Ανοίγουν σήμερα οι πύλες ενός νέου μουσικού φεστιβάλ στην πλατεία Νερού στο Δέλτα του Φαλήρου. Το Release Athens θα πραγματοποιηθεί εκτός από σήμερα Τρίτη, στις 3, 7 και 13 Ιουνίου. Επί τέσσερις ημέρες στην σκηνή του θα περάσουν συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι Beirut, Parov Stelar, PJ Harvey, Sigur Ros καθώς επίσης και γκρουπ της εγχώριας σκηνής. Πρόκειται για τη νέα διοργάνωση του Fuzz Live Music Club που φέτος κλείνει 10 χρόνια παρουσίας στα συναυλιακά δρώμενα της Αθήνας και οι δραστηριότητές του οποίου έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Στην 1η του έκδοση, το φεστιβάλ, χωρίζει τις ημέρες με βάση το ύφος των μουσικών και επιδιώκει να ικανοποιήσει μεγάλη μερίδα του μουσικόφιλου κοινού:
Τετάρτη 1η Ιουνίου: BEIRUT + DAUGHTER + CASS McCOMBS + IRENE SKYLAKAKI + MOA BONES
Παρασκευή 3 Ιουνίου: PAROV STELAR + CHINESE MAN + SCOTT BRADLEE’S POSTMODERN JUKEBOX + RSN + GAD.
Τρίτη 7 Ιουνίου: PJ HARVEY + THE BRIAN JONESTOWN MASSACRE + SLOWDIVE + CLOSER + THE NOISE FIGURES
Δευτέρα 13 Ιουνίου: SIGUR ROS + THE BLACK ANGELS + DIIV + THEODORE + AFFORMANCE
Οσον αφορά τη σημερινή ά ημέρα το πρόγραμμα έχει ως εξής:
16.00: Ανοίγουν οι πόρτες
17.30: Moa Bones
18.15: Irene Skylakaki
19.15: Cass McCombs
20.45: Daughter
22.30: Beirut
Οι headliners του Release Athens
Beirut
Ένας νεαρός Αμερικάνος που παίζει πανέμορφη μελωδική indie / world μουσική, με έμφαση στα Βαλκανικά ηχοχρώματα, μαζί με τη μπάντα του η οποία φέρει το όνομα μίας πόλης της Μέσης Ανατολής! Μάλλον η συντομότερη περιγραφή που θα μπορούσαμε να δώσουμε για τους Beirut, το πολυαγαπημένο συγκρότημα που σχημάτισε ο Zach Condon στη Santa Fe, πριν από 10 χρόνια, κατακτώντας σταδιακά το κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο και την Ελλάδα!
«Ένας από τους λόγους που ονόμασα έτσι το συγκρότημα είναι το ότι το συγκεκριμένο μέρος έχει γνωρίσει πολλές συγκρούσεις. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους πολιτική θέση. Ανησυχούσα γι’ αυτό από την αρχή. Όμως είναι ένα τόσο εύηχο όνομα. Ίσως αν τα πράγματα εκεί κάτω γίνονταν πολύ άσχημα να το άλλαζα. Αλλά όχι τώρα. Εξακολουθεί να είναι πολύ σχετικό με τη μουσική μου. Δεν έχω πάει στη Βηρυτό, αλλά τη φαντάζομαι σαν μία κομψή αστική πόλη περικυκλωμένη από τον αρχαίο μουσουλμανικό κόσμο. Το μέρος όπου συναντιούνται διαφορετικά πράγματα.»
Οι Beirut ξεκίνησαν ως ένα solo project του Zach Condon, ο οποίος γεννήθηκε πριν από 30 χρόνια στην Albuquerque του New Mexico. Από μικρή ηλικία, ήρθε σε επαφή με τη μουσική των Mariachi, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε τρομπέτα σε μία jazz μπάντα. Αρχικά στο Πανεπιστήμιο και αργότερα κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού στην Ευρώπη, παρέα με τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο Condon γνώρισε και άλλα είδη μουσικής, δείχνοντας ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε εκείνη των Βαλκανικών χωρών.
