Ηταν κλασικός φιλόλογος. Ηταν δοκιμιογράφος. Ηταν μεταφραστής. Ηταν δάσκαλος. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης –πάντα υπογράμμιζε το Δ. (του) και το Ν. (του πατέρα του) –γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929. Καπνεργάτης από τη Μαρώνεια ο πατέρας του. Καπνεργάτισσα και η μικρασιάτισσα μάνα του. Ολο το σόι καπνεργάτες και απ’ τις δυο μεριές.

Μεγάλωσε στις γειτονιές της πόλης, μπαινόβγαινε στα βιβλιοπωλεία του Συρόπουλου και του Μόλχο, φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, με φιλόλογο τον εμπνευσμένο Κωνσταντίνο Μπότσογλου. Στο ΑΠΘ σπούδασε φιλόλογος κι εκείνος, στο ΑΠΘ δίδαξε αργότερα. Στη Θεσσαλονίκη τον βρήκα κι εγώ, όπως χιλιάδες φιλόλογοι που πέρασαν από τα χέρια του. Είχαν προηγηθεί οι μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμανία, στη Φρανκφούρτη και στο Μάιντς με τον Βάλτερ Μαργκ. Διδάκτορας του ΑΠΘ το 1962, διδάσκει εκεί ως υφηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας από το 1964. Το 1968 απολύεται από τους δικτάτορες. Δεν μένει ήσυχος στη χούντα. Συμμετέχει στη συλλογική διαμαρτυρία των Δεκαοχτώ κειμένων (Κέδρος 1970). Εκδίδει μια ανθολογία στοχασμού με τίτλο Ο φόβος της ελευθερίας. Δοκιμές ανθρωπισμού (Παπαζήσης, 1971). Είναι υπεύθυνος έκδοσης, με τον Αλέξανδρο Αργυρίου και τον Αλέξανδρο Κοτζιά, της βραχύβιας Συνέχειας (1973), μέχρι τη σύλληψή του από την ΕΣΑ για συμμετοχή σε αντιστασιακή οργάνωση. Φυλακίζεται. Παθαίνει διάτρηση στομάχου στο κελί. Κοντεύει να πεθάνει. Ζει. Αφηγείται την εμπειρία στη Συνέχεια και αργότερα στη Μαύρη γαλήνη (Το Ροδακιό, 2007).


Αφοσιωμένος στον Ομηρο

Μετά τη χούντα, το 1974, ορίζεται σύμβουλος σε θέματα ανώτατης εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας. Από το 1975 ως το 1997 διδάσκει στο ΑΠΘ. Κλασικός φιλόλογος, διαπρεπής και αναγνωρισμένος.
Οι Ερευνες στο ύφος του Ηροδότου (1962) ήταν η διδακτορική του διατριβή και η Εισαγωγή στον Ηρόδοτο (1964) η διατριβή του επί υφηγεσία. Αργότερα κυκλοφόρησε το Ηρόδοτος. Επτά νουβέλες και τρία ανέκδοτα (Αγρα, 1981). Δεν παράτησε τον Ηρόδοτο ποτέ. Μετέφρασε και σχολίασε το πρώτο βιβλίο των Ιστοριών (1964), κυκλοφόρησε τις Εκλογές από τον Ησίοδο. Θεογονία, Εργα, Ηοίαι (1995). Αφοσιώθηκε όμως στον Ομηρο ως αναγνώστης, ως φιλόλογος, ως μεταφραστής.
Εκδίδει νωρίς το Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα. Η διαλεκτική της Οδύσσειας (Παπαζήσης, 1973). Από το 1989 αρχίζει να μεταφράζει συστηματικά την Οδύσσεια. Ακολουθεί, είκοσι χρόνια μετά, η συστηματική μεταφραστική ενασχόληση με το «σκληρό και ακατάδεχτο» έπος της Ιλιάδας. Κυκλοφορούν στο μεταξύ τα μελετήματα Ομηρικά μεγαθέματα. Πόλεμος, ομιλία, νόστος (Κέδρος, 1999), η μετάφραση Ομήρου Οδύσσεια, 24 παρομοιώσεις (Διάττων, 2003), που ακολουθούνται από το Επος και δράμα (Αγρα, 2014) και το έσχατο Επί του περιεχομένου. Ομήρου Οδύσσεια (Αγρα, 2016), 24 ποιητικές – κριτικές συμπυκνώσεις του πυρηνικού υλικού κάθε ραψωδίας της Οδύσσειας.


