Τα «κινητά» πάρτι είναι εδώ. Με είσοδο ή έστω μια συμβολική συνεισφορά στην «πόρτα», με φανατικούς θαμώνες ­ όλων των νεανικών φυλών της μεταμεσονύχτιας κουλτούρας ­, με υπεύθυνους δημόσιων σχέσεων και ηδυπαθείς τζίρους, με τις πρέπουσες δόσεις ροκ, trance, indie, αmbient και industrial techno, με ρετρό βραδιές και κυνικά χαμόγελα. Σε κλαμπ, παραλίες, λόφους, στο Πολυτεχνείο, σε φάρμες και πορτοκαλεώνες. Από παρέες της πλατείας Εξαρχείων, εκκολαπτόμενους επιχειρηματίες της χορευτικής βιομηχανίας, πιτσιρικάδες με πολλούς «κολλητούς» και «ποπ» όνειρα. Τα δύο τελευταία χρόνια οι περιοδείες απομακρύνονται από την Αττική, κάνουν τις απαραίτητες στάσεις στην Πάρο, στη Μύκονο, στη Σαντορίνη ή στην Αμοργό. Οι πιστοί ακολουθούν και ανακατεύονται με τους περιστασιακούς παραθεριστές. Και οι διοργανώτριες ομάδες κατοχυρώνουν το όνομά τους, μοιράζουν διαφημιστικά, φιλοτεχνούν φανζίν, CDs και ποιητικές συλλογές, ανοίγουν και κλείνουν το κοινό ταμείο. Ολοι δηλωμένοι λάτρεις και απόστολοι του εγχώριου clubbing.


Τέσσερις από τις ομάδες που διοργανώνουν μερικά από τα περιοδεύοντα πάρτι του φετινού θέρους έδωσαν στο «Αλλο Βήμα» τα βιογραφικά τους μαζί με το μουσικό και επιχειρηματικό τους στίγμα. Καλώς ορίσατε την «Ομάδα στον τρόμο του κενού», τους «Sugar», τη «Sunrise Zone» και τους «Pure».


Ενα από τα τελευταία τους πάρτι «προωθήθηκε» με φακελάκια ζάχαρης, που έφεραν τον αγγλοτραφή λογότυπο της ομάδας Sugar, τα εμπνευσμένα σλόγκαν του διεθνούς εμπορίου «New Improved Quality» («Νέα Βελτιωμένη Ποιότητα») και βέβαια τον χώρο και τον χρόνο τού χάπενινγκ. Για όσους πάλι ήθελαν να εξασφαλίσουν τη μουσική φερεγγυότητα της ομάδας, το αναγραφόμενο «100% Indie Organic» πληροφορούσε ότι στην κονσόλα παίζουν μόνο τα τελευταία σκευάσματα της ανεξάρτητης σκηνής (με επίκεντρο πάντα τη Βρετανία).


Για τον Γιώργο και τον Χρήστο οι Sugar και τα υποπροϊόντα τους ξεκίνησαν ως προέκταση του λατρεμένου τους χόμπι: της μουσικής. Ο πρώτος με σπουδές στη Γυμναστική Ακαδημία και μεταπτυχιακά στον τομέα της Μουσικοκινητικής Αγωγής, ο δεύτερος, υπάλληλος σε τράπεζα και επαγγελματίας φιλόμουσος ένωσαν τις τύχες τους πάνω από μερικά ποτηράκια κρασί. «Είχαμε πάει να τα πιούμε μια Παρασκευή απόγευμα και ρίξαμε την ιδέα να κάνουμε κάτι δικό μας. Κυρίως για να ακούμε τα γκρουπ που μας αρέσουν και να περνάμε καλά». Μόνο στους τρεις πρώτους μήνες «ζωής» τους, έχουν αποφασίσει ότι δεν τους ενδιαφέρουν «οι αρπαχτές». «Δουλεύω από 16 χρόνων ως d.j. σε διάφορα κλαμπ και ξέρω πώς λειτουργούν οι περισσότεροι», λέει ο Γιώργος, που εφέτος άγγιξε αισίως τα 26. «Εμείς θέλουμε να κάνουμε κάτι με ιδέες και ατμόσφαιρα, να ξεφύγουμε από τα συνήθη». Στο indie πάρτι τους, παραμονή της Πρωτομαγιάς επενέδυσαν 50.000 δρχ. στη διακόσμηση με λουλούδια του κλαμπ που τους φιλοξενούσε. Στους θαμώνες ­ οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί ­ μοιράστηκαν πολύχρωμα μπουκέτα. Ολα αυτά βέβαια υπό τους προσφιλείς, αμιγώς ποπ, ήχους των Pulp, Oasis, Blur, Lush και άλλων εκπροσώπων του είδους.


