμα. Δεν το βάζει όμως εύκολα κάτω: φοιτά για λίγο στο Ινστιτούτο Πρατ της Νέας Υόρκης και προσανατολίζεται σιγά σιγά στη σκηνογραφία.


Ενας φίλος τον πείθει να πάρει μερικά μαθήματα υποκριτικής και σε λίγο βρίσκεται στην ουρά έξω από την Αμερικανική Σχολή Δραματικής Τέχνης για μια οντισιόν. Οι κριτές αποφαίνονται ­ προς μεγάλη του έκπληξη ­ ότι «διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα». Το 1958 είναι η χρονιά των κρίσιμων αποφάσεων: ένας γάμος και η επίσημη στροφή στην υποκριτική. Σε λίγο θα βρεθεί στο Μπρόντγουεϊ (για τον πρώτο του ρόλο στο «Tall Story» θα παίξει επί σκηνής με μια μπάλα του μπάσκετ και θα πει τη μοναδική ατάκα: «Εϊ, εδώ είναι!») και στην τηλεόραση (μικροί ρόλοι στο «The Naked City», «Route 66»). Η παρθενική του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη θα γίνει με το «War Hunt» (1962), ένα ανεξάρτητο φιλμ ανύπαρκτου σχεδόν προϋπολογισμού (γυρίστηκε μέσα σε 15 μέρες) των Τέρι και Ντένις Σάντερς. Το άστρο του όμως θα αρχίσει να ανατέλλει στο Μπρόντγουεϊ με το έργο «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» (1963) δίπλα στην Ελίζαμπεθ Ασλεϊ.


Η εμφάνισή του ­ το μεγαλύτερο ατού αλλά και το βασικό εμπόδιο στην καριέρα του ­ θα τον απασχολήσει από τα πρώτα κιόλας βήματα. «Δεν το αρνούμαι, στην αρχή με κολάκευε. Υπήρχε πάντα όμως ο ενδόμυχος φόβος ότι αυτό θα με καταδυνάστευε, θα περιόριζε τις δυνατότητές μου ως ηθοποιού, πράγμα που τελικά συνέβη», θα παραδεχτεί αρκετά χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ κερδίζει έναν ρόλο στο «Ερωτες που σβήνουν την αυγή» (1966) του Ρόμπερτ Μάλιγκαν με συμπρωταγωνιστές τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ. Στην «Καταδίωξη» του Αρθουρ Πεν αρνείται τον ρόλο του σερίφη (ρόλο που θα υποδυθεί τελικά ο Μάρλον Μπράντο) προτιμώντας αυτόν του κατάδικου (η ανάγκη να αποποιηθεί την persona του «καλού» τον κατατρύχει από πολύ νωρίς). Αμέσως μετά του προτείνουν να παίξει στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» («Με ρωτούσαν «δεν θέλεις να είσαι σε μια ταινία με τους Μπάρτον;»») αλλά προτιμά ένα ταξίδι αναψυχής στην Ισπανία.


«Δεν μου αρέσει να δουλεύω πολύ και γενικά δεν σέβομαι αυτό το επάγγελμα», λέει σε όσους επιμένουν να τον ενσωματώσουν στο αμερικανοτραφές σταρ σύστεμ. «Εχω βαρεθεί να μου λένε «σε τρία χρόνια θα είσαι ο μεγαλύτερος σταρ του Χόλιγουντ». Ποτέ δεν πίστεψα κάτι τέτοιο». Η ίδια η πορεία του όμως θα τον διαψεύσει. Με το κινηματογραφικό αυτή τη φορά «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» (1967) και την Τζέιν Φόντα θα έρθει η εμπορική επιτυχία. Το παιδί όμως με τα χρυσά μαλλιά (στην Αμερική το ονοματεπώνυμο Ρόμπερτ Ρέντφορντ θα είναι για 25 συνολικά χρόνια συνώνυμο των «ξανθός», «ωραίος» και άλλων συναφών) είναι λίγο δύστροπο. Υπογράφει συμβόλαιο με την Παραμάουντ για ένα γουέστερν, τελευταία όμως στιγμή αλλάζει γνώμη και ακολουθεί η ανταλλαγή μηνύσεων.