Επιστρέφοντας από την Ευρώπη, ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο ντεμπούτο album του, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ηχογράφησε στο σπίτι του με τη συνδρομή μελών των Neutral Milk Hotel και A Hawk and a Hacksaw.
To «Gulag Orkestar» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2006 και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις εκείνης της χρονιάς, σαρώνοντας στις προτιμήσεις των μουσικοκριτικών στο τέλος της. Τα «Postcards From Italy» και «Elephant Gun» έγιναν μεγάλες επιτυχίες –και ακόμα ακούγονται σε ραδιόφωνο και μπαρ –τοποθετώντας τους Beirut στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στα ίδια μονοπάτια, βασιζόμενο στις εμπειρίες από την Ευρώπη, κινήθηκε και το δεύτερο album της μπάντας. Το «Flying Club Cup» κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2007 και το μεγαλύτερο μέρος του ηχογραφήθηκε στο studio των Arcade Fire, στο Quebec. Αυτή τη φορά, ο Zach αποκαλύπτει πως αντλεί έμπνευση από τους μεγάλους του Γαλλικού τραγουδιού –με σαφείς αναφορές στους Jacques Brel, Serge Gainsbourg, Yves Montand –μαγεύοντας τον κόσμο με κομμάτια όπως το «Nantes» και το «A Sunday Smile».
Στο «The Rip Tide» (Αύγουστος 2011), προστίθενται κάποια στοιχεία electronica αλλά η κατεύθυνση παραμένει κατά βάση ίδια. Οι μελωδίες έχουν τον πρώτο λόγο και τα τραγούδια που ξεχωρίζουν διαδέχονται το ένα το άλλο: «The Rip Tide», «East Harlem», «Santa Fe», «Vagabond».
Τον Σεπτέμβριο του 2015, κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο album των Beirut, με τίτλο «No No No». Μέχρι στιγμής, το πιο επιτυχημένο album της μπάντας σε εμπορικό επίπεδο, βρίσκει τον Condon να εξερευνά τα μονοπάτια της pop, πάντοτε μέσα από το πρίσμα της πολυπολιτισμικότητας που χαρακτηρίζει την μουσική του από την αρχή.
Παράλληλα με τις δραστηριότητες των Beirut, o Condon δημιούργησε τη δική του δισκογραφική ετικέτα, Pompeii Records, ενώ κατά καιρούς έχει συνεργαστεί με διάφορους καλλιτέχνες, όπως οι New Pornographers, Grizzly Bear, Sharon Van Etten, Blondie, A Hawk and a Hacksaw.
Οι ζωντανές εμφανίσεις τους αποτελούν αληθινή γιορτή της μουσικής του κόσμου. Στην Ελλάδα τους είδαμε πριν από πολλά χρόνια, το 2007, όταν ακόμα ήταν σχετικά άγνωστοι. Ο Zach, μία πολύ σεμνή παρουσία (και προσωπικότητα) με μια απίστευτα ζεστή φωνή, είναι ο μπροστάρης μιας μεγάλης μπάντας που αποτελείται από διάφορα πνευστά, έγχορδα και κρουστά, αναπαράγοντας με ιδιαίτερη πιστότητα και μεγαλύτερη αμεσότητα τον ήχο και την μοναδική ατμόσφαιρα της δισκογραφίας των Beirut. Χαρακτηριστικότερα όλων, η γνώριμη τρομπέτα, το φλικόρνο και το ukulele, που στα χέρια του Condon γίνονται ιδανικοί αγωγοί μεταδίδοντας στους θεατές την απίστευτη ομορφιά και τη γλυκειά μελαγχολία που διέπει τη μουσική αυτής της υπέροχης μπάντας, που δικαίως θεωρείται μία από τις πιο αγαπημένες του ελληνικού κοινού τα τελευταία χρόνια. Η 1η Ιουνίου θα είναι μία μαγική βραδιά!
