Μια στάση στην περιοδεία του «Πλούτου» του Αριστοφάνη, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τους Γιώργο Κιμούλη και Γιάννη Μπέζο εφέτος το καλοκαίρι, μας έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουμε για όσα σκέφτεται, για όσα συνέβησαν και για όσα θα έλθουν. Προτού καν αρχίσουν οι ερωτήσεις, ο Πέτρος Φιλιππίδης άρχισε να ξετυλίγει τις σκέψεις του και να ζεσταίνει την κουβέντα μας. «Αρχίζω να σκέφτομαι να συνεργαστώ με κάποιον ξένο σκηνοθέτη. Είμαι σε αυτή τη φάση. Με ενδιαφέρει πολύ όλο αυτό. Ξέρεις, είναι στο μυαλό μου και ένα σπουδαίο έργο και θα ήθελα να μπω στη ρότα των μεγάλων ρόλων».
Πώς θα ορίζατε λοιπόν τη φάση στην οποία βρίσκεστε υποκριτικά;
«Δεν έχω κάποιον ορισμό. Ούτε για το πριν αλλά ούτε και για το μετά. Πάντα κινούμαι με βάση αυτά που ορίζουν την εσωτερική καλλιτεχνική ανάγκη μου. Νομίζω ότι είναι μια πολύ καλή στιγμή να παίξω κάποιους ρόλους, να κάνω κάποια έργα, πάντα, και αυτό το λέω πολλά χρόνια τώρα, με συνεργασίες. Οχι να κάνω το έργο και τον ρόλο για να το κάνω. Δεν φτιάχνω βιογραφικό. Δεν με ενδιαφέρει αυτό αλλά η ουσία των πραγμάτων, η ουσία του θεάτρου. Η δημιουργία, δηλαδή, ο τοκετός».
Η πορεία σας ουσιαστικά περνάει από τη μία φάση στην άλλη, σαν εξέλιξη, σαν ωρίμανση;
«Ναι. Δεν θα το έλεγα εξέλιξη αλλά ωρίμανση και ωριμότητα. Δεν τη βλέπω μόνο σε εμένα αυτή τη στιγμή, είναι στη ζωή του καλλιτέχνη γενικότερα. Στη ζωή ενός ηθοποιού η περίοδος που αρχίζει στα τέλη των 40 και στις αρχές των 50 είναι μια πολύ δημιουργική φάση, την οποία διακρίνει μια υποκριτική ωριμότητα».
Και οι μεγάλοι ρόλοι αυτή την ηλικία δεν έχουν;
«Ναι, εκεί περίπου είναι. ‘Η να το πούμε κι αλλιώς, είναι κάποιοι ρόλοι που έχουν μικρότερη ηλικία αλλά επειδή απαιτούν ιδιαίτερη υποκριτική εμπειρία παίζονται από ηθοποιούς άνω των 45».
Η ανάγκη για αυτούς τους ρόλους ήρθε με το πέρασμα του χρόνου ή υπήρχε και απλά περιμένατε να ωριμάσετε;
«Για να είμαι ειλικρινής, πάντα ένιωθα έτοιμος υποκριτικά. Είναι λίγο προκλητικό αυτό, αλλά στην ηλικία μου πρέπει να λέω αυτά που αισθάνομαι, αυτά που νιώθω και κυρίως την αλήθεια. Υποκριτικά λοιπόν ένιωθα πάντα έτοιμος. Δεν αισθανόμουν ότι μπορεί αυτό να το αποδεχθεί το κοινό και ο χώρος. Θα μου πείτε, έτσι προχωράει κανείς; Δεν ξέρω πώς προχωράει κανείς, λέω απλά τι σκεφτόμουν εγώ. Οπως αποδεικνύεται, όμως, μάλλον σωστά σκεφτόμουν ως τώρα. Απλά ζούμε σε μια χώρα η οποία ζει με πολλά στεγανά και με πολλά στερεότυπα. Δύσκολα ξεφεύγει από αυτά και από την ασφάλεια της ταμπέλας της. Αυτό το βλέπουμε παντού. Σε όλες τις εκφάνσεις και όλες τις λειτουργίες: κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά. Δεν αρέσει στους Ελληνες να τους ταράζεις τα νερά τόσο έντονα και τόσο απότομα. Εγώ προσωπικά δεν το κάνω απότομα. Εχω μια πορεία η οποία δεν έχει κάνει απότομες κινήσεις. Η Ελλάδα είναι όμως μια χώρα που της αρέσει η ταμπέλα. Δεν ξέρω γιατί».
