Ο Γιαν Κοτ το διατύπωσε εύστοχα το 1964 όταν εκδόθηκε το κορυφαίο έργο του «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας». Ο τίτλος τα λέει όλα: ο περίφημος Βάρδος, που πέθανε σαν φέτος πριν από τετρακόσια χρόνια, κατάφερε να αποτυπώσει όχι μόνο τα πάθη των ανθρώπων της εποχής του αλλά και τα δικά μας, σε οποιαδήποτε εποχή, σε οποιαδήποτε ήπειρο κι αν ζούμε.
Ο Σαίξπηρ υπήρξε κορυφαίος ερμηνευτής της Ιστορίας. Είδε ξεκάθαρα τους κύκλους που αυτή διαγράφει και πώς είμαστε καταδικασμένοι να διαπράττουμε τα ίδια σφάλματα ξανά και ξανά. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι ιστορικού δράματος, γράφει ο Κοτ: «Ο πρώτος βασίζεται στην πεποίθηση ότι η Ιστορία έχει νόημα, ολοκληρώνει τους στόχους της και κινείται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. […] Υπάρχει όμως και ένα άλλο είδος ιστορικής τραγωδίας, που ορμάται από την πεποίθηση ότι η Ιστορία δεν έχει κανένα νόημα και στέκεται ακίνητη ή επαναλαμβάνει διαρκώς τον ίδιο κύκλο σκληρότητας· ότι είναι μια πρωτόγονη δύναμη, όπως το χαλάζι, η καταιγίδα, ο σίφουνας, η γέννηση και ο θάνατος».
Αυτή η δεύτερη αντίληψη εκφράζεται με τρομερή ισχύ στον «Ριχάρδο Γ’», ένα έργο που παρουσιάζεται με σταθερή συχνότητα στις σκηνές του κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες. Οι σκηνοθέτες της εποχής μας επιστρέφουν ξανά και ξανά στον «Ριχάρδο Γ’», διαισθανόμενοι προφανώς πως αποτυπώνει με μοναδική ακρίβεια το δράμα του σύγχρονου κόσμου: όλη η βία, η απληστία, η υποκρισία, η διαφθορά και ο εγκληματικός οπορτουνισμός του πολιτικού κατεστημένου βρίσκουν τον ιδανικό εκφραστή τους στο πρόσωπο του άγγλου βασιλιά που εξασφάλισε για ένα σύντομο διάστημα την εξουσία (1483-1485) και σφαγιάστηκε στο πεδίο της μάχης (την τελευταία και αποφασιστική μάχη του Πολέμου των Ρόδων) σε ηλικία 32 ετών. Ηταν ο τελευταίος βασιλιάς του οίκου των Γιορκ.
Μηχανές σατανικές


Στην εκδοχή του Σαίξπηρ, ο Ριχάρδος, Δούκας του Γκλόστερ εμφανίζεται από την αρχή αποφασισμένος να αδράξει την εξουσία με κάθε μέσο. «Παραμορφωμένος, μισερός, πριν την ώρα μου σταλμένος σε τούτο τον κόσμο… σακάτης και παράταιρος, που με γαβγίζουν τα σκυλιά καθώς περνάω κουτσαίνοντας… δίχτυα έχω στήσει, μηχανές σατανικές, με μαντείες μεθυσμένες, λίβελους και ονείρατα, για να βάλω θανάσιμη έχτρα ανάμεσα στον Κλάρενς τον αδελφό μου και τον βασιλιά» εκμυστηρεύεται στους θεατές, στον εναρκτήριο μονόλογο του έργου (μετάφραση Ρώτα – Δαμιανάκου). Από εκεί και πέρα τον παρακολουθούμε να θέτει σε εφαρμογή τα αιματηρά σχέδιά του, να ξεκάνει όσους έχουν δικαίωμα στο στέμμα, να το κερδίζει και να το χάνει, όταν υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει σε πόλεμο τον αντίπαλό του Ρίτσμοντ.
Ο παραλληλισμός της Αγγλίας του Ριχάρδου με τη δική μας ιστορική συγκυρία φέρει ανατριχιαστικές ομοιότητες. Βρισκόμαστε (τότε; τώρα;) σε μια χώρα όπου όλα έχουν παραλύσει από τον φόβο, όπου κανένας δεν είναι σίγουρος για τη ζωή του. Η ηθική τάξη έχει καταρρεύσει. Το έγκλημα μένει ατιμώρητο. Η αφοσίωση, η αξιοκρατία, η αλήθεια δεν υπάρχουν πια. Οι νόμοι είναι ανίσχυροι. Η πολιτική είναι μονάχα ένας μηχανισμός, μια τέχνη κατάληψης και διατήρησης της εξουσίας. Ο Ριχάρδος είναι αρχικά, στο πρώτο μέρος, «ο μεγάλος εγκέφαλος πίσω από τον Μεγάλο Μηχανισμό, ένας δημιουργός της Ιστορίας, ο Πρίγκιπας του Μακιαβέλι. Καθώς αναρριχάται στα σκαλιά της εξουσίας όμως, γίνεται ολοένα και μικρότερος. Είναι λες και ο Μηχανισμός τον απορροφά. Σταδιακά μετατρέπεται σε ένα από τα γρανάζια του. Δεν είναι πια ο εκτελεστής αλλά το θύμα που πιάστηκε στους τροχούς» γράφει ο Γιαν Κοτ. Στο τέλος δεν μπορεί ούτε να βρει ένα άλογο για να σώσει τη ζωή του. «Αυτό είναι το αληθινό τίμημα της ιστορίας, του στέμματος».
Ο δαιμόνιος Ολίβιε