H σύνθεση των Beirut:
Zach Сondon / τρομπέτα, φλικόρνο, ukulele
Nick Petree / drums, κρουστά, μελόντικα
Paul Collins / ηλεκτρικό μπάσο, όρθιο μπάσο
Kyle Resnick / τρομπέτα
Ben Lanz / τρομπόνι, μεταλλόφωνο, sousaphone
Aaron Arntz / πιάνο, πλήκτρα

Parov Stelar
O Marcus Fuereder, γνωστότερος με το καλλιτεχνικό του όνομα Parov Stelar, είναι ο πιο επιτυχημένος Αυστριακός μουσικός διεθνώς. Αποκαλείται ιδρυτής του electro swing και μαζί με τη μπάντα του, Parov Stelar Band, είναι περιζήτητοι σε ολόκληρο τον κόσμο. Από τις δύο πρώτες του κυκλοφορίες –το EP «Kiss Kiss» και το album «Rough Cuts» (2004) –έκανε έντονη την παρουσία του στην παγκόσμια ηλεκτρονική σκηνή. Ο μοναδικός του ήχος, η προσωπική του προσέγγιση στον τομέα της παραγωγής και ο ανορθόδοξος συνδυασμός διάφορων μουσικών ειδών τον έκανε γρήγορα star της ανερχόμενης σκηνής.
Με τα albums που ακολούθησαν –«Seven and Storm» (2005), «Shine» (2007), «Coco» (2009), «The Princess» (2012), «The Invisible Girl» (2013), «The Art Of Sampling»(2013) –καθώς και με πάνω από 20 singles και EPs καθιερώθηκε ακόμα περισσότερο ως ο κορυφαίος δημιουργός του συγκεκριμένου ρεύματος, αποκτώντας τεράστιο fan base.
Όλα αυτά φροντίζει να τα αποδεικνύει και στις ζωντανές του εμφανίσεις, οι οποίες μάλλον αποτελούν και τον βασικότερο λόγο της μεγάλης δημοτικότητάς του αφού είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο διασκεδαστικά live acts που υπάρχουν τη δεδομένη στιγμή. Ο Parov Stelar και η μπάντα του έχουν ξεσηκώσει το κοινό σε πάνω από 600 συναυλίες τα τελευταία χρόνια, παίζοντας παντού: από το Brixton Academy στο Λονδίνο και το Zenith στο Παρίσι μέχρι το Columbiahalle στο Βερολίνο και το Playstation Theater στη Νέα Υόρκη, καθώς και σε μεγάλα φεστιβάλ όπως το Glastonbury, το Coachella, το Sziget, το Rock Werchter, το Zurich Open Air και το La Fete de L’ Humanite στο Παρίσι, μπροστά σε 100.000 ανθρώπους.
Πολλές είναι και οι συνεργασίες του μέσα στα χρόνια, από τον Bryan Ferry και τη Lana Del Rey μέχρι τον Tony Bennett και τη Lady Gaga. Όμως, εκεί που πραγματικά χάνεται ο λογαριασμός είναι στο πόσο πολύ έχει χρησιμοποιηθεί η μουσική του σε συλλογές («Hotel Costes», «Buddha Bar», «Elecrtro Swing»), soundtracks ταινιών και τηλεοπτικών σειρών αλλά και σε αμέτρητες διαφημίσεις (Paco Rabanne, Bacardi, Microsoft, Nespresso, Chevrolet, Fiat, Chrysler, Audi, Motorola, Colgate είναι μόνο μερικές).demondiaries
Παράλληλα, έχει τιμηθεί με 6 Βραβεία Amadeus / Austrian Music Awards (Best Electronic / Dance, Best Live Act, Best Electronic Act, Best Album, από το 2012 μέχρι το 2015), ενώ με το «Booty Swing» κατέκτησε τα charts στις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Το 2015, κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο album του, «Demon Diaries», και πραγματοποίησε sold out shows στη Νέα Υόρκη και την Washington DC. Πλέον, είναι έτοιμος για μία νέα περιοδεία μέσα στο 2016, η οποία θα τον φέρει σε πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, οι Βρυξέλλες και σε φεστιβάλ όπως το Coachella και, φυσικά, το Release Athens 2016.

