Mε την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τη μοναδική σωζόμενη τριλογία του αρχαίου δράματος, ο Γιάννης Χουβαρδάς κατεβαίνει στην Επίδαυρο αυτό το καλοκαίρι. Ο σκηνοθέτης και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου συνεχίζει την πορεία του ελεύθερου, μα πάντα καλά οργανωμένου σκοπευτή…
Κύριε Χουβαρδά, για να ανέβει ολόκληρη η Τριλογία, προφανώς θα έχετε κάνει περικοπές ή, καλύτερα, διασκευή…
«Ναι, έχουν περικοπεί κατά πολύ τα έργα. Η διάρκεια μιας παράστασης είναι ένα βασικό θέμα, και ειδικότερα στην εποχή μας. Ξεκαθαρίζω ότι η «Ορέστεια» θα είναι μια παράσταση σύνοπτη, με διάρκεια λιγότερο από δυόμισι ώρες… Αναγκαστικά λοιπόν μιλάμε για διασκευή».
Πόσο κοντά είναι η παράσταση με την Τριλογία;
«Πάντα προσπαθώ να διατηρώ την ουσία. Υπάρχουν πάρα πολλά κομμάτια στα χορικά που για εμάς είναι ακατάληπτα, καθώς αναφέρονται σε πολύπλοκες μυθολογικές ιστορίες, σε συσχετίσεις με άλλα ιστορικά γεγονότα, έχουν επαναλήψεις, μια τάση λυρισμού. Και εκεί υπάρχει περιθώριο να κρατήσει κανείς την ουσία, τις πληροφορίες, το ύφος και να μην τραυματίσει ούτε το έργο ούτε τον Αισχύλο. Αλλά και από τις ιστορίες μπορούν να γίνουν περικοπές. Ξέρετε, αν το παίζαμε ολόκληρο, είναι σίγουρο ότι μετά τις τέσσερις-πέντε ώρες, φτάνοντας στο τέλος το κοινό θα είχε ξεχάσει τι είχε ειπωθεί στην αρχή».
Τι είναι τελικά η «Ορέστεια»; Ενα έργο που «προβλέπει» τις δυνατότητες του ανθρώπου για το Κακό; Που θέτει τις απαρχές της βίας; Μια οικογενειακή υπόθεση;
«Υπάρχει το οικογενειακό επίπεδο, αλλά το έργο έχει πολύ ευρύτερες διαστάσεις. Μιλάμε για φιλοσοφικά, πολιτικά και οντολογικά ζητήματα, τα οποία συμπυκνώνονται σε ανθρώπινες υπάρξεις. Και δεν μιλάω απλώς για την απλοϊκή σύγκρουση ανδρικού και γυναικείου, μητριαρχίας και πατριαρχίας, αλλά για τη βία. Η βία που στην προκειμένη περίπτωση είναι και ενδοοικογενειακή και κοινωνική, και πολιτική και στρατιωτική και υπαρξιακή, βία ανάμεσα στα δύο φύλα που καταλήγει σε απόλυτα καταστροφικά αποτελέσματα. Υπάρχει μια βία που είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο. Αναρωτιέται λοιπόν η Τριλογία αν μπορεί να τελειώσει αυτή η βία».
Μπορεί;
«Αυτό το ερώτημα τίθεται στο τρίτο έργο. Κι αν δεν μπορεί να καταργηθεί, μπορεί να γίνει αντικείμενο διαχείρισης, πολιτικής και κοινωνικής; Και αυτή είναι η αφορμή για μια θεατρικοποιημένη ίδρυση του Αρείου Πάγου. Ουσιαστικά το τρίτο έργο αφηγείται πώς ιδρύθηκε ο Αρειος Πάγος. Εκεί κρίνεται ο Ορέστης: αν ένα νεότερο κύμα βίας θα τον εκδικηθεί ή αν θα δοθεί πολιτική λύση. Σε αυτόν τον Ιερό Βράχο καλείται η Αθηνά για να δώσει λύση, όμως πριν ρίξει την ψήφο της δηλώνει ότι είναι υπέρ του Ορέστη».
Σε ποια ιστορική περίοδο παραπέμπει η δική σας «Ορέστεια»;
«Αν και δεν είμαι πρωτοπόρος, γιατί την πρώτη σοβαρή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση έκανε ο Αγγελόπουλος στον «Θίασο», τοποθετείται κάπου ανάμεσα στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 για τα δύο πρώτα έργα. Είναι εποχές που βρίσκονται κοντά μας. Σαφώς και δεν με ενδιέφερε να κάνω μια επικαιροποιημένη, υπερσύγχρονη διασκευή».
Αρα περιλαμβάνει και τον Εμφύλιο;
«Ναι, στο δεύτερο έργο είναι έντονο το ενδοοικογενειακό κλίμα, το εμφυλιακό, που φτάνει μέχρι σήμερα. Ουσιαστικά όμως το θέμα προκύπτει στο τρίτο έργο, γιατί το τρίτο έργο θα μπορούσε να κάνει κάποιες επικαιροποιητικές απλουστεύσεις, όπως η συνθηκολόγηση στη Βάρκιζα, αλλά εγώ τα αποφεύγω αυτά γιατί μικραίνουν την ουσία».
