Η συνομιλία δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν. Πολύ περισσότερο δε όταν αυτή γίνεται για χάρη της τέχνης. Ο Κωνσταντίνος Βήτα, εκ των πρωτεργατών της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα, αποφάσισε αυτή τη φορά να συνομιλήσει με το ρεμπέτικο τραγούδι και την παραδοσιακή μουσική. Τίτλος «Sala Sala» και τόπος παρουσίασης η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 3 και 4 Ιουνίου. Η παράσταση εστιάζει στη μουσική ιστορία που έγραψαν τον περασμένο αιώνα δύο σημαντικές μορφές: η Σωτηρία Μπέλλου (1921-1997) και η Μαρίκα Παπαγκίκα (1890-1943). Στο ρεμπέτικο η πρώτη, στο παραδοσιακό η δεύτερη. Μέσα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Σμύρνης και τον απόηχο που άφησαν οι επιρροές τους στην Αθήνα του ’40. Ουσιαστικά πρόκειται για μια νέα ανάγνωση του ρεμπέτικου και του παραδοσιακού, χωρίς όμως να απουσιάζουν και οι μνήμες του Κωνσταντίνου Βήτα. Πρόκειται για μια παράσταση με τραγούδια που μιλούν για τον έρωτα, τη μοναξιά, τις ανεκπλήρωτες αγάπες. Και όπως σημείωσε στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής», «Sala Sala» σημαίνει «τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε».
Πώς προέκυψε η ανάγκη για αυτές τις δύο συναυλίες;


«Ηταν μια ιδέα της Αφροδίτης Παναγιωτάκου από τη Στέγη. Θέλαμε να φτιάξουμε κάτι για το πρώιμο ρεμπέτικο, την εποχή 1927 ως και 1948. Φυσικά είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και άπειρα τα τραγούδια εκείνης της εποχής. Εκανα μια έρευνα για την περίοδο εκείνη από άρθρα που βρήκα και ξαναδιάβασα το βιβλίο της Gail Holst «Road to Rembetika» το οποίο είχα από την εποχή που ήμουν φοιτητής στη Μελβούρνη. Μου το είχαν δώσει κάποιοι φίλοι της εκεί. Στην αρχή δεν ήξερα πώς να το αγγίξω αυτό το θέμα, άκουσα πολλά τραγούδια και μετά κατέληξα στις δύο αυτές γυναικείες μορφές που τραγούδησαν ρεμπέτικο και παραδοσιακά. Εφτιαξα μια λίστα από τραγούδια και άρχισα να τα διαβάζω προσπαθώντας να βρω δικά μου βιώματα ώστε να τα φέρω μέσα μου και να τα επικοινωνήσω. Είναι μια επιλογή από τραγούδια που είπαν η Παπαγκίκα και η Μπέλλου. Οι ήρωες στα τραγούδια αυτά είναι άνθρωποι που διακατέχονται από ένα πάθος, από συναισθηματικές επιλογές που τους έφεραν σε δύσκολες καταστάσεις, βιώνουν τον πόνο, τη χαρά μέσα από στίχους που έχουν έναν διαφορετικό τρόπο, εννοώ τη γραφή, την ποίηση. Εκεί στάθηκα πολύ, είναι τραγούδια ερωτικά, για μοναξιά, για ανεκπλήρωτες αγάπες, για χαράματα, ένας κόσμος που αγγίζει την εποχή μας, μια και η παρακμή είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό».
Γιατί επέλεξες τις δύο αυτές ερμηνεύτριες;
«Οι δύο γυναίκες αυτές δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους. Η Παπαγκίκα έζησε και πέθανε στη Νέα Υόρκη ηχογραφώντας τραγούδια παραδοσιακά και ελάχιστα ρεμπέτικα και η Μπέλλου έζησε και τραγούδησε πολλές δεκαετίες στην Αθήνα. Προσπάθησα να φτιάξω μια ιστορία μέσα από αυτά τα τραγούδια που είπαν, να βρω ένα χρώμα μουσικό, έναν ήχο, μια δόνηση όπου θα μπορούσαν και οι δύο να ενωθούν. Μου αρέσουν τα πράγματα που δεν συνδέονται, είναι από μόνο του αυτό μουσική. Πήρα βασικά ηλεκτρικά όργανα και έφτιαξα μουσική για ένα ηλεκτρικό κουαρτέτο. Χρησιμοποίησα βασικές μελωδίες, τον βασικό πυρήνα και τον τοποθέτησα σε ένα ξένο περιβάλλον, κάτι σαν μια παλιά καρδιά που μπαίνει σε ένα νέο σώμα. Μια μεταμόσχευση, θα μπορούσε κάποιος να πει».
Τι θέλεις να «περάσεις»;
«Οταν συνθέτεις δεν θες να περάσεις κάτι ιδιαίτερο στον κόσμο, δεν δημιουργώ ποτέ για να περάσω ένα μήνυμα στον κόσμο. Η σύνθεση, η μουσική τουλάχιστον για μένα δεν είναι ένας διαγωνισμός για να έχω άγχος για τα μηνύματα ή τα ενδύματα, οτιδήποτε. Αν κάτι υπάρχει μέσα εκεί, θα μιλήσει από μόνο του, απλά. Η «Sala Sala» νομίζω πως είναι σαν αναπνοές, σαν παύσεις, ένα πολύ αργό κάψιμο μιας εσωτερικής φλόγας».
Τι θα δούμε και τι θα ακούσουμε πάνω στη σκηνή;
«Θα ακούσουμε λοιπόν μουσική και θα δούμε την προσέγγιση, την απόδοση δύο καλλιτεχνών, του Ανδρέα Αγγελιδάκη και του Αγγελου Πλέσσα. Αυτοί ήταν οι καλλιτέχνες που θεώρησα πως θα μπορούσαν να μπουν σε αυτόν τον κόσμο και στάθηκα τυχερός που μπορέσαμε να βρούμε τον χρόνο για να το πετύχουμε. Εφτιαξαν όλο το εικαστικό μέρος του κοντσέρτου αποτυπώνοντας την αισθητική τους σε βίντεο. Θα υπάρχουν τέσσερις μουσικοί, ηλεκτρική κιθάρα, ηλ. μπάσο, πιάνο φυσικό και ηλεκτρική φαρφίσα και ένα θέρεμιν. Θα τους συνοδεύσω με τα ηλεκτρονικά μου, ενώ στο τραγούδι θα έχουμε τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα».
Τι μπορεί να πει πλέον το ρεμπέτικο στις σημερινές γενιές; Και επίσης τι λέει σε εσένα;
«Ο άνθρωπος πάντα είναι ίδιος, απλά αλλάζει ρούχα και κάποια στερεότυπα μέσα στις εποχές. Χαρακτηρίζεται από τα λάθη του, από τις επιλογές του, από τα συναισθήματά του, τα στοιχεία που προβάλλει. Στα τραγούδια που επέλεξα δεν βρίσκει κάποιος κενό, κάποιο χάσμα γενεών, η μουσική λειτουργεί πέρα από τον χρόνο. Ο πόνος, η θλίψη, η χαρά, η αγάπη είναι το ίδιο ακριβώς σε κάθε εποχή, δεν συνέβη τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο τότε. Αυτό που ζούμε με το Προσφυγικό θυμίζει την καταστροφή της Σμύρνης. Το ίδιο νιώθουν και αυτοί οι άνθρωποι μέσα τους βλέποντας το σπίτι τους να καίγεται, τρέχοντας σε έναν άγνωστο δρόμο».
Αυτό που ονομάζαμε παλιά ηλεκτρονική μουσική έχει κλείσει τον κύκλο της;
«Η ηλεκτρονική μουσική υπάρχει από τη δεκαετία του ’70 ως και σήμερα. Δεν σταμάτησε νομίζω ποτέ. Σήμερα υπάρχει μουσική που καλύπτει τα πάντα, απλά οτιδήποτε κυκλοφορεί λόγω της πληροφορίας χάνεται και πολύ γρήγορα γίνεται παλιό. Ολα τρέχουν με την ταχύτητα που έχει το δάχτυλό μας. Ο χρόνος είναι στα χέρια μας και ο κόσμος είναι ένα ταμπλό».
Πώς «ορίζεις» την κρίση;
«Δεν έχει σταματήσει ποτέ η κρίση, αν δεν είναι εξωτερική σίγουρα είναι εσωτερική. Είναι πολύ δύσκολα χρόνια και αυτά, άλλοι πολέμησαν στα μέτωπα, σήμερα πολεμάμε στις πόλεις».