Οσον αφορά τις διαπραγματεύσεις με τους εκάστοτε μαγαζάτορες, διευκρινίζουν ότι δεν είναι πάντοτε ανώδυνες. «Ενας μάς είχε ζητήσει κασέτα με τη μουσική που θα παίζαμε στο πάρτι για να την περάσει από… επιτροπή έγκρισης, ενώ κάποιος άλλος ρωτούσε και ξαναρωτούσε αν είχαμε δώσει διαφήμιση σε συγκεκριμένο ραδιοφωνικό σταθμό». Η τελική συμφωνία; «Αν θέλεις, για παράδειγμα, να κλείσεις ένα μαγαζί για μια Τρίτη, ο «ενοικιαστής» κρατάει δικά του τα πρώτα 150 άτομα, με τη λογική ότι αυτός είναι ο στάνταρ κόσμος για ένα βράδυ καθημερινής. Από εκεί και πέρα παίρνεις ένα 30% και από το δεύτερο ποτό και μετά απολύτως τίποτε». Κάθε πάρτι κοστίζει συνολικά περί τις 180.000 δρχ. (διακόσμηση, διαφημιστικό υλικό κλπ.). Σημαντικό κώλυμα για το δίδυμο των Sugar, ότι «δεν μπορείς ποτέ να κεράσεις κάποιον φίλο» (και συνήθως φιγουράρουν αρκετά ονόματα στην guest list).


Εχει όμως και τα τυχερά του το επάγγελμα. Τη δεύτερη ημέρα του Rock Festival ΙΙ που διοργανώθηκε στις αρχές του Ιουλίου, οι Sugar βολιδοσκοπούσαν το κοινό των Cardigans μοιράζοντας προσκλήσεις. Το ίδιο βράδυ τα μέλη του σουηδικού συγκροτήματος ήταν οι επίτιμοι προσκεκλημένοι ενός πάρτι με 2.500 δρχ. είσοδο. «Είχαμε μάλιστα και το προνόμιο της παγκόσμιας πρεμιέρας! Οσοι βρίσκονταν εκεί άκουσαν σε master tape, κατευθείαν από το στούντιο, το καινούργιο CD του συγκροτήματος. Ούτε ο μάνατζέρ τους δεν το είχε ακούσει ακόμη ολόκληρο».


Τα επαγγελματικά όνειρα των Sugar δεν εξαντλούνται στη μετάκληση ενός αγαπημένου τους αστέρα της ποπ ­ πασιφανής η προτίμηση προς τον Τζάρβις Κόκερ, τραγουδιστή των Pulp. «Μας ενδιαφέρει η ιδέα ενός πολυχώρου όπου θα μπορούμε να έχουμε προβολές ανεξάρτητων ταινιών, χορευτική ομάδα κλπ., αλλά κάποιοι μάς λένε ότι αυτά είναι χαζές απόπειρες. Ο κόσμος θέλει πάρτι με μουσική και χορό, όχι κουλτουριάρικες εκδηλώσεις».


Οι προμήθειες του ταμείου είναι κατά κανόνα πενιχρές. «Στο πρώτο πάρτι είχαμε βγάλει 8.000 δρχ. έκαστος, στο δεύτερο 18.000 δρχ. Και σίγουρα τα ποσά αυτά δεν αξίζουν τον κόπο που κάνουμε». Ευτυχώς δηλαδή που κάποιοι φίλοι συνεισφέρουν με τον δικό τους τρόπο στις προσπάθειες: ο Αναστάσης φέρνει σλάιντς για τις προβολές, ο Δημήτρης βοηθάει γενικά στη διοργάνωση. Τα θερινά σχέδιά τους περιλαμβάνουν μέχρι στιγμής ένα πάρτι στα Χανιά (Αύγουστος). ΜΠΙΤ, ΚΕΝΟ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ


Η«Ομάδα στον τρόμο του κενού» γεννήθηκε πριν από πέντε περίπου χρόνια. Ενας ιδιόρρυθμος συγκερασμός από «παιδιά των λουλουδιών» και μεταμοντέρνους χίπις: μαλλιά ως το μέσον της ωμοπλάτης, βλέμμα ονειροπόλο και κυνικό μαζί, αντιμιλιταριστικά συνθήματα του 1996 και «φραπέ» στην πλατεία Εξαρχείων, διαλογισμός και μπόλικη trance. Ο Γιάννης, ο Τάσος, η Ντέπη, ο Αντώνης και «όσοι άλλοι θεωρούν ότι ανήκουν στην ομάδα» μοιράζουν τα ψυχεδελικά φέιγ βολάν τους και περιμένουν τους προσκεκλημένους στην Πολυτεχνειούπολη, στον λόφο του Στρέφη, στο Εργοστάσιο της Πειραιώς ή στην Αιγιάλη της Αμοργού. Η είσοδος συνήθως δωρεάν (καμιά φορά προαιρετική η καταβολή ενός πεντακοσάρικου) και τα πάγια έξοδα από 150.000 δρχ. ως και μισό εκατομμύριο (για τα πολύ φιλόδοξα σχέδια).


Κάθε πάρτι έχει το δικό του σλόγκαν: «Αγάπη Δύναμη», «Κάνε το, αν ξέρεις τι πρέπει να γίνει κάν’ το τώρα», «Τίποτα δεν τελειώνεται ποτέ, όλα Συνεχίζονται, όλα Εξελίσσονται». Θυμώνουν αν τους μιλήσεις για νυχτερινούς τζίρους και επιχειρηματικά δαιμόνια. Μισούν το εμπόριο στην trance, δεν θέλουν να καταλήξει όπως η ροκ, ένα ακόμη μουσικό είδος: «Δεν το καταλαβαίνεις; Είμαστε κοινόβιο, όχι επαγγελματίες. Δεν έχουμε βάλει ούτε μια δραχμή στην τσέπη. Ο,τι μπαίνει στο κοινό ταμείο χρηματοδοτεί απλώς το επόμενο χάπενινγκ. Και είναι ωραίο να μη νοιάζεσαι καθόλου για τα λεφτά, σε απελευθερώνει». Υπάρχουν πάντως δύο σχολές επιβίωσης στην παρέα: «Αυτοί που αράζουνε και… πεινάνε και αυτοί που κάνουν μικροδουλειές για να τα βγάλουν πέρα».


Σε κάθε πάρτι που στήνεται τον πρώτο λόγο έχει η «ιδέα», ο χώρος, η μουσική ­ πάντα βέβαια κοντά στα ηχοχρώματα του acid house, του industrial techno, του ambient, του progressive και του psychedelic trance ­, ο φωτισμός, οι εικαστικές κατασκευές και αυτή η «ανάγκη να σπάσεις μέσα από τον χορό τη ρουτίνα και την επανάληψη». Αλλωστε και το ίδιο το όνομα της ομάδας, εκτός βέβαια από την ερωτοτροπία του με τον θιβετιανό βουδισμό και τα αγγεία του ελληνικού μεσαίωνα, παραπέμπει σε αυτό ακριβώς: «στον τρόμο απέναντι στην κενότητα της καθημερινής ζωής». Ετσι τα πάρτι της γίνονται ολονύχτια «ταξίδια ενδοσκόπησης», με φόντο τα μπιτ μιας σύγχρονης χορευτικής κουλτούρας που καλεί τον κόσμο έξω από την πόλη.


«Γι’ αυτό ακριβώς είμαστε από τους πρώτους που βγήκαν από τα κλαμπ στους ανοιχτούς χώρους», λέει ο Γιάννης. «Προσπαθούμε γενικά να δημιουργούμε ατμόσφαιρα. Αυτό σημαίνει ότι όλα έχουν σημασία: η σειρά που θα παίξεις τα μουσικά θέματα ­ υπάρχουν κομμάτια που παίζονται μόνο τα μεσάνυχτα ή μόνο στην ανατολή ­, τα βιομηχανικά τοπία της Βρετανίας που θα δείξεις με τον projector, ο φωτισμένος διάδρομος που θα φτιάξεις πάνω σε έναν λόφο για να δώσεις χρώμα». Η φήμη τους έχει εξαπλωθεί «από στόμα σε στόμα». Πολλές φορές κάνουν πρόγραμμα d.j. γνωστών κλαμπ που δεν έχουν σχέση με την ομάδα, «απλώς επειδή γουστάρουν να παίζουν για εμάς και ας μην πληρώνονται».


