Ενας οριζόντιος υδάτινος καθρέφτης με σπαθόχορτα ανάμεσα στα έλη, με ορίζοντα απόλυτης γλυκιάς ηρεμίας κάτω από τις απόμακρες Απουανές Αλπεις και διάσπαρτα χαμηλά σπίτια, μια εξοχή ουσιαστικά παρθένα και αυθεντική σε λίγα χιλιόμετρα απόσταση από το Βιαρέτζιο, είναι η λίμνη Μασατσιούκολι στο χωριό Τόρε ντελ Λάγκο κοντά στην παραθαλάσσια Τοσκάνη. Ενας τόπος με ιδιότυπη και ατμοσφαιρική υποβλητικότητα, μελαγχολικός και σιωπηλός, με γοητευτική ιστορία. Εδώ πράγματι πριν πάνω από έναν αιώνα είχαν βρει φιλόξενο καταφύγιο οι ιταλοί ζωγράφοι ενός νέου ρεαλισμού και νατουραλισμού του τέλους του 19ου αιώνα, σε κατάσταση φυγής από το πιεστικό περιβάλλον των πόλεων και σε αναζήτηση προσωπικής ελευθερίας σε παρθένες περιοχές, για την αφιέρωση στην αγαπητή καλλιτεχνική ενασχόληση, την τοπιογραφία.
Ηταν οι επίγονοι των Μακιαγιουόλι, των σπουδαίων ιταλών «ιμπρεσιονιστών» που από τα μέσα του 19ου αιώνα είχαν συμβάλει με τον εικαστικό ρεαλισμό τους στη δημιουργία μιας νέας αντιρομαντικής και αντιακαδημαϊκής παράδοσης, κοντά στα ιδεώδη του θετικισμού και του Ρισορτζιμέντο (του ιταλικού αγώνα για την ένωση της Ιταλίας). Δεν είναι σύμπτωση που οι Μακιαγιουόλι (Σιλβέστρο Λέγκα, Τζιοβάνι Φατόρι, Τελέμακο Σινιορίνι) είχαν βρει καταφύγιο στο ειδυλλιακό Καστιλιοντσέλο, λίγο νοτιότερα από το Τόρε ντελ Λάγκο, πάντα στην παραθαλάσσια Τοσκάνη. Τόποι λοιπόν σήμερα γεμάτοι καλλιτεχνική παράδοση, χάρη στα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά τους, μακριά από το πιεστικό βάρος της Φλωρεντίας και των άλλων κοντινών κέντρων της Αναγέννησης όπως η Πίζα και η Λούκα, που θα ανθήσουν στο «παρακμιακό» κλίμα του μακρού 19ου αιώνα και με πανταχού παρούσα την ηδυπαθή κουλτούρα του Λίμπερτι (της ιταλικής αρ νουβό). Το Τόρε ντελ Λάγκο θα γίνει στη συνέχεια τόπος διαμονής επιφανών δημιουργών, από τον Τζιοβάνι Πάσκολι ως τον Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο.
Η παρέα των μποέμ
Ποιοι ήταν οι «ζωγράφοι της λίμνης»; Ο Τομάζι, ο Γκαμπότζι, ο Πάνι, ο Νομελίνι, ο Φανέλι, ο Βιάνι, ο Κίνι, που έδιναν νέα ώθηση στη χρωματική δυναμική υπόσταση των έργων και όχι πλέον στη στέρεα αλλά ακαδημαϊκή σχεδιαστική δομή. Μακριά από την προσωπογραφία, που θεωρούσαν «εμπορική» δραστηριότητα, πραγματοποιούσαν τη δική τους μετάβαση στον 20ό αιώνα παράλληλα με μια διαβίωση γεμάτη παιγνιώδη ελευθερία με ποτό, χαρτιά και κυνήγι, γύρω από το ιστορικό Club la Bohème που δημιούργησαν το 1896 σε ένα αχυρόσπιτο πάνω στη λίμνη. Η παρέα αντλούσε το όνομα από τη νέα όπερα «Μποέμ» του Πουτσίνι που την ίδια χρονιά πρωτοπαρουσιαζόταν στο Βασιλικό Θέατρο στο Τορίνο.