Ο γητευτής των αμφιθεάτρων

Αρχές της δεκαετίας του 1990, ΑΠΘ, νέο κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής, Αίθουσα 101. Με παράθυρα στον κήπο. Ανοιχτά. Ο Μαρωνίτης καπνίζει. Μονίμως και αδιαλείπτως. Το τσιγάρο στο αριστερό χέρι, χωμένο στη χούφτα του, μεταξύ μέσου και παράμεσου. Σκεπάζει με τη χούφτα το στόμα και τραβά ρουφηξιά, ηδονικά. Ενενήντα φοιτητές και φοιτήτριες βρισκόμαστε στην τάξη του για πρώτη φορά. Οι περισσότεροι επιλέξαμε το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ για χάρη του. Διαβάζαμε τις επιφυλλίδες του στο «Βήμα», μας είχε εμπνεύσει, θέλαμε να γίνουμε μαθητές του, κολακευόμασταν ότι θα του μοιάσουμε.
Εκείνη τη χρονιά διδάσκει Οδύσσεια, το θέμα της συζυγικής ομιλίας Εκτορα – Ανδρομάχης, ένα από τα αγαπημένα του ομηρικά μεγαθέματα. Μιλάει όπως γράφει. Μακροπερίοδος λόγος, ακριβής, σαφής, συντακτικά γεωμετρημένος. Δεν χάνει ποτέ τον ειρμό των σκέψεών του, δεν έχει φάλτσα η έκφρασή του. Η προφορική συνθήκη δεν τον επηρεάζει. Είναι μια ικανότητα που εντυπωσιάζει το ακροατήριο. Μαζί με μια ιδιαίτερη σχέση με τις λέξεις, γήινη, σαρκική, πρωτόγονη. Αποκομίζεις την εντύπωση ότι στον λόγο του σημαίνον και σημαινόμενο ταυτίζονται. Εκστομίζει «πένθος» και νιώθεις τη συντριβή στα κόκαλά σου, μιλά για «ηδονή» και αισθάνεσαι σύγκορμη συγκίνηση, λέει «τρυφερότητα» και η ζεστασιά της σε τυλίγει. Πένθος, ηδονή, τρυφερότητα. Λέξεις που εμφανίζονται συχνά στο ιδιόλεκτο του Μαρωνίτη, ονοματίζοντας ορίζουσες της ύπαρξής του.
Είναι χαρισματικός, είναι αυθεντικός, το μάθημά του ξεχωρίζει. Οι προσεγγίσεις του σε κείμενα ελληνικά, καταστατικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι πρωτότυπες, ενδιαφέρουσες. Κυρίως, είναι ουσιαστικός στα μαθήματά του, στη σκέψη του, χωρίς λίπος, χωρίς σάλτσες. Αδηλη προϋπόθεση στις παρακολουθήσεις του, να κατέχεις βαθιά το κείμενο. Οι λειψές γνώσεις από το σχολείο, μια ραψωδία από δω, ένα απόσπασμα από εκεί, δεν είναι για τους φιλολόγους που θέλει μαθητές. Είναι απαιτητικός, είναι δύσκολος, είναι επίμονος –γίνεται αψύς όταν χάνει την υπομονή του. Εμπαθής σε όλα του. Αιφνιδιάζει με ερωτήσεις, ζητά να εξιστορήσεις σκηνές, να διατυπώσεις γνώμη για τις ομηρικές τεχνικές αφήγησης. Αν δεν ανταποκρίνεσαι, είναι αμείλικτος. Η οξύτητα της επίπληξής του τρομάζει. Οσοι δεν αντέχουν την ένταση, την έκθεση, σταδιακά φυλλορροούν. Οι ενενήντα φοιτητές γίνονται τριάντα. Φτάνουν στις εξετάσεις καμιά εικοσαριά. Οι βαθμοί του πάντα υψηλοί. Εννιά, οκτώ, σπάνια επτά. Στο τέλος του εξαμήνου αισθάνεσαι πως είναι βαθμός κερδισμένος με αίμα.