Υπάρχει κακογουστιά στη ζωή μας; Και αν ναι, από πού προκύπτει;
«Δεν ασχολήθηκα ποτέ με το γούστο».
Τα χρήματα και η οικονομική άνεση παίζουν ρόλο όταν γράφεις; Θέλω να πω όταν τα έχεις νιώθεις περισσότερο δημιουργικός;
«Την εποχή που έγραφα μουσική και στίχους στους Στέρεο Νόβα δεν είχα λεφτά και μου έχει συμβεί πολλές φορές ακόμη και τώρα. Καλά είναι τα χρήματα, όλοι τα θέλουμε, αλλά δεν με εμποδίζουν να συνθέσω ούτε φυσικά με κάνουν δημιουργικό. Πολλά τραγούδια μου τα έχω γράψει σε μια αποθήκη στο χωριό που είχε μόνο ένα γκαζάκι για να φτιάχνεις καφέ».
Νιώθεις ποτέ φόβο ότι μπορεί κάποτε να σταματήσεις να έχεις «φρέσκες» ιδέες ή να σταματήσει να σε ακολουθεί το κοινό;
«Κάποια στιγμή θα σταματήσω να συνθέτω, μπορεί, αλλά δεν φτιάχνω μουσική για τον κόσμο, συνθέτω γιατί είναι μια δική μου γλώσσα αυτή, μια ανάγκη να επικοινωνώ με την ψυχή μου».

Τι μουσική ακούς αυτό το διάστημα;
«Ντίσκο, σόουλ, φολκ».
Τι σου δίνει χαρά στην καθημερινότητα;
«Το διάβασμα, το τρέξιμο, ένας καφές με παρέα».
Τέλος, γιατί επέλεξες τον τίτλο «Sala Sala» και τι θα ήθελες να πάρουν μαζί τους οι θεατές από τα live;
«Είναι από το ομώνυμο τραγούδι, «τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε», ένα παραδοσιακό τραγούδι που αναφέρεται στον συμβιβασμό».
Α, ναι, και τα επόμενα σχέδια;
«Συναυλίες, μουσική, μακάρι και κάποια παραλία για λίγα μπάνια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