Προς τι η αναφορά στον συνθέτη από την κοντινή Λούκα; Γιατί ο Τζιάκομο Πουτσίνι (1858-1924) υπήρξε η ψυχή όλης αυτής της εμπειρίας, το κεντρικό σημείο αναφοράς της παρέας των ζωγράφων και η αδιαμφισβήτητα πιο επιβλητική παρουσία στη λίμνη του Τόρε ντελ Λάγκο. Ο ιταλός συνθέτης, μετά τις σπουδές στο Μιλάνο με τον Αμίλκαρε Πονκιέλι και τις πρώτες εμπειρίες του στη μουσική σύνθεση, αποφάσιζε να μετακινηθεί στη Μασατσιούκολι χτίζοντας το 1890 το σπίτι του πάνω στην αγαπημένη λίμνη. Εκεί, σε ένα ήρεμο, φυσικό και εμπνευσμένο περιβάλλον που ευνοούσε την απλή διαβίωση και συμπορευόταν με τον ουσιαστικά εσωστρεφή χαρακτήρα του (παρά τις πολυάριθμες αισθηματικές εμπειρίες της περιπετειώδους από αυτή την άποψη ζωής του), ο Πουτσίνι θα ολοκληρώσει τη σύνθεση διάσημων έργων όπως η «Μανόν Λεσκό» (1893), η «Μποέμ» (1896), η «Τόσκα» (1900), η «Μαντάμ Μπατερφλάι» (1904) και «Το κορίτσι της Δύσης» (1910).
Ο μύθος του Πουτσίνι


Ο Πουτσίνι δημιουργούσε έτσι τον προσωπικό μύθο του στις όχθες της λίμνης, παράλληλα με την τελευταία ανανέωση της όπερας μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, σε μια περίοδο κρίσης του είδους. Από το απόμακρο λιμνοχώρι της Τοσκάνης και το σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο, δημιουργούσε τη μία παγκόσμια επιτυχία μετά την άλλη, όντας στην πραγματικότητα ένας συνθέτης πολύ πιο διεθνής παρά Ιταλός. Εγραφε πάντα για το κοινό, αντίθετα με άλλους συναδέλφους του, και «πάντα για το θέατρο, μόνο για το θέατρο», όπως ο ίδιος αναφέρει σε μια επιστολή του (1920). Γιατί η μεγαλοσύνη του ιταλού συνθέτη δεν είναι οι μελωδίες του, ήδη αιώνιες και αξεπέραστες, αλλά η κατασκευή άψογων θεατρικών οργανισμών: η δημιουργία ψυχολογικών καταστάσεων και εντάσεων, η ευρηματική αίσθηση της δράσης και της αφηγηματικής δομής, η ταχύτητα των σκηνικών εναλλαγών, η δραματουργική σύνθεση. Από αυτή την άποψη υπήρξε ένας εκσυγχρονιστής, προφήτης του 20ού αιώνα και πρόδρομος ειδών όπως ακόμη και το μιούζικαλ.
Από το 1930 στο Τόρε ντελ Λάγκο Πουτσίνι (το νέο τοπωνύμιο μετά τον θάνατο του συνθέτη) ο συγκάτοικός του την περίοδο των σπουδών στο Μιλάνο Πιέτρο Μασκάνι ανέλαβε την πρωτοβουλία της οργάνωσης ενός τοπικού Φεστιβάλ Πουτσίνι, που στη διάρκεια των ετών εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο αξιόλογα ευρωπαϊκά μουσικά φεστιβάλ και διανύει εφέτος την 62η περίοδό του. Με παραγωγές που έμειναν στην ιστορία της όπερας και τη συμμετοχή στο παρελθόν καλλιτεχνών όπως ο Μπενιαμίνο Τζίλι, ο Τίτο Γκόμπι, ο Μάριο ντελ Μόνακο, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, το φεστιβάλ εφέτος παρουσιάζει την «Τόσκα», την «Μποέμ» (σε σκηνοθεσία Ετορε Σκόλα), την «Τουραντό» και τη «Μαντάμ Μπατερφλάι». Οι δύο πρώτες παρουσιάστηκαν στις 15 και 16 Ιουλίου με μεγάλη επιτυχία στο υπαίθριο θέατρο του φεστιβάλ 3.400 θέσεων πάνω στη λίμνη και απέναντι από το σπίτι του συνθέτη. Τον Αύγουστο στην «Τόσκα» την ομώνυμη ηρωίδα θα ερμηνεύσει η ελληνίδα σοπράνο Δήμητρα Θεοδοσίου, σε έναν τόπο που σφύζει κάθε χρόνο από ξένους επισκέπτες και από τη νοσταλγική αναβίωση μιας ανεπανάληπτης εποχής.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