O πρώτος μεγάλος ηθοποιός που σημάδεψε τον εικοστό αιώνα ως Ριχάρδος Γ’ είναι φυσικά ο Λόρενς Ολίβιε. Yπήρξαν, πριν από αυτόν, και άλλοι σπουδαίοι, όπως ο Τζον Μπάριμορ, αλλά εκείνοι δεν καταγράφηκαν με τόση ένταση στη συλλογική μνήμη, ίσως επειδή ο Ολίβιε είχε την εξυπνάδα να μεταφέρει την εξαιρετικά επιτυχημένη ερμηνεία του από το σανίδι (θριάμβευσε το 1944 στο Old Vic) στη μεγάλη οθόνη, το 1955.
Δαιμόνιος υποκριτής, ο Ολίβιε βρήκε στον Ριχάρδο Γ’ έναν ρόλο-πρόκληση για το ταλέντο του. Ακόμη και σήμερα εγκωμιάζεται η προσέγγισή του στον ρόλο –αν και όχι το σύνολο της ταινίας: «Η ερμηνεία του είναι τρομερή» γράφει κριτικός του «Guardian» σε περυσινό δημοσίευμα. «…ο Ολίβιε μαγνητίζει το βλέμμα, μονολογώντας απευθείας στην κάμερα. Είναι αδύνατον να μη θυμηθεί κανείς τον Φρανκ Αντεργουντ στο House of Cards [σ.σ.: τον ρόλο του δολοπλόκου πολιτικού που γίνεται πρόεδρος της Αμερικής, στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον Κέβιν Σπέισι]. Ο Ριχάρδος του Ολίβιε είναι ο χαρισματικός αντιήρωας που μας εκμυστηρεύεται τις σκοτεινές σκέψεις του καθιστώντας μας συνενόχους στις ραδιουργίες και στα εγκλήματά του». Σύμφωνα με τους ειδικούς, η εν λόγω ταινία συνέβαλε καθοριστικά στην ευρεία καθιέρωση της δημοτικότητας του Σαίξπηρ στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η καθοριστική στιγμή