Στην τάξη είναι η αυθεντία. Το ξέρεις και το ξέρει. Εχει χαράξει έναν δρόμο στον οποίο θέλει να σε οδηγήσει. Διδάσκει, όχι μόνο τα κείμενα, αλλά κι έναν τρόπο στενής διαισθητικής προσέγγισής τους, διανοητικής εγρήγορσης και κριτικής σκέψης. Στο τελευταίο μάθημα μας δίνει ραντεβού, μετά τις εξετάσεις, σε ταβέρνα στον πεζόδρομο της Ικτίνου. Είχαν αρχίσει να γίνονται μόδα οι εξωσχολικές συναντήσεις καθηγητών – φοιτητών. Αλλά να πας για φαγητό με τον «θεό» του Φιλολογικού; Αδιανόητο. Το ξέρει πως μας εκπλήσσει. Εχει επίγνωση του μύθου του. «Να έρθετε, μη φοβάστε» παρακινεί.
Διδάσκει Ομηρο, Ηρόδοτο, Σοφοκλή. Ανήκει στον Τομέα Κλασικής Φιλολογίας αλλά παραδίδει μαθήματα και στον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας. Είναι ο μόνος που έχει ελευθέρας. Από τη δεκαετία του 1960 είναι μεθοδικός αναγνώστης και κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της ποίησης –έγραφε κι ο ίδιος στα νιάτα του. Μελετά την αρχαιογνωσία των μειζόνων Καβάφη και Σεφέρη. Καταπιάνεται με τον Κρητικό του Σολωμού και τον Ελύτη. Φτάνει στην ποίηση του Σαχτούρη, του Πατρίκιου και των ποιητών της γενιάς του 1970. Δίδασκε συχνά το «Ανάγνωση, Παρανάγνωση, Φιλολογική Ανάγνωση» και το, ακόμη και σήμερα, πρωτοποριακό «Από τη διαμεσολαβημένη στην αδιαμεσολάβητη ανάγνωση», ανεκτίμητη μεθοδολογία διδακτικής της λογοτεχνίας για τον φιλόλογο με σχέδια σταδιοδρομίας στην εκπαίδευση.
Ηταν κοσμήτορας της Φιλοσοφικής όταν πήρα το πτυχίο. Δεν υπήρχαν κινητά, δεν βγάζαμε σέλφι. Η φωτογραφία της τελετής αποφοίτησης, από τον διαπιστευμένο φωτογράφο, είναι μία και μοναδική. Η απαθανάτιση της χειραψίας τυπική, μια κόπια της ίδιας εικόνας που επαναλήφθηκε με κάθε απόφοιτο. Θυμάμαι όμως την αίσθηση της ευτυχούς συμπλήρωσης ενός τέλειου κύκλου: μπήκα στη σχολή για να φοιτήσω κοντά του, έπαιρνα το πτυχίο κυριολεκτικά από το χέρι του. Ηταν μια σκέψη προσωπική –εκ των υστέρων, διαπίστωσα, συλλογική, όλων των συγκινημένων αποφοίτων της ίδιας «σειράς». ‘Η τον μισούσες ή τον λάτρευες, δεν υπήρχαν ενδιάμεσα.