PJ Harvey
Ξεκινώντας κάποιος να γράφει για το ποια είναι η PJ Harvey, τι έχει επιτύχει σε αυτά τα περίπου 30 χρόνια που βρίσκεται στο προσκήνιο, ποια είναι η επίδρασή της στην παγκόσμια μουσική σκηνή και η εν γένει θέση της στο στερέωμα του rock’n’roll, από τη γέννησή του μέχρι σήμερα, το πιο πιθανό είναι να αναρωτηθεί για το πόσες σελίδες μπορεί να γεμίσει και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση. Όσο πιο επιγραμματικά γίνεται λοιπόν…
Η πορεία της ουσιαστικά ξεκίνησε το 1988, όταν έγινε μέλος της τοπικής μπάντας Automatic Dlamini, frontman της οποίας ήταν ο John Parish, ο άνθρωπος που έμελλε να εξελιχθεί στον κοντινότερο και μονιμότερο συνεργάτη της μέχρι σήμερα. Το 1991, σχημάτισε το δικό της συγκρότημα, με τη συνδρομή του –επίσης συχνού συνεργάτη της –Rob Ellis στα drums και του Ian Oliver στο μπάσο. Εκείνη ανέλαβε τα φωνητικά και την κιθάρα, βαφτίζοντας το τρίο απλά ως PJ Harvey.
To 1992, η μπάντα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο album, «Dry», γνωρίζοντας αμέσως τεράστια αποδοχή από τον μουσικό Τύπο και, κυρίως, από τον περίφημο John Peel. Τα δύο –φοβερά και τρομερά –singles του δίσκου, «Dress» και «Sheila-Na-Gig», έτυχαν ανάλογης υποδοχής, ενώ και άλλα κομμάτια ξεχώρισαν από αυτόν, όπως το στοιχειωτικό «Oh, My Lover» και το «Plants And Rags». Λίγα χρόνια αργότερα, το συγκεκριμένο album θα βρισκόταν στην περίφημη λίστα με τα αγαπημένα του Kurt Cobain.
Στη συνέχεια, η Island (Polygram) προσέφερε αμέσως συμβόλαιο στη μπάντα που με τη σειρά της ταξίδεψε στη Minnesota για να δουλέψει μαζί με τον μεγάλο Steve Albini (Big Black, Shellac). Τον Μάιο του 1993, κυκλοφόρησε το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους. Το «Rid Of Me» ήταν ένα ωμό αριστούργημα που συνδύαζε το grunge (που τότε επικρατούσε) με την αμεσότητα των blues και μία σκοτεινή αισθητική. Άλλα δύο φοβερά singles («50 ft Queenie», «Man-Size») και περισσότερα highlights («Yuri-G», «Dry», «Rid Of Me») καθιέρωσαν ακόμα περισσότερο το όνομα της PJ Harvey στη συνείδηση του κοινού.
Το 1995, σαν solo καλλιτέχνις πλέον, παρουσίασε το τρίτο album της καριέρας της, «To Bring You My Love». Εδώ, επανενώνεται με τον John Parish και πρωτοσυνεργάζεται με τον σπουδαίο πολυ-οργανίστα Mick Harvey (από τους Bad Seeds)και τον drummer Jean-Marc Butty. Και οι τρεις παραμένουν συνεργάτες της μέχρι σήμερα, όπως και ο Floodπου ανέλαβε την παραγωγή. Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτέλεσε την πρώτη πολύ μεγάλη επιτυχία για την PJ Harvey, ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο πωλήσεις παγκοσμίως.
Ούτως ή άλλως, η εμπορικότητα δεν ήταν ποτέ ούτε ο στόχος ούτε το μέτρο με βάση το οποίο κρινόταν η κάθε της κίνηση. Αλλά σίγουρα ο πιο blues ήχος, τα έγχορδα και τα πλήκτρα που τον εμπλούτισαν, καθώς και κομμάτια όπως τα «Down By The Water», «Send His Love To Me», «C’mon Billy», «Long Snake Moan», «The Dancer» την έκαναν πλέον γνωστή σε πολύ μεγαλύτερα ακροατήρια.
