«Η κοκαΐνη μού έκανε μεγάλη ζημιά. Την άρχισα το ’82, μέσα στο ποδόσφαιρο, γιατί ο βασιλιάς των σπορ είναι πλημμυρισμένος στα ναρκωτικά. Δεν ήμουν ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Τα δοκίμαζαν τόσοι ποδοσφαιριστές! Ημουν όμως ένας από τους λίγους που έπρεπε να πληρώσουν»


Οταν την άνοιξη του 1995 ο πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Σαούλ Μένεμ έβλεπε την έκβαση του προεκλογικού αγώνα του να προδιαγράφεται αβέβαιη από τις κατηγορίες για σκάνδαλα και διαφθορά, ενεργοποίησε την υψηλότερη διασύνδεσή του: τηλεφώνησε στον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ζητώντας του (ηθική) ενίσχυση. Ο Μαραντόνα, που παρά τα από ετών προβλήματά του με τον εθισμό του στην κοκαΐνη ήταν ακόμη ο δημοφιλέστερος εν ζωή Αργεντινός, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Μένεμ. Του το ώφειλε άλλωστε αφού μόλις μερικούς μήνες πριν είχε «εισπράξει» από την κυβέρνηση σχεδόν 5 εκατ. δολάρια ως ενίσχυση της εκστρατείας του κατά των ναρκωτικών(!).


Ετσι, και επειδή «φίλος τω φίλω εν κινδύνοις και πόνοις ου λείπει», ο μεγάλος ποδοσφαιριστής βρέθηκε παρά τω πλευρώ του προέδρου, ανέβηκε μαζί του στο μπαλκόνι, φωτογραφήθηκε πλάι του και τελικά τον οδήγησε στην με μεγάλη πλειοψηφία επικράτηση και επανεκλογή του στο προεδρικό αξίωμα.


Το βράδυ της νίκης του Μένεμ ο Μαραντόνα αλλά και ο μάνατζέρ του Γκουιγέρμο Κόπολα ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στο προεδρικό μέγαρο «Ολίβος» για το επινίκιο πάρτι. Και λίγους μήνες αργότερα κατέφθαναν στο ίδιο μέγαρο πάλι ­ αυτή τη φορά για να συλλυπηθούν τον Μένεμ για τον πρόωρο χαμό του γιου του Καρλίτο, που σκοτώθηκε όταν έπεσε το ελικόπτερό του. Σήμερα ο πρόεδρος της Αργεντινής είναι σίγουρο ότι δεν θέλει ούτε να δει ούτε να ακούσει τους δύο φίλους του, με τους οποίους μοιραζόταν προ μηνών χαρές και λύπες. Γιατί στα μέσα του Οκτωβρίου η αστυνομία του Μπουένος Αϊρες εισέβαλε στο σπίτι του Κόπολα όπου βρήκε και κατέσχε μισό κιλό κοκαΐνης! Οι… μετασεισμικές δονήσεις αυτής της ενέργειας έγιναν αμέσως αισθητές στο μέγαρο του Μένεμ. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του που καιρό τώρα τον κατηγορούν για διεφθαρμένη άσκηση εξουσίας βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία, με βάση κυρίως την ανοιχτά εκδηλωμένη φιλία του ιδιαίτερου γραμματέα του προέδρου, Ραμόν Χερνάντες, με τον συλληφθέντα μάνατζερ του «Ντιεγκίτο», όπως χαϊδευτικά αποκαλούν τον Μαραντόνα οι συμπατριώτες του. Οχι μόνο αυτό, αλλά ο συλληφθείς είναι και υπόδικος για τον φόνο ενός ιδιοκτήτη νάιτ κλαμπ που έγινε αφού γευμάτισε στο δικής του ιδιοκτησίας νυκτερινό κέντρο μαζί με τον ιδιαίτερο του προέδρου.


Στο εν λόγω κλαμπ του Κόπολα σύχναζαν και τα παιδιά του Μένεμ: η Θουλεμίτα και ο μακαρίτης ο Καρλίτο.