«Πέρασα τη μισή μου ζωή συνεργάτης του «Βήματος»»

Τον Απρίλιο του 2011, ως συνεργάτιδα του «Βήματος», τον επισκέφθηκα στο σπίτι του στην Αθήνα για μια συνέντευξη. Σε λίγες ημέρες θα έκλεινε τα 82 του χρόνια. «Πέρασα τα 40 από αυτά ως συνεργάτης της εφημερίδας και τα μισά από αυτά ως μεταφραστής των ομηρικών επών». Το τόνισε. Η πρώτη επιφυλλίδα του στο «Βήμα», τον Φεβρουάριο του 1971, με τίτλο «Σημείο αναφοράς», σε συνδυασμό με τη συνεργασία του στα Δεκαοχτώ κείμενα το προηγούμενο καλοκαίρι, ήταν η αιτία της καθήλωσής του για εννέα μήνες στα κελιά του ΕΑΤ – ΕΣΑ την περίοδο της δικτατορίας. Ακολούθησαν εκατοντάδες κείμενα, στις στήλες «Ανεμόσκαλα», «Σημαδούρες», «Χωρίς ανεμόσκαλα», «Πολιτιστικά μονότονα», «Απολίτιστα μονοτονικά».
Ο λόγος του στιβαρός, εύχυμος, έντονος. Το ύφος του αναγνωρίσιμο. Οι προσεγγίσεις του νεότροπες, οργανωμένες πάνω σε μια προσωπική λογική και μέθοδο, που συνδυάζει την κοντινή, αγαπητική σχέση με τα κείμενα με την τολμηρή εξέτασή τους μέσα σε κοινωνικά συμφραζόμενα και πλαίσια πρόσληψης.
Ευθύς, συχνά εριστικός, με απόψεις προκλητικές, με λόγο παρεμβατικό στα πνευματικά και στα πολιτικά πράγματα, είχε δημιουργήσει στη σταδιοδρομία του αρκετούς αντιπάλους. Με ισχυρές αρέσκειες και απαρέσκειες, επιδαψιλεύει ψόγους και επαίνους με την ίδια ένταση. Θρυλικές διαστάσεις έλαβε η διένεξή του με τον θεσσαλονικιό πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, που άρχισε την άνοιξη του 1977 με μια αρνητική κριτική του Μαρωνίτη για την πεζογραφική παραγωγή του Ιωάννου σε ομιλία του στην αίθουσα «Τέχνη» στη Θεσσαλονίκη, και συνεχίστηκε στις επιφυλλίδες του στο «Βήμα».
Το τελευταίο του κείμενο στο «Βήμα» δημοσιεύθηκε στα μέσα Ιουνίου. «Παρακαλώ ενημερώστε τον κύριο Καρακούση ότι για λόγους υγείας ο γιατρός μου συνιστά δίμηνη ανάπαυλα έντονης εργασίας» μήνυσε με λιτή επιστολή του στις 19 Ιουνίου. Το τελευταίο σημείωμα…
Τα επόμενα νέα του ήρθαν μέσω Facebook. «Εφυγε ο Μπαμπάς μας Μίμης Μαρωνίτης» έγραψε το πρωί της Τρίτης 12 Ιουλίου στον λογαριασμό της η κόρη του Εριφύλη. Με Μ κεφαλαίο.


Το πάθος για τα αρχαιοελληνικά κείμενα

Συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του, δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις την αδιάπτωτη ικανότητα να μεταδίδει το πάθος του για τα αρχαιοελληνικά κείμενα σε αναγνώστες και ακροατές εντός και, κυρίως, εκτός της πανεπιστημιακής αίθουσας, φέρνοντας την αρχαιότητα πιο κοντά.
Οι μεταφράσεις ραψωδιών της Οδύσσειας αρχίζουν να κυκλοφορούν το 1992 από τη Στιγμή και αργότερα, πιο συντονισμένα, από τον Καστανιώτη. Η μετάφραση της Ιλιάδας κυκλοφορεί από την Αγρα σε δίτομη έκδοση το 2010. Από τον Οκτώβριο του 2010 ως τον Μάρτιο του 2011, είκοσι τέσσερις πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου διαβάζουν ραψωδίες, στη μετάφραση Μαρωνίτη, στο Εθνικό Θέατρο, μπροστά σε ένα ενθουσιώδες, προσηλωμένο κοινό, απόδειξη, κατά τη γνώμη του, του «πόσο διαθέσιμη είναι η Ιλιάδα σε όσους θέλουν να την προσλάβουν».