Τα παιδιά όμως από τον Τρόμο του Κενού ­ τα περισσότερα 24-26 χρόνων ­ δεν αρκούνται απλώς σε μεταμεσονύχτιες αναζητήσεις. Στα πρώτα τους βήματα διοργάνωναν ποιητικές βραδιές, ενώ εδώ και πέντε χρόνια φέρονται ως οι εμπνευστές του φεστιβάλ της ανεξάρτητης ελληνικής ροκ σκηνής που φιλοξενείται στο Πεδίον του Αρεως. Δεν είναι πολύς καιρός που ξεκίνησε και η επιχείρηση «Κενός Φάκελος», οι ποιητικές συλλογές των μελών της ομάδας. Κυκλοφορούν κάθε φορά γύρω στα 1.000 κομμάτια και διανέμονται δωρεάν στα πάρτι ή όπου αλλού μαζεύονται οι φίλοι. Οι τίτλοι «Ωδή στον Αλεν Γκίνσμπεργκ» ή «Αποπλάνηση», αντιπροσωπευτικοί της φιλοσοφίας μιας ενδοστρεφούς beat παρέας. Για τον ερχόμενο Δεκέμβριο σχεδιάζουν να στήσουν το δικό τους ψυχεδελικό θίασο, ενώ για το φετινό καλοκαίρι έχουν έτοιμη την περιοδεία τους, το «Καραβάνι», όπως θέλουν οι ίδιοι να το λένε: σήμερα στην Αιγιάλη της Αμοργού και στις 18, 19 Αυγούστου στην περιοχή Μπαξέδες κοντά στην Οία της Σαντορίνης. ΠΑΡΤΙ ΓΙΑ «ΚΑΘΑΡΟΥΣ»


Στις βραδιές των «Pure» («αγνός», «καθαρός», «γνήσιος») ­ «το όνομα το έχω κλέψει από κάπου, δεν θυμάμαι από πού», λέει ο Μπάμπης ­, δεν επιτρέπεται η είσοδος σε θλιμμένα πρόσωπα. Το σύνθημα της ομάδας «πίστευε στη μαγεία και πέρνα καλά» συμβαδίζει απόλυτα με τα ποπ χαμόγελα που σε υποδέχονται στην πόρτα του «Avant Garde», το μόνιμο κρησφύγετό τους εδώ και μερικά χρόνια. Ευτυχώς υπάρχει μόνιμη συμφωνία με το κλαμπ ­ μισά μισά ­ και έτσι έχουν λήξει οι δεκαπενθήμεροι μαραθώνιοι για την εξεύρεση χώρου και ατμόσφαιρας. «Το πρώτο μας πάρτι το είχαμε κάνει σε ένα μπαρ στο Περιστέρι. Ηταν σκέτη απογοήτευση γιατί όταν έφθασε επιτέλους η ώρα να βάλω τους δίσκους μου, ο ιδιοκτήτης μου είπε ότι μαζί με το δικό μου πρόγραμμα έπρεπε να βάλω και κάποια από τα σουξέ του μαγαζιού, δηλ. βαριά λαϊκά. Το αποτέλεσμα ήταν ένα γελοίο κολάζ με ξένη ποπ μουσική και Καρρά!». Το βάπτισμα όμως ήταν λίαν παραπλανητικό σε σχέση με τη μετέπειτα εξέλιξη της ομάδας.


Για όσους επιμένουν ότι πίσω από τα θρανία δεν βγαίνει το μεροκάματο, ο Μπάμπης, 21 χρόνων και ο Κώστας, 22, αποδείχτηκαν οι απαστράπτουσες εξαιρέσεις. Στο τμήμα της Διοίκησης Επιχειρήσεων των ΤΕΙ Αθήνας ο πρώτος, στο τμήμα μάρκετινγκ ενός εργαστηρίου έλευθερων σπουδών ­ «παρ’ ότι δεν πολυπατάμε στην σχολή» ­ έχουν εκμεταλλευθεί δεόντως τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Κάθε πάρτι έχει το δικό του περίτεχνο διαφημιστικό («flier» για τους αγγλομαθείς θαμώνες), κάποιος φίλος έχει αναλάβει επισήμως τις δημόσιες σχέσεις της ομάδας, έχουν κυκλοφορήσει χριστουγεννιάτικες κάρτες «Pure» (οι πελάτες έλαβαν στο σπίτι τους μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας νεαρής με «grunge» ένδυμα και άσπρα φτερά), μπλουζάκια «Pure» και βιογραφικά αγαπημένων γκρουπ (με δισκογραφίες και λοιπό υλικό απευθείας από το δίκτυο).


