Για πολλές ημέρες ήταν το μεγάλο θέμα στο Βιβάρι. Και όχι μόνο στο Βιβάρι, αλλά σε πολλά γύρω χωριά της πανέμορφης Αργολίδας. Ο Μάκης θα τραγουδούσε στο Βιβάρι. Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος εννοείται. Ενας από τους πιο γνήσιους εκπροσώπους του hard ελληνικού λαϊκού ρεπερτορίου, Ελληνας Τσιγγάνος εξ Αμαλιάδος, θα ήταν για λίγες ώρες το αστέρι του πατροπαράδοτου πανηγυριού στο Βιβάρι. Δεν είναι και λίγο.
Πολύ πριν από τη βραδιά του πανηγυριού, την Τρίτη 19 Ιουλίου, η ατμόσφαιρα είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνεται: μίνι αφίσες στόλιζαν διάφορα σημεία της Αργολίδας –έβλεπες την εικόνα του Μάκη (και του εγγονού του, Μάκη Junior που θα τον συνόδευε στο πανηγύρι) σε κολόνες της ΔΕΗ, σε βιτρίνες καταστημάτων, σε μανάβικα, σε φούρνους, σε ψησταριές, σε καφενεία. Παντού Μάκης! Στο Δρέπανο, στο Τολό, στην Κάντια, στην Πουλακίδα, στην Αγία Τριάδα, στο Αιτωλικό. Στην Εθνική οδό. Τα αγροτικά με τα μεγάφωνα ανακοίνωναν το event κάνοντας ατελείωτες βόλτες στα χωριά της περιοχής, καθώς επίσης στο Ναύπλιο, ενδεχομένως και στο Αργος.
Στο Ναύπλιο άλλωστε βρισκόταν αν όχι η βάση, σίγουρα η καρδιά της όλης «επιχείρησης». Ο εγκέφαλος αυτής της βραδιάς, για την οποία μπορώ με πάσα βεβαιότητα να πω ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να στηθεί, λέγεται Γιώργος Μπουζαλάς και είναι ο σχετικά νέος αντιδήμαρχος Ναυπλίου, άνθρωπος, εξ όσων έμαθα αργότερα από τους ντόπιους, εξαιρετικών ικανοτήτων σε πολλούς τομείς. Βεβαίως το γεγονός ότι κατάγεται από το Βιβάρι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο για την επιτυχία του πανηγυριού, διότι ο κ. Μπουζαλάς πονά τον τόπο του και προσπαθεί για το καλύτερο δουλεύοντας ασταμάτητα και ακούραστα.
Πολύχρωμη εμπειρία


Καθότι η τελευταία φορά που είχα βρεθεί σε πανηγύρι χωριού ήταν πίσω στη δεκαετία του 1980, στην Τσαγκαράδα του Πηλίου (και εκείνο χωρίς σταρ και με τοπικές μελωδίες και τραγούδια), ήμουν αποφασισμένος να μη χάσω την ευκαιρία αυτής της εμπειρίας. Και ήταν όντως μια εμπειρία με πολύ ιδιαίτερα χρώματα, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της.
Αφιξη κατά τις 21.00, όταν είχε πια βραδιάσει. Ο συναυλιακός χώρος απελπιστικά άδειος, σε σημείο που απορούσες για το αν θα έρθει ή όχι κόσμος. Στο αχανές χωράφι των τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων, εκατοντάδες τραπέζια και χιλιάδες άδειες καρέκλες. Οι χασάπηδες στην είσοδο σε φάση προετοιμασίας. Δεκάδες γουρνοπούλες θα κατέληγαν στα χάρτινα κουτιά και από εκεί στα στομάχια των επισκεπτών.