Το «Is This Desire?» πουακολούθησε διέφερε σημαντικά –όπως σχεδόν κάθε albumτης PJ Harvey σε σχέση με τα υπόλοιπα –από τον προκάτοχό του, εισάγοντας ηλεκτρονικά στοιχεία στον ήχο της. Με το «A Perfect Day Elise» γνώρισε τη μεγαλύτερη, μέχρι τότε, επιτυχία της στην Αγγλία, ενώ τα «The Garden», «The Sky Lit Up», «Catherine» συμπληρώνουν μία ακόμα τετράδα από highlights.
Στις αρχές του 2000, η Harveyξεκίνησε τις ηχογραφήσεις για το 5ο studio albumτης, «Stories From The City, Stories From The Sea», με τη συνδρομή του Mick Harvey και του Rob Ellis. Επηρεασμένο από τη διαμονή της στη Νέα Υόρκη, είναι ένα album που τόσο στιχουργικά και συνθετικά όσο και από πλευράς παραγωγής μοιάζει να αναδεικνύει μία πιο «φωτεινή» πλευρά της, με τα περισσότερα κομμάτια να είναι δομημένα πάνω σε πιο mainstream- όσο δόκιμος μπορεί να είναι ο συγκεκριμένος όρος στην περίπτωσή της –indie rock φόρμες. Τρία υπέροχα singles («Good Fortune», «A Place Called Home», «This Is Love») και ένα σύνολο τόσο εξαιρετικό που μοιάζει αδύνατο να ξεχωρίσεις έστω κι ένα κομμάτι που να υστερεί. Απότο «Big Exit» και το «This Mess We’re In», με τον Thom Yorke των Radiohead στα φωνητικά, μέχρι το «Kamikaze» και το «We Float», το «Stories…» είναι ένα album που πραγματικά δεν χορταίνεις να ακούς. Δίκαια, απέσπασε το Mercury Prize του 2001 ως το κορυφαίο της Βρετανικής δισκογραφίας.
Όμως, η PJ Harvey συνέχισε να παραμένει καλλιτεχνικά ανήσυχη και να αλλάζει τα μουσικά της μονοπάτια. Το «Uh Huh Her» του 2004 τη βρίσκει να παίζει όλα τα όργανα στον δίσκο –εκτός των drumsτου Rob Ellis-και να αναλαμβάνει την παραγωγή μόνη της. Ηχητικά, είναι ένα πολύ πιο «δύσκολο» album, ιδίως για το κοινό που τη γνώρισε μέσα από την προηγούμενη δουλειά της. Τα singles «The Letter», «You Come Through», «Who The Fuck?» και»Shame» ξεχώρισαν από εδώ.
Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η μεταστροφή της στο «White Chalk» (2007), στο οποίο συνεργάστηκε και πάλι με τον Flood, τον John Parish και τον Eric Drew Feldman. Το κιθαριστικό alternative rock έδωσε τη θέση του σε ορισμένες μαγευτικές μπαλάντες με κύριο όργανο το πιάνο. «When Under Ether», «The Devil», «Silence», «The Piano» είναι μόνο μερικές από τις συνθέσεις που συγκροτούν ένα album που πολλοί φίλοι της PJ Harvey βρήκαν «περίεργο», ενώ ακόμα και η ίδια είπε πως «όταν το ακούω αισθάνομαι σα να βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό σύμπαν, πραγματικά, σαν να μην είμαι σίγουρη αν βρίσκομαι στο παρελθόν ή το μέλλον.»
Το 2011, παρουσίασε το 8ο album της, «Let England Shake», μέσα σε έναν ομόφωνο διθύραμβο από τον μουσικό Τύπο τόσο στην πατρίδα της όσο και τον υπόλοιπο κόσμο. Βαθύτατα πολιτικοποιημένο και αντιπολεμικό -με υπέροχα κομμάτια όπως το «The Words That Maketh Murder», «The Glorious Land», «The Last Living Rose» –χάρισε στην Harvey το 2ο Mercury Prize της καριέρας της –δίνοντάς της μία θέση στο βιβλίο των ρεκόρ, μιας και είναι η μοναδική που το έχει καταφέρει –και τον τίτλο του album της χρονιάς στο Mojo, το Uncut, το NME και τον Guardian!