«Στα πάρτι μας ενδιαφέρει το απρόβλεπτο στοιχείο», λέει ο Μπάμπης. Ετσι, εκεί που λικνίζεσαι ηδυπαθώς με φόντο το τελευταίο «σινγκλ» των «Suede», η κονσόλα σε αιφνιδιάζει με το «Dancing Queen» των «Abba» ή κάποιο συναφές κατάλοιπο χαμένων δεκαετιών. Συχνά διοργανώνονται ειδικές ρετρό βραδιές, αφιερωμένες στα «60’ς», στα «70’ς» και στα «80’ς», επενδυμένες και με ανάλογο ενδυματολογικό κώδικα. Για τον ερχόμενο χειμώνα προετοιμάζεται ήδη μια πλήρως συνειδητή επέκταση στον πιο «σκληρό» χώρο του «χιπ – χοπ», έχουν ήδη γίνει κάποια πρώτα βήματα με τη φιλοξενία d.j. και μικρών γκρουπ. Υπάρχουν βεβαίως και σχέδια για μετακλήσεις καλλιτεχνών, ραδιοφωνική εκπομπή και διείσδυση σε εναλλακτικά έντυπα. Πρόσφατα η ομάδα κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του δικού της μουσικού φανζίν, ονόματι «Pop-pie». Οι φανατικοί αναγνώστες, κατά κανόνα οι «κολλητοί», διαβάζουν τα τελευταία νέα για τα προσφιλή τους γκρουπ, άρθρα για τους neo-mods ­ με τα σκούρα μονόπετα κοστούμια, τις βέσπες και τη λατρεία στις ελληνικές ταινίες του ’60 ­ αλλά και γλαφυρές επιστολές ερωτοχτυπημένων πιτσιρικάδων.


Πάντως, οι «Pure» έχουν ξελαφρώσει τους γονείς από τα οικογενειακά βάρη. Ενα επιτυχημένο πάρτι με 300 και κάτι παραπάνω εισιτήρια μπορεί να αποφέρει στους μετόχους ως και 200.000 δρχ. μέσα σε μια βραδιά. Βέβαια ο μπαμπάς και η μαμά «ανησυχούν καμιά φορά για τη νύχτα, αλλά τώρα πια έχουν συνηθίσει». «Παρατράγουδα» σπανίως υπάρχουν, οικοδεσπότες και πελατεία είναι υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης, αρκεί να ακούς «Stone Roses» και να διαβάζεις «ΝΜΕ». Αλλωστε και το ψευδώνυμο που υιοθετεί τις περισσότερες φορές ο Μπάμπης («Bampeace») στα διαφημιστικά τους είναι ενδεικτικό.


Για το υπόλοιπο του καλοκαιριού οι «Pure» έχουν προγραμματίσει δύο πάρτυ στην Πάρο και στην Αντίπαρο στα μέσα Αυγούστου. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΔΑΞΑΝΤΕΣ


Από τους βετεράνους των εν Ελλάδι ρέιβ μπίζνες ο d.j. Πέτρος δηλώνει παιδί του κυβερνοχώρου, της dat νομενκλατούρας και του ξέφρενου clubbing. Συνιδρυτής ­ μαζί με τον Ακη ­ της ομάδας Sunrise Zone αλλά και του θρυλικού Faz της πλατείας Μαβίλη, του κλαμπ που από το 1989 και για τρία ολόκληρα χρόνια ανέλαβε την εκπαίδευση όλων των μετέπειτα σκληροπυρηνικών clubbers, γνωρίζει «εκ των έσω» ότι τα κινητά πάρτι δεν είναι απλώς μια περιοδεύουσα μόδα. Το «Sunrise» είναι πάνω από όλα μια καλοστημένη επιχείρηση. Απασχολεί συνολικά 10-15 άτομα ­ κάθε ένα υπεύθυνο για τους διαφορετικούς τομείς του σχεδιασμού, της οργάνωσης και της προώθησης του εκάστοτε χάπενινγκ ­, διατηρεί ως μόνιμη πλέον έδρα του το κλαμπ «Αλσος», έχει τα δικά του μέλη, τα οποία καταθέτουν συνδρομή 5.000 δρχ. ετησίως, ενώ οι συναλλαγές του αφορούν κατά κανόνα ποσά που ξεπερνούν τα συνήθη δεδομένα των «πάρτι – μπίζνες», κόστος εκκίνησης από 800.000 ως 1 εκατ.


