Τι θα συμβεί όταν βάλεις στο ίδιο δωμάτιο τέσσερις παθιασμένες φεμινίστριες και έναν «μισογύνη» συγγραφέα; Οχι, δεν πρόκειται για παράδοξο κοινωνικό πείραμα αλλά για πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη του 1971, γεγονός το οποίο μετατρέπεται τώρα σε παράσταση από την πρωτοποριακή αμερικανική ομάδα The Wooster Group. Tίτλος αυτής «The Town Hall Affair» (Το συμβάν στο Δημαρχείο) και πρόκειται για μια αναπαράσταση που συνδυάζει το αυθεντικό υλικό από το ντοκιμαντέρ «Bloody Town Hall» με τις δράσεις «κανονικών» ηθοποιών επί σκηνής. Η παράσταση θα παιχθεί στις 21 Σεπτεμβρίου στην Αμβέρσα, στις 6 Οκτωβρίου στο Παρίσι και από τον Φεβρουάριο του 2017 θα επιστρέψει στην Αμερική.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Τα πρόσωπα του «δράματος»
Στις 30 Απριλίου του 1971 μια εκρηκτική συζήτηση φιλοξενήθηκε στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης. Τυπικά επρόκειτο για ένα ντιμπέιτ. Το θέμα της συζήτησης ήταν το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα, που τότε βρισκόταν στο απόγειό του, διεκδικώντας ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στο πάνελ συμμετείχαν οι επιφανέστερες εκπρόσωποι του κινήματος: η μαχητική συγγραφέας Ζερμέιν Γκριρ, που είχε μόλις την προηγούμενη χρονιά εκδώσει το θρυλικό πλέον σύγγραμμα «Η γυναίκα ευνούχος», βιβλίο που έμελλε να γίνει το ευαγγέλιο της δεύτερης γενιάς του φεμινιστικού κινήματος, καλώντας τις γυναίκες να επαναστατήσουν σεξουαλικά, να εγκαταλείψουν τη μονογαμία, να απελευθερωθούν από πάσης φύσεως δεσμά και να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους.
Σημαντική παρουσία, επίσης, η πρόεδρος του National Organization for Women Τζακλίν Σεμπάιος, συγγραφέας και ακτιβίστρια που κατέκρινε σφοδρά το πατριαρχικό οικοδόμημα, τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονταν οι γυναίκες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις διαφημίσεις, με τη νοικοκυρά να «φτάνει σε οργασμό όταν γυαλίσει τέλεια το πάτωμα!».
Μαζί τους η κριτικός λογοτεχνίας, όχι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με το κίνημα αλλά σίγουρα μια αξιοσέβαστη, ασυμβίβαστη φωνή, η Νταϊάν Τρίλινγκ (σύζυγος του Λάιονελ Τρίλινγκ), επιφανές μέλος του κύκλου συγγραφέων των δεκαετιών του ’30, του ’40 και του ’50 γνωστού ως «οι διανοούμενοι της Νέας Υόρκης». Τέλος, η Τζιλ Τζόνστον, δυναμική φεμινίστρια και ηγετική μορφή του λεσβιακού κινήματος των σέβεντις, συγγραφέας του βιβλίου «The Lesbian Nation» (1973).
Συντονιστής του πάνελ, ο διάσημος συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ («Οι νεκροί και οι γυμνοί», «Το τραγούδι του εκτελεστή» κ.ά.), ο οποίος συνιστούσε, καταπώς φαίνεται, κάτι σαν «κόκκινο πανί» για τις φεμινίστριες της εποχής, ενσαρκώνοντας το πρότυπο του απόλυτα εγωκεντρικού και σεξιστή άνδρα συγγραφέα.