Σας εμπόδισε αυτό εσάς;
«Οχι. Πάντα εμείς οι ίδιοι είμαστε που ξεκινάμε ή σταματάμε. Θυμάμαι παλιότερα, όχι τώρα που γνωριζόμαστε τόσο καλά με τον Γιώργο Κιμούλη, είχε πει μια κουβέντα που ο ίδιος μπορεί να μην τη θυμάται, αλλά εγώ τη θυμάμαι πολύ καλά: Αν περιμένεις να σου δώσει κάποιος την άδεια για να κάνεις κάτι, θα πεθάνεις περιμένοντας. Συμβουλές δεν δίνω ποτέ, οπότε λέω απλά ότι είναι μια καλή ρήση για το πώς μπορεί να στέκεται κάποιος απέναντι στη δουλειά του, στην καριέρα του. Δεν χρειάζεται να περιμένεις. Σκέφτομαι ότι έχω χάσει ρόλους και δεν το λέω με παράπονο, είμαι ευτυχής. Βλέπω όμως νεότερους συναδέλφους και με πολύ λιγότερα προσόντα να έχουν παίξει τραγωδίες, κωμωδίες, ρόλους. Μέτρια μεν, αλλά αναρωτιέσαι: Εσύ πού είσαι, ρε παιδί μου; Ας δοκίμαζες κι ας αποτύχεις. Στο κάτω-κάτω, αν κάποιος έχει κάποιο ταλέντο κι αν… Να, βλέπετε, διστάζω, αυτολογοκρίνομαι. Εχω ακούσει τόσο πολλά στη ζωή μου».
Οντως έχετε ακούσει αλλά δεν φαίνεται να σας σταμάτησαν…
«Αν το έκανα, θα έπρεπε να κάτσω σπίτι μου. Η αλήθεια είναι ότι το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Οχι επειδή μασάω, αλλά επειδή δεν μπορώ τη βλακεία, την αχαριστία και τη μετριότητα. Οχι από ανικανότητα, αδυναμία και ηττοπάθεια αλλά για αυτά που σας είπα. Δεν έκανα σε κανέναν τη χάρη και συνεχίζω. Και νομίζω ότι όλα καλά θα πάνε. Εχω ωραία πράγματα μπροστά μου και έχω πολύ κέφι».
Εχετε τον κόσμο μαζί σας;
«Ναι, και νομίζω ότι το πιο δυνατό κομμάτι ενός καλλιτέχνη είναι αυτό. Ο λόγος για τον οποίο μπορεί να πολεμάει κανείς είναι αυτός και το λέω όχι ειδικά για μένα αλλά για κάθε καλλιτέχνη. Οπως μου έχει αποδειχθεί μετά από πολλά χρόνια, το χρήμα πολλοί εμίσησαν αλλά τη δόξα ουδείς, όπως λένε. Εγώ θα έλεγα και τα δύο. Ζούμε σε εποχές που θέλουν και τα δύο οι άνθρωποι».
Αυτό είναι καλό ή κακό;
«Αυτό θα το κρίνει ο καθένας στον απολογισμό του. Ας αποφασίσει τι θέλει ο καθένας. Εγώ θέλω την ουσία. Αυτό λοιπόν που ενοχλεί είναι η αγάπη μαζί με την εκτίμηση του κόσμου. Είναι αυτό που συνήθως οι μέτριοι δεν μπορούν να έχουν. Εκεί είναι που σκυλιάζουν και τρελαίνονται οι άνθρωποι. Και επειδή δεν μπορούν να το αποκτήσουν διά της ευθείας οδού προσπαθούν διά της πλαγίας».
Και ποια είναι αυτή;
«Με πολλή διαφήμιση, με πλύση εγκεφάλου, οργανώνοντας κάποια μικροσυστήματα τα οποία επιβάλλουν και επιβάλλονται. Είναι μια διαδικασία που γίνεται και η οποία εμένα μου έχει αποδειχθεί ότι δεν λειτουργεί και δεν λειτουργεί στον πολύ κόσμο. Ο πολύς κόσμος δεν επηρεάζεται τόσο εύκολα. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Πριν από κάποια χρόνια δεν δούλεψα το καλοκαίρι και ζήτησα από τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ να δω όσο περισσότερα μπορούσα. Διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι που κινούνται σε αυτόν τον χώρο, λένε, γράφουν, αποφασίζουν, είναι κοινό και ειδικοί περίπου πέντε χιλιάδες. Μετά την πέμπτη φορά αρχίζεις και χαιρετιέσαι, είναι σαν ένα μεγάλο χωριό. Αυτό είναι».
Εσείς νιώσατε ποτέ κομμάτι κάποιου συστήματος;
«Ποτέ. Οχι μόνο δεν ένιωσα, δεν υπήρξα».