Με όλα αυτά, ο πλέιμποϊ πρόεδρος της Αργεντινής είδε πριν από μία εβδομάδα τη δημοτικότητά του να πέφτει σε ένα ποσοστό – ψυχρολουσία: μόλις 9%! Το απέδωσε στο «ντελίριο των ΜΜΕ που βλέπουν παντού φαντάσματα». «Ο λαός όμως δεν πιστεύει τις διαψεύσεις του Μένεμ για το σκάνδαλο γιατί απλούστατα ξέρει ότι ο Μένεμ είναι ο αρχιμαφιόζος της χώρας», δήλωσε ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Γκουστάβο Μπελίθ, ενώ ένας άλλος πρώην υπουργός, ο Ντομίνγκο Καβάγιο, που ετοιμάζεται να διεκδικήσει την προεδρία της χώρας στις εκλογές του 1999, προσέθεσε ότι η κυβέρνηση του Μένεμ ορίζεται από τη Μαφία.


Οσο οι συνεργάτες του Μένεμ ήταν απασχολημένοι με το να αποφύγουν την περαιτέρω ανάμειξη κυβερνητικών στελεχών στο σκάνδαλο, η φιγούρα του Κόπολα κυριαρχούσε στις τηλεοπτικές ειδήσεις και στα πρωτοσέλιδα των αργεντίνικων ΜΜΕ. Σε μια από τις τηλεοπτικές «πολιορκίες» της φυλακής όπου κρατείται ο μάνατζερ, οι κάμερες κατέγραψαν την απεγνωσμένη προσπάθεια του Μαραντόνα να τον επισκεφθεί εκεί. Το ίδιο βράδυ όλη η Αργεντινή είδε στις ειδήσεις τον Ντιέγκο να αποχωρεί άπραγος από τη φυλακή με δάκρυα στα μάτια. Δεν ήταν η πρώτη φορά όπου ο κόσμος έβλεπε αυτόν τον μεγάλο ποδοσφαιριστή να κλαίει.


Εξι χρόνια πριν, στις 8 Ιουλίου 1990, μετά τον τελικό του Μουντιάλ στη Ρώμη όπου η Γερμανία νίκησε με 1-0 την Αργεντινή, όλος ο πλανήτης είχε δει τον μεγάλο γερμανό αρχηγό Λόταρ Ματέους να παρηγορεί έναν Ντιέγκο που αποδοκιμαζόταν ενώ έβριζε και έκλαιγε απαρηγόρητος για τη μεγάλη απώλεια. Ή μήπως ήταν δάκρυα για τη μεγάλη κατηφόρα που άρχιζε;


Λίγες ημέρες πριν από εκείνο τον τελικό ο Μαραντόνα είχε υπερβεί τα εσκαμμένα όταν ως αρχηγός της Αργεντινής είχε επιστρέψει στην πόλη όπου λατρεύθηκε σαν Θεός, τη Νάπολι, για να αντιμετωπίσει στον ημιτελικό της διοργάνωσης τη διοργανώτρια Ιταλία. Εκμεταλλευόμενος την τεράστια δημοτικότητά του στη Νάπολι (που οφειλόταν στο ότι ως παίκτης είχε οδηγήσει την ως πριν από λίγα έτη «ανυπόληπτη» ομάδα της πόλης στο επίπεδο των μεγάλων ομάδων του ιταλικού Βορρά Μίλαν, Ιντερ και Γιουβέντους) καθώς επίσης και το μεγάλο οικονομικό και πολιτιστικό χάσμα που χωρίζει τον ιταλικό Βορρά από τον Νότο, ο Ντιέγκο απευθύνθηκε ανοιχτά στους Ναπολιτάνους που τον λάτρευαν: «Υποστηρίξτε την Αργεντινή και όχι την Ιταλία! Μην ξεχνάτε πώς σας φέρονται οι Βόρειοι, που σας αφήνουν μονίμως στη φτώχεια και στην αμάθεια. Και μην ξεχνάτε ποιος έκανε ομάδα τη Νάπολι!».


Διχασμένοι ανάμεσα στο έθνος και στην ομάδα της πόλης τους οι Ναπολιτάνοι χειροκροτούσαν τον Ντιέγκο, που έφευγε νικητής από το γήπεδο στέλνοντας φιλιά αφού νωρίτερα ο ίδιος είχε σκοράρει στο τελευταίο από τα χτυπήματα πέναλτι που έκριναν την πρόκριση στον τελικό υπέρ της Αργεντινής.