Τον 19ο αιώνα, γράφει ο Κοτ, ο ρόλος του Ριχάρδου ερμηνευόταν από τραγωδούς, σε στιλ τραγικό. Τον ενσάρκωναν ως παθολογικό τύπο σπουδαίου εγκληματία ή ως «σούπερμαν». Ο πρώτος που επιχείρησε μια διαφορετική προσέγγιση ήταν ένας πολωνός ηθοποιός, ο Γιάσεκ Βοτσέροβιτς, το 1958 στη Βαρσοβία. Ηταν ο πρώτος που έπλασε τον ρόλο με τα υλικά της κωμωδίας. Για αυτόν όλα είναι μια παράσταση, ένα παιχνίδι. Δεν ταυτίζεται με καμία κατάσταση, απλώς τις «παίζει». «Το πιο τρομακτικό είδος τυράννου είναι αυτό που αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως κλόουν και τον κόσμο ως μια γιγάντια φάρσα… Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μια προσέγγιση με τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας». Στην κατεύθυνση αυτή (του Ριχάρδου ως Μεγάλου Υποκριτή) κινήθηκαν έκτοτε και άλλοι σημαντικοί ηθοποιοί, με χαρακτηριστικότερο των τελευταίων ετών τον Κέβιν Σπέισι, στην παράσταση που είδαμε στην Επίδαυρο το 2011, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες.
Οσον αφορά το σινεμά, αξίζει να αναφέρει κανείς την απόπειρα του Αλ Πατσίνο, ο οποίος αφιέρωσε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στο ιστορικό δράμα του Σαίξπηρ με το ντοκιμαντέρ «Looking for Richard» («Αναζητώντας τον Ριχάρδο», 1996). Η ταινία εξοικειώνει τους θεατές με την εξέλιξη της πλοκής και το ιστορικό υπόβαθρο, ενώ ο Πατσίνο και άλλοι ηθοποιοί ενσαρκώνουν αποσπασματικά σκηνές του έργου. Επιπροσθέτως, ξακουστοί σαιξπηρικοί μελετητές και ερμηνευτές προσφέρουν παρατηρήσεις από την πλούσια εμπειρία τους.
Η «διπλή μπλόφα» του Ρέιφ Φάινς


«Σαγηνεύει σαν βασιλίσκος [σ.σ.: μυθολογικό τέρας που μπορούσε να σκοτώσει με το δηλητήριό του αλλά και με το ίδιο του το βλέμμα]. Η δύναμη της αυτοπεποίθησης συμπυκνωμένη σε ένα βλέμμα. Ο Ρέιφ Φάινς διαθέτει την οικεία αναπηρία και την καμπούρα του Ριχάρδου Γ’, αλλά όλα τα άλλα πάνω του είναι φρέσκα. Δεν χοροπηδά [σ.σ.: λόγω ποδιού]· δεν καλοπιάνει τους άλλους. Η διαπεραστική αποφασιστικότητά του είναι πλήρως εκτεθειμένη. Σαν διπλή μπλόφα… Αυτός είναι ένας Ριχάρδος που κάνει όλους γύρω του να αμφιβάλλουν για την επόμενη κίνησή του. Οταν αναζητά έναν εκτελεστή, ο Φάινς στρέφεται και ψάχνει ανάμεσα στους θεατές: αρχίζεις να αναρωτιέσαι μήπως ο γείτονάς σου είναι δολοφόνος. Είναι μια αριστοτεχνική ερμηνεία, γεμάτη με φονικές πινελιές» γράφει η Σουζάνα Κλαπ στον «Guardian» για την παράσταση που παίζεται στο Λονδίνο ως τις 6 Αυγούστου.
Οστερμάγερ: Η παράνοια του βασιλιά


Ενας ντράμερ, που παίζει ζωντανά, δίνει τον τόνο. Μουσική κλαμπ, γκλίτερ σκορπισμένο παντού, κι ένας Ριχάρδος με T-shirt, τιράντες και σιδεράκια στα δόντια. Ο ηθοποιός που ερμηνεύει τον ρόλο, ο Γερμανός Λαρς Αντινγκερ, κρατάει το μικρόφωνο που κρέμεται από το ταβάνι με ένα μακρύ καλώδιο σαν χιμπαντζής που κρέμεται από κλαδί. Στη σκοτεινή, σαρδόνια εκδοχή του Τόμας Οστερμάγερ και της Schaubühne, ο άγγλος βασιλιάς είναι μόνος και αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Από τη στιγμή που εγκαταλείπουν το πλευρό του, οι λόρδοι δεν ξαναεμφανίζονται στη σκηνή. Η σκηνή της τελικής μάχης βρίσκει τον Ριχάρδο εγκλωβισμένο σε ένα καταφύγιο να παραληρεί στα γερμανικά. Ο σκηνοθέτης αφήνει να εννοηθεί ότι εκτός από τους εξωτερικούς εχθρούς ο πεπτωκώς ηγέτης σπαράσσεται και από τους δαίμονές του. Η παράσταση παρουσιάστηκε πέρυσι στην Αβινιόν και εφέτος στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου (24-28 Αυγούστου).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