Παράλληλα με την προσωπική της καριέρα, η PJ Harvey έχει πραγματοποιήσει σειρά συνεργασιών μέσα στα χρόνια. Το 1995, ηχογράφησετο «Henry Lee» και το «Death Is Not The End» (του Bob Dylan) για το album «Murder Ballads» του Nick Cave και των Bad Seeds. Τρία χρόνια αργότερα, συμμετείχε στο «Broken Homes» του Tricky. Το 2001, έπαιξε και τραγούδησε στο «It’s A Wonderful Life» των Sparklehorse. Όλοι θυμόμαστε ακόμα το συγκλονιστικό «PianoFire» από αυτόν τον δίσκο. Λίγο αργότερα, τραγούδησε σε οκτώ κομμάτια που περιέχονταν στα «Desert Sessions 9 & 10» του Josh Homme, ενώ το 2004 έγραψε πέντε τραγούδια για το «Before The Poison» της Marianne Faithfull και έκανε φωνητικά σε άλλα τρία («Hit The City», «Methamphetamine Blues», «Come To Me») στο «Bubblegum» του μεγάλου Mark Lanegan. To 2007, έδωσε ένα κομμάτι της που δεν συμπεριλήφθηκε στο «Stories From The City…» στο 4ο προσωπικό album του Mick Harvey, «Two of Diamonds».
Επίσης, έχει κυκλοφορήσει δύο albumsτα οποία υπογράφει μαζί με τον επί χρόνια συνεργάτη της, John Parish. Το πρώτο ήταν το «Dance Hall at Louse Point» (1996) και το πιο πρόσφατο το «A Woman a Man Walked By» (2009), το οποίο γνώρισε αρκετή επιτυχία και περιείχε το σαγηνευτικά σκοτεινό single, «Black Hearted Love».
Όλα αυτά μας φέρνουν στο σήμερα, όπου η PJ Harvey, μετά από «σιωπή» πέντε ετών, πραγματοποιεί μία επιστροφή στη δισκογραφία και τις ζωντανές εμφανίσεις που ήδη αποτελεί το γεγονός της χρονιάς στον κόσμο της μουσικής. Το 9o album της, «The Hope Six Demolition Project» ηχογραφήθηκε μπροστά σε κοινό στο Somerset House του Λονδίνου, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο studio, και πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 15 Απριλίου του 2016. Περιέχει 11 τραγούδια που απηχούν τις εμπειρίες από τα ταξίδια τεσσάρων ετών στο Κόσοβο, το Αφγανιστάν και την Washington και, όπως συνέβη και στο «Let England Shake», έχουν ξεκάθαρα κοινωνικο-πολιτική θεματολογία.
«Όταν γράφω ένα τραγούδι οραματίζομαι ολόκληρο το σκηνικό. Μπορώ να δω τα χρώματα, μπορώ να πως τι ώρα της ημέρας είναι, μπορώ να συναισθανθώ την διάθεση, μπορώ να δω το φως να αλλάζει, τις σκιές να κινούνται, τα πάντα μέσα σε εκείνη την εικόνα. Το να συλλέξω πληροφορίες από δευτερεύουσες πηγές φάνηκε πολύ αποστασιοποιημένο σε σχέση με αυτά για τα οποία προσπαθούσα να γράψω. Ήθελα να μυρίσω τον αέρα, να αισθανθώ το χώμα και να συναντήσω τους ανθρώπους των χωρών με τις οποίες νιώθω γοητευμένη.»
Χαρακτηριστικό είναι το single –προπομπός, «The Wheel», το video-clip του οποίου έχει κατά βάση γυριστεί (σκηνοθετημένο από τον Seamous Murphy) στο Κόσοβο, ενώ περιέχει και πλάνα από την Ειδομένη, αναδεικνύοντας το προσφυγικό πρόβλημα που αποτελεί μέρος της καθημερινότητας όλων μας εδώ και καιρό.