«Να κατεβάσουμε τους αρχαίους από το εικονοστάσι»

Κατεξοχήν κλασικός φιλόλογος, βαθιά αρχαιογνώστης και αρχαιολάτρης, δεν υπήρξε ποτέ αρχαιόπληκτος. Προέτρεπε με πάθος να κατεβάσουμε τους αρχαίους από το εικονοστάσι, αυτό ήταν, για κείνον, το κλειδί της αρχαιογνωσίας: «Για λόγους οι οποίοι έχουν το ερμήνευμά τους, και το πολιτικό και το πολιτισμικό και το ιδεολογικό, τα κείμενα αυτά εξακολουθούν να είναι τοποθετημένα σε ένα εικονοστάσι και προσφέρονται για το προσκύνημά μας. Και όμως είναι κείμενα τόσο ζωντανά, σπαρταριστά ακόμη και σήμερα, επομένως δεν χρειάζονται μυθοποίηση αλλά απομυθοποίηση για να τα πλησιάσουμε. Αν τελικά καταφέρουμε να ακούμε και να απολαμβάνουμε τον Ομηρο όπως απολαμβάνουμε μια τραγωδία του Σαίξπηρ, τότε είμαστε στον σωστό δρόμο».

Κάνει σαφή τη διάκριση μεταξύ γνώσης και γλώσσας της αρχαιότητας. Μιλά για αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία, ως καταστάσεις διακριτές που απαιτούν και διακριτή μεταχείριση στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αντιτίθεται στον υπουργό Παιδείας Αντώνη Τρίτση και στην απαίτησή του να επιστρέψει η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο. Υπερασπίζεται την πρωταρχική σημασία της αρχαιογνωσίας και μια αρχαιογλωσσία λειτουργική και όχι ιδεοληπτική και ψυχαναγκαστική. Ηταν το θέμα της τελευταίας του επιφυλλίδας στο «Βήμα» («Στο κέντρο του τετραγώνου», 18/6/2016), με αφορμή την πρόσφατη ανακίνηση της ίδιας συζήτησης. Η απάντηση στο ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο βρίσκεται, έγραφε, στο σημείο συνάντησης τεσσάρων συντελεστών –αρχαιογνωσία, αρχαιογλωσσία, νεογνωσία, νεογλωσσία –στο κέντρο ενός τετραγώνου: «Και στα δύο ζεύγη γνώσης και γλώσσας προηγείται η γνώση, στη γενική και στην ειδική σημασία της», ξεκαθάριζε. «Νεογνωσία και νεογλωσσία έχουν προφανώς μείζονα σημασία, όχι μόνον γιατί αφορούν κατεξοχήν το παρόν, αλλά κυρίως επειδή διαθέτουν εξελισσόμενη σημασία, ενώ το ζεύγος αρχαιογνωσία – αρχαιογλωσσία αποτελεί κατά βάση κλειστό μέγεθος, το οποίο όμως σαφώς επηρεάζει (εμμέσως έστω) τις κινούμενες τύχες της νεογνωσίας και της νεογλωσσίας».

Για τη γλώσσα, αρχαία και νέα, εργάστηκε και ως πρόεδρος και γενικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας από την ίδρυσή του το 1994 ως το 2001. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1979-1995) και του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (1981-1992) και διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1989-1990). Στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Ερευνας, αναλαμβάνει στο γύρισμα του αιώνα επιστημονικός υπεύθυνος και συντονιστής του προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», με αξιόλογη εκδοτική παραγωγή.


