Παρά τον δυνατό ήλιο, η φύση έχει κάτι το μετα-αποκαλυπτικό με την γκρίζα απόχρωση της άμμου, τα απόκρημνα βουνά στο φόντο, την απόλυτη ερημιά του τοπίου, τη συννεφιά που συχνά ακολουθείται από καταρρακτώδεις βροχές.

Είναι η μυστηριώδης ομορφιά των Καναρίων Νήσων της Ισπανίας, εκεί όπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Ζορζ Λοτνέρ γύρισε τον «Δρόμο για τη Σαλίνα» («La route de Salina»), τη γαλλοϊταλικής συμπαραγωγής ταινία με την οποία κλείνουμε την εφετινή αυγουστιάτικη σειρά χαρακτηριστικών Summer Movies από τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Απολύτως εναρμονισμένη μέσα στη θολούρα και την τάση για φυγή και την ανεμελιά της εποχής των «παιδιών των λουλουδιών», αυτή η ταινία είναι το χρονικό μιας πάρα πολύ παράξενης ερωτικής ιστορίας μυστηρίου, που όπως σημειώθηκε από κάποιους, ενίοτε θυμίζει πολύ «πειραγμένη» εκδοχή του κλασικού μυθιστορήματος «Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δυο φορές» του Τζέιμς Μ. Κέιν, που ούτως ή άλλως ήταν από μόνο του «πειραγμένο».

Οπως συμβαίνει συχνά με πολλές ταινίες μυστηρίου, ο «Δρόμος για τη Σαλίνα» αρχίζει από το τέλος. Οδηγώντας ένα τεράστιο, κίτρινο αυτοκίνητο ένας νεαρός άνδρας, μούσκεμα από τη βροχή και με πανικόβλητο βλέμμα, καταλήγει σε κάποιο αστυνομικό τμήμα. Από εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται σε φλας μπακ και με δική του αφήγηση η ιστορία του, οπότε μαθαίνουμε ότι ο άνδρας, το όνομα του οποίου είναι Τζόνας, περιπλανώμενος στον δρόμο για τη Σαλίνα, είχε καταλήξει σε ένα μοτέλ και βενζινάδικο στη μέση του πουθενά. Εκεί θα αναπτυχθεί το κυρίως σώμα της ιστορίας, βασικά πρόσωπα της οποίας θα είναι ο Τζόνας, η Μάρα, ιδιοκτήτρια του μοτέλ, και η νεαρή κόρη της Μπίλι. Η Μάρα πιστεύει ότι ο Τζόνας είναι ο γιος της Ρόκι, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια είχε εξαφανιστεί. Εκμεταλλευόμενος τον προφανή ψυχικό κλονισμό της Μάρα, ο Τζόνας αποφασίζει να μείνει στο μοτέλ, ακόμη και όταν μαθαίνει από τον Γουόρεν, τον καλύτερο φίλο της Μάρα, ότι η τελευταία έχει την τάση να μπερδεύει ξένους νέους με τον γιο της. Μόνο που τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα για όλους όταν στο προσκήνιο μπαίνει η κόρη της Μάρα, η Μπίλι, η οποία ενώ δεν επιτρέπει στον Τζόνας να καταλάβει αν τον θεωρεί ή όχι αδελφό της, φλερτάρει μαζί του προκαλώντας δυσφορία τόσο στη μητέρα της όσο και στον φίλο της. Γιατί όλοι ακολουθούν αυτό το μυστηριώδες παιχνίδι αλλαγής ταυτότητας εφόσον είναι φανερό ότι ο Τζόνας δεν είναι ο Ρόκι; Και για ποιον λόγο τελικά ο Ρόκι εξαφανίστηκε;