Η ομάδα του Sunrise ξέρει να διαχειρίζεται δεόντως τα μπιτ του progressive. Πρώιμοι και όψιμοι πιτσιρικάδες ­ «οι ηλικίες φτάνουν το πολύ ως τα 30, γιατί μετά συνήθως μπαίνει κανένας στο «λούκι» της δουλειάς και της ρουτίνας» ­ σπεύδουν να παρευρεθούν σε mega πάρτι με μερικά από τα πιο εμπορικά ονόματα της διεθνούς χορευτικής βιομηχανίας ­ «Prodigy», «Sasha», «Laurent Garnier», «Westbam» και αρκετοί άλλοι. Οι άνωθεν μετακλήσεις μπορούν να φτάσουν τα πάγια έξοδα στα 2,5 εκατ., αλλά τα εισιτήρια ­ στο πάρτι με τους «Prodigy» είχαν έρθει περί τα 2.000 άτομα ­, οι συνδρομές ­ βεβαίως τα μέλη πληρώνουν μειωμένη είσοδο και έχουν προτεραιότητα ­ και ο «χαβαλές» δείχνουν να αναπληρώνουν τα ποσοστά των μελών της ομάδας. Ο ίδιος ο Πέτρος, φανατικός θαμώνας του εγχώριου clubbing από τα 16 του, διατηρεί και το δικό του πρακτορείο d.j., ονόματι «Floor Filler», αναλαμβάνοντας τις μετακλήσεις d.j., χορευτών και μουσικών για λογαριασμό της Sunrise Zone και λοιπών ομάδων του αυτού βεληνεκούς ­ «Magna», «Farm» κ.ά. Τον περασμένο Απρίλιο κυκλοφόρησε και το πρώτο CD της ομάδας για πολύ ένθερμους ρέιβερ.


Σήμερα, λέει ο Πέτρος, η εγχώρια αγορά εμφανίζεται σαφώς πιο ώριμη, αν και ίσως λιγότερο ενθουσιώδης από την «εποχή Faz». «Στην Ελλάδα το πρόβλημα παραμένει, ότι τα περισσότερα κλαμπ ανήκουν σε μαγαζάτορες της παλιάς γενιάς, της λαϊκής νύχτας, που δηλώνουν κατά κανόνα στυγνοί επαγγελματίες». Πάντως το ελληνικό ρέιβ clubbing διεκδικεί πια τον δικό του ζωτικό χώρο. «Εχει αρχίσει πλέον να εδραιώνεται η σκηνή της χορευτικής μουσικής. Μπορούμε να επιβάλλουμε τους όρους μας στους μαγαζάτορες, χωρίς να γινόμαστε εμείς τα θύματα όπως στο παρελθόν». Η ομάδα της Sunrise έχει κατοχυρώσει το όνομά της ­ «από τα πρώτα πράγματα που κάναμε» ­ και είναι σε θέση ακόμη και να το «δανείζει» υπό τη μορφή «υπενοικίασης» σε πλείστα κινητά πάρτι ανά την Ελλάδα.


Από τα πρώτα της βήματα στο «Faz» η παρέα του Πέτρου και του Ακη ήδη καθιερώνει το δικό της savoir vivre για επίσημα μέλη και έκτακτους clubbers. Στις προσκλήσεις αναγράφονταν τα ενδυματολογικής συνήθως φύσεως προαπαιτούμενα κάθε πάρτι. «Είχαμε από την αρχή «σκληρή πόρτα». Συχνά τα χάπενιγκ διοργανώνονταν με συγκεκριμένο «θέμα» και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαμε Απόκριες μέσα στον Δεκέμβριο ή στον Μάιο. Κάθε φορά δίναμε 400.000 σε δύο κοπέλες μόνο για τη διακόσμηση». Οσο για το κλαμπ που ανέλαβε αργότερα να στεγάσει την ομάδα, το περιώνυμο «Αλσος», μοιάζει να φιλοξενεί τις ίδιες απόψεις περί πάρτι – μπίζνες. «Η όλη ιδέα είναι να περνάμε καλά», λέει ο Πέτρος. «Φασαρίες δεν γίνονται σχεδόν ποτέ γιατί έρχεται πάντα συγκεκριμένος κόσμος που ξέρει τι ζητάει. Οσο για το επιχειρηματικό μέρος, πρέπει και εμείς κάπως να ζήσουμε».


Στα μελλοντικά σχέδια της Sunrise Zone»περιλαμβάνονται «ανταλλαγές» με αντίστοιχες ομάδες του εξωτερικού, ενώ για τον Αύγουστο έχουν προγραμματιστεί κάποια μικρά πάρτι σε παραθαλάσσια κλαμπ.