Από το Παγκράτι στην τελευταία ανάγνωση

Κάτοικος Παγκρατίου, ήταν οικεία φιγούρα στην περιοχή. Τον συναντούσες συχνά να βαδίζει, βήματα αργά, κοιτώντας χάμω, σχεδόν σέρνοντας τα πόδια του σκεφτικός, προς το στέκι του στην Πλατεία Προσκόπων. Τελευταία συνάντηση τον Νοέμβριο του 2015 στο βιβλιοπωλείο «Πλειάδες» στη Μερκούρη, στην παρουσίαση του μυθιστορήματος Αθος ο δασονόμος της Μαρίας Στεφανοπούλου. Το είχε διαβάσει, είχε ενθουσιαστεί. Ζήτησε να οργανωθεί μια παρουσίαση για να συμμετάσχει και ο ίδιος. Ηθελε να διαβάσει αποσπάσματα. Ηταν μια ανάγνωση σπαρακτική. Η κραταιά, επιβλητική, βραχνή φωνή του ακουγόταν αναιμική. Το ακροατήριο κρατούσε την ανάσα του, σιωπηλό και συγκινημένο.
Ηταν περφόρμερ, ένας θεατρικός άνθρωπος από την αρχή ως το τέλος. Οι σχέσεις του με το θέατρο παλιές, από τα φοιτητικά του χρόνια. Παίζει τον μαντατοφόρο στην Ερωφίλη, παίζει στη Θυσία του Αβραάμ. Του προτείνουν υποτροφία για σπουδές θεάτρου στη Γαλλία, αλλά μένει στη Φιλολογία. Παρακολουθεί θέατρο ως θεατής, δίνει παράσταση στην πανεπιστημιακή τάξη, διαβάζει με τρόπο μοναδικό κείμενα δικά του ή άλλων. Το καλοκαίρι του 1989 μεταφράζει, και διαβάζει στο Φεστιβάλ Πάτρας μαζί με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, την ε’ ραψωδία της Οδύσσειας. Το 1998 εμφανίζεται στην Επίδαυρο στον ρόλο του παιδαγωγού στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μαυρίκιος. Το 2005 διαβάζει απαράμιλλα την Οδύσσεια στη δική του μετάφραση στο Χυτήριο. Σε δική του μετάφραση, σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός παράσταση της Ιλιάδας το 2013 και του σοφόκλειου Αίαντα ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος το 2015. Την Παρασκευή έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο η Αντιγόνη από το Εθνικό Θέατρο, πάλι σε δική του μετάφραση. Ο Στάθης Λιβαθινός και το Εθνικό Θέατρο του την αφιέρωσαν.


Ο τελευταίος ανυποχώρητος δημόσιος διανοούμενος

Ο τελευταίος από τους μεγάλους δασκάλους που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία και τη φήμη της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ, μετά τον Λίνο Πολίτη, τον Ιωάννη Κακριδή, τον Εμμανουήλ Κριαρά, ο τελευταίος ουσιαστικός και ανυποχώρητος δημόσιος διανοούμενος, είναι ο τελευταίος μιας σειράς θρυλικών επιφυλλιδογράφων του «Βήματος» (Κ. Θ. Δημαράς, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, Ευάγγελος Παπανούτσος κ.ά.)
Πώς προσδιόριζε ο ίδιος τον εαυτό του; «Μιλάμε μεταφράζοντας αλλά και ακούμε μεταφράζοντας τον λόγο του άλλου. Οπότε πλέον σεμνύνομαι να λέω ότι είμαι κατά βάση μεταφραστής. Θα έλεγα ότι ίσως αυτό με εκφράζει καλύτερα από τα άλλα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου» μου έλεγε σε εκείνη τη συνέντευξη.
Χωρίς διάδοχο

Με τον θάνατό του αφήνει το παροιμιώδες «δυσαναπλήρωτο κενό» στον χώρο της κλασικής φιλολογίας στην Ελλάδα, όπου μέχρι στιγμής –και σε μια στιγμή πολύ καίρια και κρίσιμη για την ελληνικότητα και τη διαχείριση της αρχαιοελληνικής περιουσίας –δεν διαφαίνεται διάδοχός του που να αφορμάται από τα αρχαία κείμενα, να μελετά τις σχέσεις τους στο εσωτερικό της αρχαίας γραμματείας και να διερευνά δημιουργικά τις αρχαιόθεμες απολήξεις τους στο σώμα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.
«Βρισκόμαστε στο σημείο της διαγώνιας τομής όπου: γνώση και γλώσσα, αρχαία και νέα, αδιόρατα συμπίπτουν» ήταν τα καταληκτικά του λόγια στην τελευταία του επιφυλλίδα στο «Βήμα». «Προτείνω να διαβλέψουμε στο σημείο αυτό τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής μετάφρασης. Το πράγμα ακούγεται σαν αίνιγμα, και θέλει συζήτηση, που εδώ αποκλείεται, αφήνοντας όμως μια γεύση μεταφραστικής ηδονής». Μας άφησε, αιφνιδίως, με αυτή την ηδονική γεύση στο στόμα.

Η έντυπη έκδοση επιβάλλει ορισμένες περικοπές γι’ αυτό ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται σε αυτή την ανάρτηση

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