Σκέφτηκα να πάω όσο το δυνατόν πιο μπροστά, σε ένα μικρό σχετικά τραπέζι, καθότι η παρέα μου θα ήταν τετραμελής. Κάθισα. Και με σήκωσαν άρον-άρον. «Το τραπέζι είναι ρεζερβέ, κύριος». Δηλαδή ποιο «το»; Τα τραπέζια! Ολα σχεδόν τα τραπέζια, πλην ορισμένων στο βάθος, είχαν λωρίδες κολλητικής ταινίας όπου αναγραφόταν κάποιο όνομα. Τα περισσότερα ήταν για παρέες δέκα-δώδεκα ατόμων. Και τελικά, όλα θα γέμιζαν.
Ενας από τους υπευθύνους χωροταξίας μάς βρήκε ένα τραπέζι ούτε πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά στην πίστα και αισθανθήκαμε πραγματικά πάρα πολύ τυχεροί.
Λίγο αργότερα ο κεντρικός υπεύθυνος της χωροταξίας με τα νεύρα τσατάλια θα έβγαζε φωνάζοντας στους υπαλλήλους κάποιες λωρίδες κρατημένων τραπεζιών αντικαθιστώντας τα ονόματα. Τα γνωστά ευτράπελα που σημειώνονται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν θα μπορούσαν να λείψουν από το πανηγύρι στο Βιβάρι.
Εν τω μεταξύ ακριβώς δίπλα στο χωράφι της συναυλίας βρίσκεται η εκκλησία του χωριού, η οποία τυγχάνει να είναι του Προφήτη Ηλία. Ως γνωστόν ο εορτασμός του Προφήτη Ηλία είναι την επομένη, 20 Ιουλίου. Ηταν λοιπόν κάπως παράξενο να ακούς τον Εσπερινό την ώρα που στο χωράφι γίνονταν οι προετοιμασίες για το πανηγύρι…
Κέρδη και αισχροκέρδεια


Με ή χωρίς τραγούδι, πανηγύρι σημαίνει αγορά από μικροπωλητές και πράγματι οι πάγκοι των μικροπωλητών ήταν από νωρίς στημένοι στην απέναντι από την πίστα πλευρά του χώρου. Φτηνά παιχνίδια, φο μπιζού, μαλλί της γριάς, πάγκοι με γλειφιτζούρια, παστέλια και άλλα γλυκά, μια λαμπερή χρωματική πανδαισία περιτυλιγμένη από neon φωτισμό που τελικά, παρά το κιτς της όλης κατάστασης, σου έφτιαχνε τη διάθεση.
Δίπλα στην πίστα, μια γιγαντοοθόνη έπαιζε διαφημιστικά σποτ επιχειρήσεων σχετικών με την Αργολίδα, ενώ από πολύ νωρίς οι υπάλληλοι του εστιατορίου Διαμαντόπουλος, από το οποίο γινόταν η τροφοδοσία, περιφέρονταν στα τραπέζια κουβαλώντας κουβάδες με αναψυκτικά. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια μικρή σημείωση για αισχροκέρδεια. Μια σόδα που από το διπλανό mini market την αγόραζες 60 λεπτά, στο πανηγύρι τη χρέωναν 2,50 ευρώ! Αλλά όπως μου είπε (και προς τιμήν του) ο καταστηματάρχης, «άλλο η τιμή στο mini market και άλλο στο πανηγύρι».
Εν τω μεταξύ η ώρα περνούσε αλλά ο Μάκης άφαντος. Βρισκόταν βέβαια ήδη εκεί (ορισμένες κυρίες δεν έχασαν την ευκαιρία για φωτογραφίες και selfies) αλλά ένας παράγοντας του Ναυπλίου, έμπειρος σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, μου είπε να μην τον περιμένουμε πριν από τη 1.00. Τελικά θα έπεφτε μέσα.
Η τετραμελής μπάντα είχε αρχίσει από νωρίς να πειραματίζεται με τζαζ – ροκ ήχους, οπότε για λίγο βρέθηκα περισσότερο στο μουσικό στοιχείο μου. Πρώτος στην πίστα και ενώ ο κόσμος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να γεμίζει τον χώρο, ο Μάκης Junior, το εγγόνι του Μάκη Senior. Πανικός στο κοινό, λες και είχε βγει ο παππούς του!