Και πώς το αντιμετωπίζετε;
«Το τρίτο, οι «Ευμενίδες», έχει ένα χαρακτηριστικό. Μέσα του συγκρούονται θεοί και ιδέες και υπάρχει μόνο ένας θνητός –και η συμμετοχή του Ορέστη είναι μικρή. Αρα έχουμε μεταφερθεί από την επιρροή των θεών. Εχουμε σύγκρουση θεοτήτων, οντολογικών αντιλήψεων, ιστορικών ιδεών. Και το θέμα της βίας είναι στο βάθος. Μπορεί να σταματήσει η βία; Αποκλείεται. Τουλάχιστον μπορούμε να βγούμε από τον κύκλο του αίματος; Μπορούμε να μειώσουμε τη βία; Να θεσμοθετήσουμε έναν τρόπο η βία να δικάζεται και όχι να αντεκδικείται την ίδια τη βία; Εκεί, στο τέλος, ο Αισχύλος αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό».
Τι εννοείτε δηλαδή;
«Οι Ερινύες που γίνονται Ευμενίδες εξαγοράζονται. Σαν να παίρνουν υπουργεία –που τους τα δίνει η Αθήνα. Εξευμενίζονται αλλά μπαίνουν κάτω από το έδαφος της Αθήνας, σαν να κρύφτηκε το πρόβλημα κάτω από το χαλί και τίποτα να μην αποκλείει ότι θα ξαναβγεί, όπως συμβαίνει καθημερινά με την πολιτική. Για μένα το τρίτο έργο είναι το πιο ενδιαφέρον. Χωρίς αυτό, το πρώτο και το δεύτερο έχουν μια αξία θεατρική, αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος του Αισχύλου».
Σκηνοθετικά ακολουθείτε άλλη προσέγγιση;
«Επειδή είναι μόνο θεοί και ιδέες, θέλησα να δω την υλοποίηση αυτού του έργου μέσα από το μέλλον. Ενα μέλλον ουτοπικό, φουτουριστικό. Γιατί μόνο μέσα από μια ουτοπία μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι μπορεί να καταργήσει ή να χειριστεί τη βία».
Παρατηρώ ότι οι ηθοποιοί σας παίζουν περισσότερους του ενός ρόλους –πλην Ορέστη. Θέμα οικονομίας;
«Οχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Δουλεύω με μια ομάδα δώδεκα ηθοποιών που διατρέχουν όλο το έργο και μέσα από τη δική τους ιστορία βλέπουμε τα γεγονότα και των τριών έργων. Υπάρχει μια συνέχεια στη διαδοχή των ρόλων από το ίδιο πρόσωπο: Η Ηλέκτρα πριν γίνει Ηλέκτρα είναι ένας απλός άνθρωπος μέσα στον Χορό και μετά γίνεται η Αθηνά. Η Κασσάνδρα γίνεται Πυθία, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η μάντισσα που μαντεύει τα κακά και εκείνη που τα μαντεύει όλα».
Οι παρεμβάσεις σας ωστόσο δεν προκαλούν όπως στο παρελθόν. Νίκη, ήττα, συμβιβασμός;
«Ούτε νίκη ούτε ήττα –σίγουρα όχι ήττα. Συμβιβασμούς κάνει κανείς θέλει δεν θέλει, αλλά συμβιβασμούς έκανα και τότε. Ακόμα και να ήθελα, δεν έχω κάνει καμία παράσταση που να είμαι προσβλητικός για το θέατρο. Απλώς μιλούσα μέσα από το έργο για θέματα που εμένα με έκαιγαν. Το τι συμβαίνει σήμερα και υπάρχει μεγαλύτερη ανεκτικότητα έχει να κάνει σαφώς και με ιστορικούς λόγους. Επί της ουσίας όμως κάτι έχουν κερδίσει και οι δύο πλευρές. Βγήκαμε όλοι μαζί σε ένα ξέφωτο που είναι πιο ενδιαφέρον, πιο ψύχραιμο και κάποιος παίζει τον ρόλο της τέχνης. Αλλά να προσθέσω ότι παλαιότερα είχα κατηγορηθεί από ανθρώπους που δεν έβλεπαν τις παραστάσεις μου, γιατί εγώ διατηρώ το έργο άθικτο, χωρίς μεγάλες παρεμβάσεις».
Για ποιον λόγο να φωνάξει κανείς σήμερα «αίσχος»;
«»Αίσχος» θα φώναζα σε κάποιον που με εξαπατά».
Οι πολιτικοί μάς εξαπατούν;
«100%. Ολοι και συνειδητά. Πολιτική χωρίς εξαπάτηση δεν γίνεται».
Ο πολιτικός μπορεί να πάψει να εξαπατά;
«Εχει το ακροατήριο για να εξαπατήσει. Ο πολιτικός είναι ένας παίκτης, ένας περφόρμερ, ένας ηθοποιός, ένας αυτοσκηνοθετούμενος ηθοποιός. Αν το ακροατήριο έχει αυταπάτες, θα τις καλλιεργήσει. Αν δεν τις καλλιεργήσει, το ακροατήριο θα πάει στον επόμενο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