Ολόκληρη η εκδήλωση απαθανατίστηκε από την κάμερα των Ντ. Α. Χίγκεντους και Κρις Πενεμπέικερ στο φιλμ «Bloody Town Hall» (https://www.youtube.com/watch?v=tXM6KuD8ZNI). Οι ομιλήτριες έπαιρναν η μία μετά την άλλη τη σειρά τους. Ο χρόνος που είχε η καθεμία ήταν 15 λεπτά. H Σεμπάιος μίλησε για τα εργασιακά δικαιώματα των γυναικών, υποστήριξε πως οι τελευταίες «πληρώνονται λιγότερο και δουλεύουν περισσότερο» από τους άνδρες και πως «αν ο γάμος είναι προαπαιτούμενο σε μια κοινωνία που ωθεί τις γυναίκες στον γάμο, τότε κι αυτές θα πρέπει να πληρώνονται για τη δουλειά που κάνουν ως σύζυγοι». Η Γκριρ επιτέθηκε στον «άνδρα καλλιτέχνη» με το υπερφουσκωμένο εγώ, απέναντι στον οποίο καμία γυναίκα καλλιτέχνης δεν πρόκειται ποτέ να έχει την ίδια αναγνώριση ή τις ίδιες ευκαιρίες. Η Νταϊάν Τρίλινγκ απέφυγε να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, δηλώνοντας πως η γυναικεία απελευθέρωση δεν εκφράζεται σε κανένα μεμονωμένο κίνημα, ούτε έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα «αλλά πιθανώς τόσες ταυτότητες όσες και οι γυναίκες που γοητεύονται από την ιδέα να αλλάξουν τη ζωή τους».
Λεσβιακό χάπενινγκ
Η μεγάλη έκπληξη εκείνης της βραδιάς όμως, η πιο ανατρεπτική φωνή της, αποδείχθηκε η λιγότερο γνωστή σε εμάς σήμερα Τζιλ Τζόνστον –και όχι τυχαία άλλωστε σε αυτήν επικεντρώνεται η παράσταση του Wooster Group. Ενώ η κριτικός απήγγελλε ένα φεμινιστικό-λεσβιακό ποιητικό μανιφέστο –ανακοινώνοντας ότι «μέχρις ότου όλες οι γυναίκες γίνουν λεσβίες, δεν μπορεί να επέλθει αληθινή πολιτική επανάσταση» – δύο γυναίκες φίλες της ανέβηκαν στη σκηνή και άρχισαν όλες μαζί να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται –στην αρχή όρθιες και στη συνέχεια στο δάπεδο. Το κοινό άρχισε να γελάει, όχι όμως και ο Νόρμαν Μέιλερ, που ενοχλήθηκε ιδιαίτερα και «μάλωσε» την άτακτη ομιλήτρια: «Ελα, Τζιλ, φέρσου σαν κυρία… Ή παίξε με την ομάδα ή μάζεψε τα παιχνιδάκια σου κι εξαφανίσου» της είπε υποτιμητικά. Λίγο αργότερα, όταν πήρε ο ίδιος τον λόγο, δεν έκρυψε τη γενικότερη ενόχληση και απαξίωσή του για το θέμα: «Το κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης με τρομάζει επειδή στερείται χιούμορ… επειδή δεν αναγνωρίζει ότι η ζωή του άνδρα είναι εξίσου δύσκολη […] Πρέπει να δεχθούμε την απλή αλήθεια ότι κρύβεται ένα μεγάλο απόθεμα δειλίας στις γυναίκες που τις έκανε να αποδεχθούν αυτή τη μίζερη ζωή σκλαβιάς» κ.ο.κ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μάλιστα, ανίκανος να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του, προειδοποιεί: «Αν θέλετε να κάνω τον κλόουν, θα βγάλω το ταπεινό εβραϊκό πέος μου και θα το εναποθέσω στο τραπέζι»…
Η Μέρι Ντίαρμπορν, που έγραψε αργότερα τη βιογραφία του Νόρμαν Μέιλερ, χαρακτήρισε τη βραδιά «αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο ιδιόμορφες συγκεντρώσεις της εποχής, και ένα ορόσημο για την ανάδυση του φεμινισμού ως καθοριστικής δύναμης».
Η παράσταση
Χρησιμοποιώντας υλικό από το φιλμ των Χίγκεντους και Πενεμπέικερ, η Λιζ Λε Κοντ, σκηνοθέτρια του Wooster Group, βάζει τους ηθοποιούς να μιλούν ταυτόχρονα με τα πρόσωπα στην οθόνη, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στο ιστορικό και στο σκηνοθετημένο γεγονός. Στη ροή παρεμβάλλονται επίσης οπτικά και ηχητικά αποσπάσματα, που συνδέονται συνειρμικά με τα λεγόμενα: π.χ. όταν ο Μέιλερ και η Γκριρ αρχίζουν να διαφωνούν, εμφανίζεται στο βάθος ένα βίντεο με δύο άνδρες που παλεύουν. Την ίδια στιγμή οι δύο ηθοποιοί ανταλλάσσουν χαστούκια επί σκηνής.