Το ίδιο ανήσυχη έχει αποδειχθεί ακόμα και σε ότι αφορά στην εξωτερική εμφάνιση και το «image» που υιοθετεί, αφού συνήθως οι όποιες αλλαγές στη μουσική κατεύθυνση συνοδεύονται από αντίστοιχες στην εμφάνισή της, συγκροτώντας μία μοναδική ενιαία αισθητική κάθε φορά, η οποία αγγίζει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στο artworkτου εκάστοτε δίσκου, συχνά υπό την επιμέλεια της φίλης της και φωτογράφου Maria Mochnacz.
Όπως και να έχει, alternative rock, punk-blues, avant-rock, indie-rock, folk… όλααυτάείναιοισυνήθεις χαρακτηρισμοί και ετικέτες που χρησιμοποιεί ο Τύπος για να προσδιορίσει το στυλ ενός καλλιτέχνη. Σε περιπτώσεις όπως αυτή της PJ Harvey όλα αυτά έχουν λίγη σημασία, από τη στιγμή που το μουσικό έργο της είναι τέτοιο που υπερβαίνει τα στενά όρια του οποιουδήποτε ρεύματος. Επιρροές και βιώματα έχουν όλοι οι καλλιτέχνες, ανεξαιρέτως. Αυτό που διαφοροποιεί τους καλύτερους εξ’ αυτών είναι η δυνατότητά τους να εξελίσσουν τα όσα έχουν πάρει σε κάτι μοναδικό και προσωπικό. Και η PJ Harvey είναι από τους ελάχιστους που έχουν να επιδείξουν μία πολυετή πορεία με τέτοια αξιοζήλευτη δημιουργικότητα και συνέπεια. Χωρίς υπερβολή, η θέση της στην κορυφή είναι σχεδόν μοναχική…

Sigur Ros

Η μεγαλύτερη post-rock μπάντα του πλανήτη προέρχεται από το Ρέυκιαβικ της Ισλανδίας και έχει πάρει το όνομά της από ένα κορίτσι, την αδελφή του τραγουδιστή / κιθαρίστα /πολυοργανίστα Jon Thor Birgisson, Sigurrós Elín. Οι Sigur Rós έγιναν γνωστοί με το δεύτερο album τους, «Ágætis Byrjun», το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1999 και γνώρισε πρωτοφανή παγκόσμια αποδοχή από κοινό, κριτικούς και, κυρίως, άλλους καλλιτέχνες και μπάντες. Παρότι τραγουδισμένος εξ’ ολοκλήρου στα Ισλανδικά –με χαρακτηριστικό γνώρισμα την σπάνια αιθέρια φωνή του Jonsi –και κυρίως αποτελούμενος από μακρόσυρτες ατμοσφαιρικές συνθέσεις, ο συγκεκριμένος δίσκος αιχμαλώτισε τους πάντες με τα απόκοσμα ηχοτόπια και την σχεδόν εξωγήινη ομορφιά του. Εδώ περιέχονται μερικά από τα πιο γνωστά κομμάτια τους, όπως τα αριστουργηματικά «Starálfur», «Olsen Olsen», «Svefn-g-englar».
Η μπάντα περιόδευσε ασταμάτητα τα επόμενα δύο χρόνια, δουλεύοντας παράλληλα πάνω στο επόμενο album τους, το εμβληματικό «( )», που κυκλοφόρησε το 2002 και αφήνει τον μέγιστο δυνατό χώρο στον ακροατή ώστε να ερμηνεύσει τα όσα ακούει με τον δικό του τρόπο, μην περιέχοντας κανέναν τίτλο ή στίχο.
Το 2005, παρουσίασαν το «Takk», το album που έμελλε να αποτελέσει την πιο… mainstream στιγμή τους, αν και αυτός ο όρος είναι μάλλον αδόκιμος για ένα σχήμα σαν τους Sigur Rós. Το «Hoppipola» είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι στην μέχρι τώρα πορεία τους, επιλεγμένο από το BBC ως μουσικό θέμα της πολύ δημοφιλούς σειράς ντοκυμαντέρ Planet Earth. Άλλωστε, είναι πάρα πολλοί οι παραγωγοί και σκηνοθέτες που χρησιμοποιούν τη μουσική τους που, μέσα στα χρόνια, έχει ακουστεί σε γνωστές κινηματογραφικές επιτυχίες («Vanilla Sky», «The Life Aquatic», «127 Hours», «Slumdog Millionaire», «Earth», «We Bought A Zoo») και δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές («Game of thrones», «The Simpsons»).