Παρεξηγημένος σκηνοθέτης
Παρότι παραγωγικότατος, ο Ζορζ Λοτνέρ, που πέθανε το 2013 σε ηλικία 87 ετών, ήταν ένας σκηνοθέτης λαϊκών ταινιών παντός είδους, κυρίως αστυνομικών περιπετειών που είχαν τεράστια άνθηση στις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980, όπως «Οι τέσσερις της κατασκοπείας» (1960) με τη Ζιλιέτ Μαρνέλ, ο «Μπαρμπούζ σε μυστική αποστολή» με τον Λίνο Βεντούρα, «Το μεγάλο κόλπο της Κυανής Ακτής», επίσης με τον Βεντούρα, και αρκετές ταινίες με τον Αλέν Ντελόν και τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, ανάμεσα στις οποίες ο «Ωραίος, σκληρός και αδίστακτος», ο «Μάγκας με τα 1.000 πρόσωπα» και ο «Επαγγελματίας» .
Κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις ταινίες βρέθηκε να σκηνοθετεί και το σχετικά άγνωστο pulp μυθιστόρημα «Sur la route de Salina» του Μορίς Κουρί που δεν είναι γνωστός στη χώρα μας, με την εξαίρεση, ίσως, του συλλογικά γραμμένου βιβλίου «Η μαύρη βίβλος του καπιταλισμού» που ο Κιουρί συνυπέγραψε με τον Ζιλ Περό, τον Ζαν Σιρέ-Κανάλ κ.ά.

«Δεν επιδίωξα ποτέ τη δόξα, τη διεθνή φήμη ή τη δημιουργία αριστουργημάτων αλλά δημοφιλών ταινιών με στόχο να ψυχαγωγήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους»
θα έλεγε αργότερα ο Λοτνέρ. «Με τους πιστούς συνεργάτες μου και το πάθος μου φτιάχναμε ταινίες μέσα σε πολύ σύντομα, χρονικά διαστήματα. Φαίνεται όμως ότι στο πέρασμα του χρόνου οι εμπορικές ταινίες μου έχουν αποκτήσει μια διανοουμενίστικη εικόνα…». Ετσι εξηγείται άλλωστε και το αφιέρωμα στον Λοτνέρ που έκανε το φεστιβάλ των Καννών το 2012, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ είχε δηλώσει ότι οι ταινίες του Λοτνέρ «έχουν γίνει μέρος της κινηματογραφικής κληρονομιάς» της Γαλλίας. Ως τότε καμία ταινία του Λοτνέρ δεν είχε προσκληθεί ποτέ στις Κάννες.
Χέιγουορθ και Κριστόφ
Το «Κορίτσι από τη Σαλίνα» δεν πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του, αν και απέσπασε μόνον αρνητικές κριτικές. Εμελλε όμως να γίνει και η πιο cult ταινία της καριέρας του σκηνοθέτη. Οι λόγοι είναι αρκετοί. Πρώτον, τα καταγάλανα νησιά των Καναρίων Νήσων αξιοποιούνται στο έπακρον από τον διευθυντή φωτογραφίας Μορίς Φέλοους όταν έρχεται η στιγμή των σκηνών γυμνού της ταινίας, όπου ο Ρόμπερτ Γουόκερ Τζούνιορ (γιος του ηθοποιού Ρόμπερτ Γουόκερ) που υποδύεται τον Τζόνας και η Μίμσι Φάρμερ στον ρόλο της Μπίλι τρέχουν ανέμελα στην ερημική παραλία για να ζήσουν τον εκ των προτέρων (και εκ των πραγμάτων) καταδικασμένο εις θάνατον έρωτά τους.
Υστερα είναι το γεγονός της γερασμένης αλλά πάντα επιβλητικής Ρίτα Χέιγουορθ που κρατά τον ρόλο της Μάρα. Η θρυλική «Τζίλντα» δίνει τον τόνο μιας σέξι υστερίας της ταινίας όπου κάνει μια από τις τελευταίες κινηματογραφικές εμφανίσεις (ακολούθησε η ταινία «Η οργή του θεού» το 1972 και από τότε, ως τον θάνατό της το 1987, απομακρύνθηκε πλήρως από τη σόουμπιζ, βυθισμένη στην κατάθλιψη και το αλκοόλ).
Και, τέλος, η μουσική της ταινίας, γραμμένη από τον Κριστόφ, τους Clinic και τον Μπερνάρ Ζεράρ, ένα τραγούδι του οποίου, το «Bourrée», τραγουδά ο Ιαν Αντερσον των Jethro Tull. Η ποπ ψυχεδέλεια στο φόρτε της αλλά και μια τεράστια επιτυχία, που στα μπλουζ των πάρτι της δεκαετίας του ’70 και του ’80 ήταν το απόλυτο must. Πρόκειται για το τραγούδι «The girl from Salina» του Κριστόφ, ενός θρύλου της γαλλικής ποπ μουσικής, ο οποίος μάλιστα εξακολουθεί να προκαλεί θόρυβο αφού η περιοδεία που ετοιμάζει τον Ιανουάριο του 2017 στη Γαλλία έχει ήδη προκαλέσει πάταγο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