Για κάμποσο καιρό θα μείνει άφραγκος και «ριψοκίνδυνος» για τα χολιγουντιανά κάστινγκ. Ωσπου συναντά στον δρόμο τον Πολ Νιούμαν, ο οποίος αναζητεί εναγωνίως έναν καουμπόι για το γουέστερν «Οι δύο ληστές» (1969). Ο ρόλος τού ταιριάζει γάντι, οι λοιποί υποψήφιοι (Μάρλον Μπράντο, Στιβ Μακ Κουίν, Γουόρεν Μπίτι) φεύγουν με πεσμένα τα φτερά και οι δύο ξανθοί επιχειρούν μια αναβίωση τύπου Κρόσμπι Χοπ. Στον «Πρωταθλητή του ιλίγγου» του Μάικλ Ρίτσι (1969) ο «Μπομπ» επιστρέφει στα σπορ με τον ρόλο ενός λακωνικότατου σκιέρ, αλλά το θέμα της ταινίας δεν ιντριγκάρει το κοινό. Η δεκαετία του ’70 θα του χαρίσει μερικούς από τους σημαντικότερους ρόλους της καριέρας του: «Ιερεμίας Τζόνσον, ο αλύγιστος», «Ο υποψήφιος», «Τα καλύτερά μας χρόνια» (για πολλούς ή μάλλον πολλές ποτέ δεν θα δείξει τόσο γοητευτικός όσο με τη λευκή στολή του αμερικανικού Ναυτικού), «Το κεντρί», «Ο μεγάλος Γκάτσμπι» (ο ρόλος προοριζόταν για τον Τζακ Νίκολσον αλλά ο ίδιος δήλωσε ότι οι άνθρωποι του Ρέντφορντ επέμεναν τόσο πολύ που αποφάσισε να παραδοθεί).


Το κασέ του ανεβαίνει πλέον με ιλιγγιώδη ταχύτητα στις ταινίες «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» και το «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (ο ρόλος του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ που ξεσκέπασε την υπόθεση Γουότεργκεϊτ θα μείνει αξέχαστος σε κριτικούς και κοινό). Η δεκαετία του ’80 θα βρει έναν πιο ώριμο Ρέντφορντ ­ βέβαια ούτε και τώρα θα πάψει να δέχεται επιθέσεις για την εμφάνισή του αλλά και την υπέρ το δέον κομψή γκαρνταρόμπα που επιμένει να λανσάρει μέσα από κάθε ταινία του. Το 1980 καταπλήσσει τους πάντες κερδίζοντας (για μια κατά γενική ομολογία αδιάφορη ταινία με τίτλο «Συνηθισμένοι άνθρωποι») ένα Οσκαρ σκηνοθεσίας. Ο σταρ έχει πλέον ανακαλύψει τον σκηνοθέτη και φαίνεται να τα πηγαίνει καλά (η περυσινή σκηνοθετική απόπειρά του στο «Quizz Show» το επιβεβαίωσε με το παραπάνω): το παλιό πάθος του (η εικόνα) έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο.


Το 1984 επανέρχεται με τον «Καλύτερο» (πάλι ως πρωταθλητής του μπέιζμπολ), ενώ ακολουθούν το «Πέρα από την Αφρική» (σαρώνει τα Οσκαρ αλλά ο ίδιος θα εξομολογηθεί ότι πρόκειται για τη χειρότερη ταινία που έχει γυρίσει) και το «Και οι τρεις ήταν μοναδικοί», μια χαζοκωμωδία για την οποία φημολογείται ότι πήρε 6,5 εκατομμύρια δολάρια (επιβεβαιώνεται το διαχρονικό του άστρου του). Εχει όμως πλέον κουραστεί: «Είναι σκληρό, πολύ σκληρό να ξέρω ότι ο κόσμος βλέπει μια ταινία για να δει εμένα σε έναν ρόλο και όχι έναν ρόλο σε μένα». Ηδη όμως αναζητεί τις δικές του διεξόδους. Το 1980 αγοράζει στη Γιούτα το δικό του «ράντσο» προκειμένου να ιδρύσει το «Sundance Institute», τη Μέκκα της ανεξάρτητης κινηματογραφίας. Το Φεστιβάλ του Sundance καθιερώνεται από το 1984 και πάνω από 3.000 σκηνοθέτες, παραγωγοί και διανομείς παρελαύνουν ετησίως στη μη κερδοσκοπική βιομηχανία «Ρέντφορντ» (το «Reservoir Dogs» του Ταραντίνο είναι μια από τις ταινίες που πήραν την έγκριση του Sundance για να μπορέσουν να κάνουν διεθνή καριέρα).