Η «ουρά» της γουρνοπούλας


Με την άφιξη του Μάκη Junior το κέφι άρχισε να ανάβει, όπως άναψαν και οι μπαλτάδες των χασάπηδων στην είσοδο από τα χτυπήματα στις γουρνοπούλες που έρχονταν η μία μετά την άλλη, καθότι έφευγαν σε χρόνο μηδέν! Ο γηραιότερος και εμπειρότερος χασάπης, στην ποδιά του οποίου διάβαζες The Lord of The Grill (με τον ίδιο λογότυπο του The Lord of The Rings), προειδοποιούσε τον κόσμο να μην κάθεται κοντά στο κόψιμο του κρέατος. Oχι τόσο επειδή υπήρχε ο φόβος ο μπαλτάς να του φύγει από τα χέρια αλλά επειδή τα λιπώδη «θραύσματα» που εκτινάσσονταν σαν σφαίρες μπορούσαν να λεκιάσουν άσχημα τους πελάτες.
Η ουρά για γουρνοπούλα ήταν μεγάλη και σου έδινε την εντύπωση ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Φυσικά ο κόσμος δεν ήταν λίγος. Περί τα 3.000 άτομα ήταν ένας πρώτος, πρόχειρος υπολογισμός από τον Γ. Μπουζαλά, νούμερο καλό λαμβανομένου υπόψη ότι οι καρέκλες ήταν 3.200 (σημειωτέον ο κόσμος στο Βιβάρι είναι κατά πολύ λιγότερος από 3.000 άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ήρθε από γύρω χωριά ή πόλεις).
Εν τω μεταξύ η ώρα περνούσε και ο Μάκης Senior ακόμη να βγει. Οχι ότι ο κόσμος ενοχλούνταν. Και η Εύα Κανέλλη που βγήκε μετά τον Μάκη Junior καλή ήταν. Μάλιστα, η εμφάνισή της έγινε εντελώς τυχαία, όπως μάθαμε αργότερα διά στόματος Μάκη Senior. Η κοπέλα παραθέριζε, λέει, στην περιοχή και όταν έμαθε ότι ο Χριστοδουλόπουλος θα τραγουδούσε ζήτησε η ίδια να εμφανιστεί λέγοντας ότι θα είναι τιμή της να τραγουδήσει στην ίδια πίστα μαζί του.
Η (μικρή) ώρα του Μάκη


Πήγε μεσάνυχτα και το σόλο κλαρίνο του Σταύρου Παζαρέντζη μάς προδιαθέτει: ήρθε η ώρα του Μάκη Χριστοδουλόπουλου. «Τσιφτετέλι με το καλησπέρα» λέω μέσα μου και περιμένω να δω επιτέλους τον Μάκη. Αμ δε! Ο Τάσος Μάλιος ήταν στη θέση του. Καλός κι αυτός για το είδος του αλλά όχι Μάκης. Ο Μάλιος έδωσε το έναυσμα για τον χορό μπροστά από την πίστα και ενώ στα πρώτα τραπέζια κορίτσια με καυτά σορτσάκια και μπλουζάκια που έγραφαν Route 66 CLU σερβίριζαν βότκα και ουίσκι με πάγο (σημειωτέον, εκεί δεν είχε πολύ κόσμο, διότι το αλκοόλ κοστίζει πολύ παραπάνω). Ο χώρος σείεται από στίχους του τύπου «είμαι παιδί του λιμανιού/ και ζω μες στο λιμάνι/ μα της αγάπης η φωτιά/ εμένα δεν με πιάνει».