Το κύπελλο τελικά χάθηκε, μέσα σε δάκρυα για τον Ντιέγκο και την παρέα του, αλλά τη συμπεριφορά του στον ημιτελικό οι Ιταλοί δεν την ξέχασαν και δεν τη συγχώρησαν. Η μετά το Μουντιάλ ζωή του στην Ιταλία έγινε κόλαση και ακόμη και οι σχέσεις του με την ίδια του την ομάδα, τη Νάπολι, μπήκαν σε κακό δρόμο.


Ενας τυπικός αντιντόπινγκ έλεγχος μετά από αγώνα για το ιταλικό πρωτάθλημα το 1991 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον Μαραντόνα. Βρέθηκε θετικός στην κοκαΐνη, αναγκάστηκε να φύγει νύχτα από τη Νάπολι, συνελήφθη λίγο αργότερα στο Μπουένος Αϊρες για χρήση κοκαΐνης και πάλι, κινδύνευσε με φυλάκιση, πέρασε τη δύσκολη περίοδο της αποτοξίνωσης σχεδόν μόνος αφού το άτυχο περιστατικό της επίθεσής του σε δημοσιογράφους που καραδοκούσαν έξω από τη βίλα του έκανε τα ΜΜΕ της Αργεντινής να σταματήσουν για λίγο να ασχολούνται μαζί του και τελικά, ενάντια σε κάθε προγνωστικό, τον Οκτώβριο του ’92 ξανάρχισε το ποδόσφαιρο φορώντας τη φανέλα της Σεβίλλης. Εναν χρόνο μετά έπαιζε στην αργεντίνικη Νιούελς Ολντ Μπόις, που τον αποδέσμευσε τον Φεβρουάριο του ’94. Λίγο πριν από το Μουντιάλ εκείνης της χρονιάς επέστρεψε στην Εθνική Αργεντινής, που μάλλον είναι η ομάδα που αγάπησε περισσότερο. Επαιξε μόλις δύο αγώνες, εναντίον της Εθνικής μας και της Νιγηρίας, και βρέθηκε πάλι ντοπαρισμένος με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί κακήν κακώς από τις ΗΠΑ και να τιμωρηθεί εκ νέου με αποκλεισμό. Δεν το έβαλε κάτω όμως και πέρυσι φόρεσε τη φανέλα τής Μπόκα Τζούνιορς. Με συμπαίκτη τον ανέκαθεν «κολλητό» του Κλαούντιο Κανίγια, που από το 1988 ήταν γνωστός χρήστης κοκαΐνης, έπαιξε καλό ποδόσφαιρο ώσπου φέτος τον Αύγουστο παράτησε την ομάδα και εξαφανίστηκε, ενώ οι φήμες οργίαζαν ότι εισήχθη σε ελβετική κλινική ­ για αποτοξίνωση και πάλι.


«Ημουν, είμαι και θα είμαι τοξικομανής!» δήλωνε στις αρχές της χρονιάς στο αργεντίνικο περιοδικό «Gente». «Και όποιος μπαίνει στον κόσμο των ναρκωτικών ξέρει καλά ότι η καθημερινή μάχη του δεν θα είναι εύκολη. Ξέρω ότι δεν γίνεται να ξυπνήσω ένα πρωί και να πω «Αυτό ήταν, τελείωσε» γιατί εκείνη τη στιγμή κάτι θα μου ζητήσει η κόρη μου και δεν θα μπορώ να της το προσφέρω… Εκανα ένα μεγάλο λάθος και παλεύω να νικήσω τις συνέπειές του. Και να σκεφθεί κανείς ότι όλα άρχισαν για πλάκα, όταν πρωτοέπαιξα στην Ευρώπη με την Μπαρτσελόνα. Ηθελα να κάνω τον έξυπνο στους συμπαίκτες μου που έπαιρναν κοκαΐνη και έτσι δοκίμασα. Και εκείνη η πλάκα με έκανε τελικά να πονέσω πολύ και να κάνω και άλλους να πονέσουν…».