Το «χρυσό αγόρι», αισίως 59 χρόνων φέτος, συνεχίζει να χαμογελά. Με αξιοπρέπεια πάντα (αν και τελευταίως ακούστηκαν κάτι «παρασπονδίες» με τη βραζιλιάνα καλλονή Σόνια Μπράγκα). Οσο για τους «άλλους», απλώς τους αφήνει να αναλύουν τις ξανθές του ανταύγειες.


Για την ανατροφή του


Εχω ιρλανδικό και σκωτσέζικο αίμα και έμαθα από μικρός να μη ζητάω τη βοήθεια κανενός, να μην παραπονούμαι ποτέ, να είμαι δυνατός μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία. Αυτό ακριβώς ήταν που μου ενστάλλαξαν από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Η λέξη «αξιοπρέπεια» ήταν πολύ σημαντική στην οικογένειά μου, την χρησιμοποιούσαν συνέχεια όταν ήμουν παιδί. «Κράτησες την αξιοπρέπειά σου;» ήταν η μόνιμη ερώτηση. Οταν με έδερνε κάποιος δάσκαλος στο σχολείο, οι γονείς μου δεν με ρωτούσαν «πόνεσες;» αλλά «ήσουν αξιοπρεπής;». Αυτή η λέξη σήμαινε να κρατάς την ψυχραιμία σου όταν βρισκόσουν υπό πίεση. Επρεπε πάνω από όλα να διατηρείς ένα είδος αυτοσυγκράτησης όταν όλα διαλύονταν γύρω σου. Και νομίζω πως μου έκανε καλό. Αξιοπρέπεια: πάνω σε αυτήν τη λέξη βασίστηκε η ανατροφή μου ­ και σήμερα δεν υπάρχει στον κόσμο. Και είναι λυπηρό…


Για τη βιομηχανία του σινεμά


Βρέθηκα σε αυτήν εντελώς κατά τύχη. Μεγάλωσα στο Λος Αντζελες και για μένα το σινεμά δεν αποτελούσε σοβαρό επάγγελμα. Κάθε φορά που επέστρεφα από το σχολείο περνούσα έξω από τα στούντιο της Twentieth Century Fox. Ποτέ δεν θα ξεχάσω μια μέρα που είδα λίγο πιο πέρα ένα θεόρατο, πραγματικά θεόρατο σκηνικό με έναν ζωγραφισμένο ουρανό με σύννεφα. Θυμάμαι που έστρεψα το βλέμμα μου προς τα πάνω και σκέφτηκα: «Τι γελοίο! Γιατί δεν τραβούν τον αληθινό ουρανό;». Μου πήρε πολύ καιρό να συνηθίσω το γεγονός ότι αποτελούσα μέλος αυτού του κόσμου, αλλά και το να συνειδητοποιήσω ότι αυτή ήταν η δουλειά που μπορούσα να κάνω καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη.


Για το χρώμα των μαλλιών του


Θυμάμαι που τσακωνόμουν με τον Τζακ Λέιτον (τον σκηνοθέτη του «Μεγάλου Γκάτσμπι») για τα μαλλιά μου. Ηθελε να τα βάψω. Ελεγε: «Ο Γκάτσμπι πρέπει να είναι μελαχρινός» και εγώ του εξηγούσα: «Αυτή η ταινία δεν έχει να κάνει με το χρώμα των μαλλιών μου, έχει να κάνει με την ανασφάλεια αυτού του ανθρώπου, με τον τρόπο που μιλάει και κινείται, που χαιρετάει τους άλλους, με τον τρόπο που λέει «παλιόγερε!» και οι λέξεις αυτές δεν βγαίνουν με φυσικότητα από το στόμα του». Και το στούντιο επέμενε: «Πρέπει να τα βάψεις μαύρα». Τους ρώτησα: «Εχετε διαβάσει το βιβλίο; Βρείτε μου σε ποιο σημείο του γράφει τι χρώμα μαλλιά είχε ο Γκάτσμπι. Πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο». Ποτέ δεν είπε ο Φιτζέραλντ ότι ο Γκάτσμπι δεν ήταν ωραίος. Βέβαια ούτε οι αρμόδιοι του στούντιο ούτε οι κριτικοί κάθησαν ποτέ να διαβάσουν το βιβλίο.