Αυτού του είδους η «συνομιλία» μεταξύ κινηματογραφημένη εικόνας και «πραγματικότητας» είναι τυπική της μεθόδου με την οποία εργάζεται ο θίασος εδώ και δεκαετίες, οραματιζόμενος ένα θέατρο για την ψηφιακή εποχή, το οποίο εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της τεχνολογίας και τις τοποθετεί στην υπηρεσία της θεατρικής αφήγησης.

Η ομάδα ιδρύθηκε το 1975 στη Νέα Υόρκη από καλλιτέχνες ποικίλων καταβολών (τηλεόραση, παραγωγή, μουσική, αρχιτεκτονική). Οι παραστάσεις τους, ειδικά εκείνα τα χρόνια, θεωρούνταν ό,τι πιο πρωτοποριακό είχε να επιδείξει το αμερικανικό θέατρο, και οι μελετητές διέκριναν στη δουλειά της Λε Κοντ και των συνεργατών της την ενσάρκωση των πιο τολμηρών νέων θεωριών αναπαράστασης στη σύγχρονη εποχή, όταν οι έννοιες «σημαίνον» και «σημαινόμενο» έχουν πλέον χάσει την παραδοσιακή σημασία τους. Ολα αυτά φυσικά δεν επετεύχθησαν χωρίς αντιδράσεις.

Το 1984 το Wooster Group έλαβε ένα εξώδικο από τους δικηγόρους του Αρθουρ Μίλερ, που δήλωνε τη δυσαρέσκεια του συγγραφέα για τη χρήση αποσπάσματος από το έργο «Οι μάγισσες του Σάλεμ» στην παράσταση του Wooster με τίτλο «LSD (…Just the High Points…)». Τον περασμένο Ιανουάριο προκλήθηκε πάλι διαμάχη, μεταξύ της ομάδας και των διαχειριστών των δικαιωμάτων των έργων του Χάρολντ Πίντερ, το «Δωμάτιο» του οποίου είχε ανεβάσει ο θίασος στην Αμερική.

Η κλόουν με τη σφυρίχτρα
Και παρ’ όλο που το έργο επικεντρώνεται στις αντικρουόμενες θέσεις του Νόρμαν Μέιλερ και της Ζερμέιν Γκριρ, η κεντρική φιγούρα είναι η Τζόνστον. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης στο Δημαρχείο, η συγγραφέας προσπαθεί –και αποτυγχάνει –να εκτονώσει την ένταση κάνοντας αστεία σχόλια. Η κωμική πνοή της δεν εκτιμάται δεόντως και αδυνατεί να κατευνάσει τόσο το σοβινιστικό μένος του Μέιλερ όσο και την εμμονή των γυναικών συνομιλητριών του. Οταν ξεσπάει χαμός στην αίθουσα, η Τζόνστον βγάζει μια σφυρίχτρα διαιτητή και αρχίζει να σφυρίζει. Ο Μέιλερ της φωνάζει «Ε, φαντασμένη (σ.σ.: «cunty»), δέχομαι απειλές σε όλη μου τη ζωή, οπότε χαλάρωσε».
Αυτή η αίσθηση του outsider που εκπέμπει η Τζόνστον είναι που προσέλκυσε τη Λε Κοντ στην ιστορία. «Ολοι οι άλλοι ήταν διανοούμενοι κι εκείνη δεν ήταν» λέει η 72χρονη σκηνοθέτρια… «ήταν κριτικός και πλακατζού». Στα μάτια της Λε Κοντ, η «αναρχία» της Τζόνστον έφερε κάτι από το καλλιτεχνικό κίνημα Fluxus και από τα χάπενινγκ της πόλης στα τέλη της δεκαετίας του ’60 –τα γεγονότα δηλαδή τα οποία η κριτικός κάλυπτε ως δημοσιογράφος στη θρυλική εφημερίδα «The Village Voice».
H παράσταση «The Town Hall Affair»εστιάζει στη σατιρική παρουσία της Τζόνστον ως έμμεσο σχόλιο για τον παραλογισμό που συνοδεύει συχνά τις προσπάθειες κατηγοριοποίησης των φύλων. «Επενδύοντας χρόνο και τεχνολογία στον κλοουνίστικο ρόλο της Τζόνστον, το έργο αποφεύγει την τακτοποίηση του κινήματος απελευθέρωσης των γυναικών σε βολικά κουτάκια. Κοιτάζοντας μέσα από το τεχνολογικό θηριοτροφείο του Wooster Group, μπορούμε να παρατηρήσουμε τη μάχη των φύλων πολύ πιο καθαρά» σημειώνει εύστοχα η κριτικός του σάιτ hyperallergic.com.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