Ολα τα χρόνια του κατήφορου του Ντιέγκο ο πρόεδρος Μένεμ στάθηκε στο πλευρό του μεγάλου ποδοσφαιριστή. Πρωτοστάτησε στις προσπάθειες για τις κατά καιρούς επιστροφές του στην Εθνική Αργεντινής, τον κάλυψε στις επιθέσεις που δέχθηκε για την πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση από το κράτος των αμφιλεγόμενων εκστρατειών του κατά των ναρκωτικών και του προσέδωσε ρόλο εθνικού πρεσβευτή όταν χαρακτήρισε περυσινή διάλεξη του Μαραντόνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης «το θετικότερο βήμα για τη βελτίωση των σχέσεων Αργεντινής και Αγγλίας», που ήταν διαταραγμένες από το 1982 και από τον μάλλον παράλογο πόλεμο στα νησιά Φόκλαντ.


Και βέβαια ο Μένεμ ουδέποτε ως σήμερα αντιμετώπισε τον Μαραντόνα ή τον Κόπολα ως ανθρώπους εξαρτημένους από τα ναρκωτικά. Δεν το έκανε ούτε όταν η ιταλική Δικαιοσύνη κατηγόρησε αμφοτέρους για διακίνηση κοκαΐνης στους συμπαίκτες του Ντιέγκο στη Νάπολι! Και φυσικά δεν το έκανε γιατί η λαμπερή προσωπικότητα του Μαραντόνα ήταν πολύτιμη για να κερδίσει ξανά ο Μένεμ την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του. Ετσι και αλλιώς από το 1991 και μετά δεν είναι λίγοι οι αξιωματούχοι των κυβερνήσεών του που απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους κατηγορούμενοι για ανάμειξη σε σκάνδαλα δωροδοκιών, ναρκωτικών και «ξεπλύματος» βρώμικου χρήματος. Εύλογα ο Μένεμ δεν επιθυμούσε και περαιτέρω διαπόμπευση του Μαραντόνα αφού η τελική κατάρρευση του μεγάλου σταρ θα σήμαινε και την αρχή του δικού του τέλους.


Τώρα όμως, με την «εκτός προγράμματος» σύλληψη του Κόπολα, όλα γύρισαν ανάποδα. Οχι τόσο για τον Ντιέγκο, που δεν του έχουν απομείνει και πολλά ακόμη να χάσει, όσο για τον πρόεδρο της Αργεντινής που κινδυνεύει να τα χάσει όλα.


Αν και αυτή τη φορά θα καταφέρει να βγει αλώβητος από τα «κατορθώματα» των φίλων του ή αν ο Ντιέγκο και ο μάνατζέρ του θα τον συμπαρασύρουν στην πτώση τους είναι κάτι που δεν χρειάζεται να περιμένουμε το τέλος της δίκης του Κόπολα για να το μάθουμε. Το ερώτημα θα έχει ήδη απαντηθεί από την ημέρα όπου θα μάθουμε αν θα γίνει η δίκη! Γιατί στην πιο ανεπτυγμένη οικονομικά χώρα της Νότιας Αμερικής, στην Αργεντινή των 35 εκατ. κατοίκων, η διαφθορά είναι τόσο ταυτόσημη με την εξουσία ώστε ακόμη και για την κραυγαλέα περίπτωση του Κόπολα, ως την ώρα τουλάχιστον όπου γράφεται αυτό το κείμενο, καμία ένδειξη δεν υπάρχει για το αν, πότε και ποιοι θα καθήσουν στο σκαμνί. Ποιος είναι ο Ντιέγκο


Η ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα που από πολλούς ονομάστηκε «νέος Πελέ» (εκτίμηση που πάντως αποδείχθηκε επιπόλαιη), είδε το φως τούτου του κόσμου ακριβώς πριν από 36 χρόνια, στις 30 Οκτωβρίου 1960. Τότε λοιπόν γεννήθηκε ο Ντιεγκίτο στο Λανούς, έξω από το Μπουένος Αϊρες. Παιδί πάμπτωχης και πολύτεκνης οικογένειας, είχε μόνη διέξοδο το ποδόσφαιρο, που στο κάτω κάτω τού επέτρεπε να χτίσει όνειρα και όραμα ανέξοδα. Κίνησε γρήγορα την προσοχή των κυνηγών ταλέντων και ήδη το 1976 έπαιζε στην πρώτη ομάδα της Αρχεντίνος Τζούνιορς, με την οποία υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο προ 20ετίας, στις 20.10.1976.


Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’78 που έγινε στην Αργεντινή, ο ομοσπονδιακός τεχνικός Σέζαρ Λούις Μενότι, ο επονομαζόμενος Ελ Φλάκο, τον απέκλεισε μεν από την 22άδα, τον κράτησε όμως κοντά στην αποστολή της Εθνικής για να έχει τη δυνατότητα να τρώει σωστά γεύματα(!), αλλά και για να «ταλαιπωρεί» στις προπονήσεις αστέρες σαν τον Πασαρέλα(!!).


Κατόπιν παίζει στην Μπόκα Τζούνιορς και το 1982 εμφανίζεται στο Π.Κ. της Ισπανίας, όπου συμπαρασύρεται από τη γενική μετριότητα της Εθνικής Αργεντινής. Από τις 28 Μαΐου εκείνης της χρονιάς ήταν ποδοσφαιριστής της Μπαρτσελόνα, που κατέβαλε περί τα 2 δισ. σημερινές δραχμές για να τον αποκτήσει. Πρώτα η ηπατίτιδα και μετά ο σοβαρός τραυματισμός του από έναν αμυντικό – κλαδευτήρι, τον Γκοϊκοετσέα, δεν του επέτρεψαν να παίξει το ποδόσφαιρο που ήθελε. Το 1984 μετακινείται έναντι περίπου 0,5 δισ. δρχ. στη Νάπολι και, από την αφάνεια, την οδήγησε στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων και ενός κυπέλλου Ιταλίας και ενός κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.


Το 1986 ήταν η μεγάλη φυσιογνωμία στο Π.Κ. που έγινε στο Μεξικό. Πέτυχε δύο ιστορικά γκολ στον προημιτελικό Αργεντινή – Αγγλία (2-1), που είχε χαρακτήρα… μπαράζ του πολέμου των Φόκλαντ. Το δεύτερο μετά από μια φανταστική κούρσα 55 μ. που ανάγκασε την αγγλική άμυνα να χορεύει… μακαρένα πολύ πριν τον υπόλοιπο κόσμο. Εκείνο όμως το γκολ – ποίημα επισκιάστηκε από το γκολ – κλοπή που ο Ντιέγκο σημείωσε με το χέρι και που με αρκετό θράσος αλλά και πατριωτισμό ο ίδιος σχολίασε μπροστά στους άγγλους δημοσιογράφους ως εξής: «Εβαλα γκολ με το χέρι; Τι μου λέτε; Εγώ νομίζω ότι ήταν το χέρι του Θεού!».


Στη συνέχεια έβαλε και τα δύο γκολ στον ημιτελικό με το Βέλγιο και δημιούργησε το γκολ με το οποίο ο Μπουρουσάγα έκλεισε το σκορ στον τελικό Αργεντινή – Γερμανία 3-2.


Ηταν το δικό του Παγκόσμιο Κύπελλο και ήταν ταυτόχρονα το εφαλτήριο για την εκδήλωση της μεγαλομανίας και του αλλοπρόσαλλου χαρακτήρα του.


Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Και είναι η φυσική συνέπεια και κατάληξη της διαδρομής ενός βραχύσωμου και όχι μορφωμένου παιδιού από την πιο μίζερη φτώχεια στην αποθέωση και στα εξωπραγματικά (για τις προδιαγραφές του) κατορθώματα. Τα υπόλοιπα μπλεξίματά του δεν είναι παρά μία ακόμη επιβεβαίωση των σοφών λόγων του συγγραφέα Αλντους Χάξλεϊ, που κάποτε είπε ότι «ο κόσμος των ναρκωτικών μπορεί να απογειώσει και να ελευθερώσει το πνεύμα κάποιων ­ λίγων ­ ανθρώπων. Οι υπόλοιποι όμως θα πρέπει να είναι έτοιμοι για ένα πολύ απότομο τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια τους…».