Η εκτενής περιοδεία που ακολούθησε την κυκλοφορία του «Takk» έκλεισε με μια σειρά συναυλιών στην πατρίδα τους, η οποία αποτέλεσε το περιεχόμενο του φιλμ «Heima» (2007).
To 2008, η μπάντα κυκλοφόρησε το album «Med Sudieyrum», και περιόδευσε ξανά πριν ο Jonsi Thor Birgisson ασχοληθεί με δύο side projects, ένα ambient album μαζί με τον Alex Somers (2009) και ένα προσωπικό δίσκο («Go» / 2010), βάζοντας μία άνω τελεία στις δραστηριότητες των Sigur Rós.
To 2011, παρουσίασαν ένα live DVD γυρισμένο στην τελευταία περιοδεία τους μαζί με τον κημπορντίστα / κιθαρίστα, Kjartan Sveeinsson, με τίτλο «Inni». Μέσα στις αμέσως δύο επόμενες χρονιές, κυκλοφόρησαν δύο albums: το τελευταίο με τον Kjartan στη σύνθεσή τους («Valtari» / 2012) και το πρώτο χωρίς αυτόν («Kveikur» / 2013). Το προγενέστερο ηχεί πιο ωμό, όμορφο και ελεγειακό, ενώ το δεύτερο είναι ένας σκοτεινός μελαγχολικός σύγχρονος rock δίσκος.
Πλέον, βρίσκονται να συνεχίζουν ως τρίο, όπως ακριβώς ξεκίνησαν πριν από 22 χρόνια, το 1994. Οι Sigur Rós είναι:
Jon Thor Birgisson / φωνητικά, κιθάρα, πλήκτρα
Georg Holm / μπάσο, πλήκτρα
Orri Pall Dyrason / drums, πλήκτρα
«Κάθε φορά που ξεκινάς μία περιοδεία θέλεις να είναι διαφορετική… και κάθε φορά είναι, συνήθως επειδή έχεις ένα νέο album που επιθυμείς να παίξεις στον κόσμο. Και αυτό μπορεί να αποβεί διασκεδαστικό, επειδή πρέπει να δουλέψεις πάνω στο πως θα αναπαράγεις όλα τα περίπλοκα πράγματα που έκανες στο studio και πάνω στη σκηνή. Αλλά υπήρχε και μία εποχή που ήταν αντίστροφα, όταν δουλεύαμε πράγματα στις περιοδείες και προσπαθούσαμε να αιχμαλωτίσουμε τον ‘κεραυνό σε ένα μπουκάλι’ και αυτό αργότερα στο studio αποδεικνυόταν δύσκολο. Αυτή τη φορά, πέρα από το να παίζουμε τραγούδια που γνωρίζετε, θέλαμε να θυμηθούμε το ενστικτώδες συναίσθημα που βιώναμε στον απόηχο του ‘Ágætis Byrjun’, όταν επί δύο χρόνια σχηματίζαμε και επαναπροσδιορίζαμε τα κομμάτια που θα περιλαμβάνονταν στο album ‘( )’, ζωντανά μπροστά στον κόσμο, νύχτα με τη νύχτα. Με αυτό στο μυαλό, με χαρά ανακοινώνουμε πως θα παίξουμε σε φεστιβάλ το καλοκαίρι που έρχεται με ένα πνεύμα περιπέτειας. Το μόνο που μπορούμε να πούμε αυτή τη στιγμή είναι πως θα είναι διαφορετικά, με νέα ακυκλοφόρητα τραγούδια, ένα νέο show και ίσως μερικά ακόμα ‘νέα’ πράγματα. Πέρα από αυτό, μπορούμε μόνο να σας ζητήσουμε να μας εμπιστευτείτε.» –Sigur Rós
Περισσότερες πληροφορίες στο releaseathens.gr