Για τους αθλητές


Εχουμε μια πολύ επικίνδυνη στάση απέναντι στον αθλητισμό σε αυτή τη χώρα. Δεν νοιαζόμαστε για μια καλή δεύτερη θέση, το μόνο που κυνηγάμε είναι η νίκη. Δεν έχουμε ιδέα τι να κάνουμε με τους ανθρώπους του αθλητισμού όταν τους πάρουν πια τα χρόνια, όταν τελειώσουμε με τις επιχορηγήσεις και σταματήσουμε να τους αρμέγουμε. Παίρνουμε έναν αθλητή που δεν είναι σοφιστικέ ως άνθρωπος, τον φέρνουμε στα μέτρα μας και μετά τον πετάμε. Υπάρχει ένας ολόκληρος μηχανισμός πίσω από αυτό.


Για τους σκηνοθέτες


Σιχαίνομαι να υπακούω σε έναν σκηνοθέτη. Γενικά ποτέ δεν μου άρεσε να μου λένε τι να κάνω, δεν ήμουν καλός σε αυτό.


Για τον εαυτό του ως σκηνοθέτη


Είχα μια μάλλον αστεία καριέρα. Ξεκίνησα ως ζωγράφος και στη συνέχεια ασχολήθηκα με την ηθοποιία, η οποία απαιτεί ούτως ή άλλως ένα εντελώς διαφορετικό κομμάτι του εαυτού σου. Και μετά με τη σκηνοθεσία ήταν σαν να επέστρεφα στη ζωγραφική, γιατί άρχισα πάλι να ασχολούμαι με την εικόνα. Είναι σαν να ελέγχεις ξανά τις πινελιές σου.


Βέβαια με τη σκηνοθεσία ­ που σημαίνει έλεγχο, διαχείριση ­ στερείσαι αυτό το ζωντανό κομμάτι του εαυτού σου που τίθεται σε λειτουργία κάθε φορά που υποδύεσαι έναν ρόλο. Ενα από τα πράγματα που μου τράβηξαν το ενδιαφέρον στην υποκριτική ­ καθώς δεν πέρασα από δραματική σχολή, ούτε είχα την παραμικρή πείρα όταν πρωτοξεκίνησα ­ ήταν αυτό το «ζην επικινδύνως». Επενδύεις τόσο πολλά από το «εκείνο» του εαυτού σου σε αυτή τη δουλειά. Είναι σαν να κατεβάζεις το φερμουάρ για να βγεις έξω από εσένα. Οταν σκηνοθετείς δεν λες: «Θα δοκιμάσω να κάνω κάτι τρελό, κάτι άγριο», απλά προσπαθείς να πείσεις άλλους να το κάνουν.


Για τους ρόλους του


Θα ήθελα πολύ να ξέρω πώς θα εξελισσόταν, ας πούμε στα επόμενα δέκα χρόνια, ο χαρακτήρας που υποδύθηκα στον «Υποψήφιο» και στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου». Θα ήθελα να ξέρω τι έγινε το επόμενο λεπτό. Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία θα ήθελα να γυρίσω πίσω, να συνεχίσω από εκεί ακριβώς όπου σταμάτησα. Λέγονται πολλά για ένα σίκουελ της ταινίας «Τα καλύτερά μας χρόνια». Νομίζω πως θα είχε επιτυχία, αλλά δεν θέλω να το κάνω.


Εναν ρόλο που αποποιείται


Αυτόν που διαιωνίζεται ως σήμερα: τον ρόλο του σταρ.