Ευχαριστημένος από την πορεία του «Πλούτου»;
«Πολύ. Πάρα πολύ. Εχουμε κάνει, πιστεύω, μια σπουδαία παράσταση και ευτυχώς μπορώ να το πω γιατί ούτε σκηνοθετώ ούτε έκανα τη διασκευή. Αν και πάλι θα το έλεγα! (γέλια) Πιστεύω ότι όλα ξεκίνησαν από τη διασκευή του Γιώργου Κιμούλη και εν συνεχεία τη σκηνοθεσία. Ούτως ή άλλως η διασκευή οδηγεί και τη σκηνοθεσία. Ο Γιώργος συνεργάστηκε μαζί μας, μας ρώτησε, όμως εμείς δεν διαφωνήσαμε σε κάτι. Το κάναμε με πολλή όρεξη και το αποτέλεσμα είναι ενθουσιαστικό και ενθουσιώδες. Εχουμε κάνει μια σπουδαία παράσταση και κάνει και τεράστια εμπορική επιτυχία».
Πόσο δύσκολο είναι να συνεργαστούν τρεις μεγάλοι ηθοποιοί υπό τις οδηγίες ενός;
«Ακριβώς επειδή όλοι είναι ηθοποιοί, πολύ εύκολα. Για να μην κάνουμε συνέχεια τους καλούς, και αντίρρηση να έχεις τη λες. Αλλά η αντίρρηση είναι δημιουργική και διατυπώνεται όπως πρέπει. Ομως τα είχαμε συζητήσει από την αρχή και είμαστε σύμφωνοι, είμαστε ενθουσιασμένοι. Πολύ πιο εύκολα συναντιέσαι με κάποιον που έχει πείρα και παρουσία στο θέατρο. Κοιταζόμαστε στα μάτια και έχουμε συνεννοηθεί. Επιπλέον υπάρχει πολύ μεγάλη χαρά. Εχει αποδειχθεί πως όλη αυτή η χαρά προκύπτει από το σύνολο και κανείς δεν ακυρώνει τον άλλον».
Και στην τηλεόραση το ίδιο ισχύει; Ετσι λειτουργήσατε στο «Your face sounds familiar» με τον Σταμάτη Φασουλή;
«Ναι. Κανείς δεν μας είπε τι να κάνουμε, ούτε μας οδήγησε κατά κάποιον τρόπο. Μας άφησαν εντελώς ελεύθερους. Μας άκουσαν και μας στήριξαν. Δεν είναι ανάγκη να κάνεις ίντριγκα για να έχει κάτι ενδιαφέρον ή για να κάνει νούμερα. Γίνεται και με άλλους τρόπους. Ημασταν όσο μπορούσαμε ο εαυτός μας, με το προσωπικό μας χιούμορ και με την προσωπική μας αισθητική και δώσαμε ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε. Εμεινα πολύ ευχαριστημένος. Το έλεγα από την αρχή. Υπήρξε μια δυσπιστία όταν έλεγα ότι το κάνω με πολύ κέφι. Επιπλέον όταν εγώ αποφασίσω να κάνω κάτι, θα προσπαθήσω να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ, δεν θα προσπαθήσω να το ακυρώσω ή να το δυναμιτίσω. Πέρασα πάρα πολύ καλά. Δεν έχασα κάτι και σε σχέση με το θέατρο».
Θα ξανακάνετε τηλεόραση;
«Γίνεται κάποια συζήτηση αλλά δεν έχει προκύψει κάτι σίγουρο ακόμη».
Πώς σας φαίνεται όλο αυτό που γίνεται με τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών;
«Αυτό που με στεναχωρεί είναι η κατάσταση με το Mega. Εκεί έχω κάνει τις περισσότερες και μεγαλύτερες επιτυχίες μου. Η αλήθεια είναι ότι πλήρη άποψη για τις άδειες δεν μπορώ να έχω γιατί δεν κατέχω πλήρως το θέμα. Οποιος το κάνει και δεν το ξέρει εκτίθεται. Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη».
Τι θα κάνετε την επόμενη σεζόν;
«Θα ανεβάσω στο Μουσούρη την παράσταση του έργου «Και τώρα οι δυο μας» με τη Λυδία Κονιόρδου και εν συνεχεία τον «Αμερικάνικο βούβαλο» και ετοιμάζομαι για το επόμενο καλοκαίρι. Θέλω να κάνω μεγάλα έργα και μεγάλους ρόλους, πάντα με συνεργασίες. Σκέφτομαι και συνεργασίες με ξένους σκηνοθέτες. Πιστεύω ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι πολύ δυνατή. Ψάχνομαι πολύ. Δεν είναι κακό να ονειρεύεσαι και να επιθυμείς».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