Κάπως έτσι φτάνουμε στη 1 παρά κάτι και ναι, επιτέλους, στη στιγμή του Μάκη Χριστοδουλόπουλου. «Καλησπέρα στα Δίδυμα! Εχω μεγαλώσει εδώ ξέρετε!» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε και πολύς κόσμος αναρωτιόταν τι σχέση έχουν τα Δίδυμα. Προφανώς μέσα στο κέφι ο Μάκης είχε ξεχάσει πού… τραγουδά. Αλλά δεν είχε σημασία. Ο Μάκης είναι ο Μάκης.
Αν και κάπως κουρασμένος (είναι άλλωστε 78 χρονών), ήταν δραστήριος και υπερκινητικός. Σύντομα κατέβηκε από την πίστα, «η θέση μου δεν είναι ψηλά» είπε, «είναι ανάμεσα σ’ εσάς, τον κόσμο». Ομως αυτή η μη σχεδιασμένη κίνησή του είχε αμήχανα αποτελέσματα, διότι για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του πανηγυριού ο ήχος μικροφώνισε. Αλλά και πάλι, δεν είχε σημασία, τραγούδια του όπως το «Απορώ» του Γιάννη Πάριου και «Τα στέφανα» του Διονύση Σαββόπουλου ήταν αρκετά για να μερακλώσει ο κόσμος, να χορέψει, να ξεφαντώσει. Και στην πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς, ο Μάκης Senior ζήτησε από τον εγγονό του Μάκη Junior να βγει μαζί του στη σκηνή. «Είναι δικός μας, Χριστοδουλόπουλος» είπε και η υπερηφάνεια του παππού τσάκισε και ατσάλι, αφήνοντας μια αίσθηση τρυφερότητας στον επίλογο της βραδιάς.

Για το συμφέρον του χωριού
«Ο κόσμος με 50-60 ευρώ πάει στο πανηγύρι και γλεντά»
μου είπε ο Γ. Μπουζαλάς όταν τον ρώτησα αν γενικώς το πανηγύρι στην επαρχία ζει περίοδο ανάκαμψης. «Με τα ίδια λεφτά αν βγεις έξω δεν γλεντάς».
Οπως όλα τα πανηγύρια της ελληνικής επαρχίας, έτσι και το ετήσιο πανηγύρι στο Βιβάρι, που γίνεται υπό την αιγίδα του Εξωραϊστικού Συλλόγου Βιβαρίου, είναι ένας τοπικός θεσμός με φανατικούς υποστηρικτές. Ο συγκεκριμένος έχει πίσω του περίπου 20 χρόνια ιστορίας, όταν ο κ. Μπουζαλάς, ιδρυτικό μέλος του, ήταν ακόμη μαθητής της Α’ Γυμνασίου.
Εμαθε από πολύ νωρίς τη δουλειά και την αγάπησε. Για μερικά χρόνια το πανηγύρι σταμάτησε και, όταν αργότερα ο Μπουζαλάς πήρε το τιμόνι, το ενεργοποίησε από το μηδέν. Το πανηγύρι είναι όφελος του χωριού. Κάθε χρόνο όλα τα έσοδα πηγαίνουν στις ανάγκες του χωριού. Τα κέρδη αντιστοιχούν σε ομπρέλες για την παραλία, παγκάκια, καθαρισμό της παραλίας και των δρόμων, ανοίγματα μονοπατιών για πρόσβαση σε παραλίες και άλλες εργασίες για την αναβάθμιση του τόπου. Αυτό φάνηκε από την επόμενη κιόλας μέρας, όταν ξαναπήγα στο Βιβάρι και ο χώρος ήταν πεντακάθαρος.
Το ρίσκο πάντως για όλα αυτά δεν είναι μικρό. Αν, για παράδειγμα, το πανηγύρι ματαιωνόταν εξαιτίας μιας καιρικής κακοτυχίας, η ζημιά θα ήταν τεράστια και θα «χτυπούσε» την τσέπη του αντιδημάρχου. «Αν γίνει ζημιά, θα την πληρώσω εγώ» είπε ο κ. Μπουζαλάς. «Αν όμως υπάρξει κέρδος, το κερδίζει το χωριό. Κι αυτό έχει σημασία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