Αν ήταν στίχος, θα ήταν εκείνος του Χρήστου Αργυρόπουλου «κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά». Είναι όμως ένα αρχαιολογικό εύρημα εικοσαετίας, η ερμηνεία του οποίου και μόνο αποδείχθηκε αρκετή για να βάλει φωτιά στον αρχαιολογικό κόσμο και όχι μόνο. Βρέθηκε λοιπόν ο τάφος του δασκάλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη;
Την ώρα που ορισμένοι προσπαθούσαν να διαβάσουν τα στοιχεία που παρουσίασε στο παγκόσμιο συνέδριο «Αριστότελης 2.400 χρόνια» ο ανασκαφέας του επίμαχου χώρου, αρχαιολόγος και πρώην στέλεχος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Κώστας Σισμανίδης, κάποιοι άλλοι ήδη έκαναν λόγο για την «Αμφίπολη της Αριστεράς». Κι ενώ ορισμένοι εύλογα αναρωτιούνταν για ποιον λόγο επελέγη η συγκεκριμένη χρονική στιγμή για την παρουσίαση του ευρήματος αφού δεν πρόκειται για νέα ανακάλυψη, κάποιοι άλλοι διέκριναν πολιτική σκοπιμότητα, δεδομένου ότι το σημείο όπου βρίσκεται το επίμαχο μνημείο απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από τα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές.

Επειδή δε ένα τέτοιας σημασίας εύρημα δεν θα μπορούσε να συνυπάρχει με τα μεταλλεία, ίσως η αποκάλυψη της ταυτότητάς του –έστω και με ενδείξεις, χωρίς απτές αποδείξεις –να αποτελούσε το τελευταίο χαρτί εκείνων που εναντιώνονται στη λειτουργία τους. Και κάποιοι περισσότερο καχύποπτοι διακρίνουν έναν «πόλεμο» μεταξύ αρχαιολόγων στη Μακεδονία, όπου ο καθένας προσπαθεί να κερδίσει και το δικό του μερίδιο δόξας ταυτίζοντας τα ευρήματά του με κάποια σπουδαία προσωπικότητα. Αν και αναγνωρίζουν μάλιστα τον ανασκαφέα ως σοβαρό επιστήμονα, δεν παραλείπουν να επισημάνουν ότι δεν επέλεξε να κάνει την ανακοίνωσή του σε ένα αμιγώς αρχαιολογικό συνέδριο, όπου θα υπήρχε η δυνατότητα εμπεριστατωμένης κριτικής, αλλά στο πλαίσιο εργασιών ενός συνεδρίου φιλοσοφίας.

Το μνημείο και ο τόπος. Ποιος και πότε θα καταφέρει να λύσει κάποιον από τους παραπάνω γρίφους, είναι άγνωστο. Ωστόσο ο Σισμανίδης χθες από το βήμα του συνεδρίου που διοργανώνουν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Διεπιστημονικό Κέντρο Αριστοτελικών Ερευνών επιχείρησε να λύσει τον γρίφο του αψιδωτού οικοδομήματος που ανέσκαψε στη χερσόνησο Λιοτόπι, ανάμεσα στον αρχαϊκό ναό του Διός και της Αθηνάς (6ος αι. π.Χ.) και στη στοά του 5ου αι. π.Χ., και το οποίο περιβάλλει έναν τετράγωνο βυζαντινό πύργο. Κτίσμα, οι τοίχοι του οποίου σώζονται σε ύψος 1,8 μ. και χρονολογείται την περίοδο που ακολούθησε αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου βάσει τόσο της κεραμικής που εντοπίστηκε στο εσωτερικό και στον περιβάλλοντα χώρο του όσο και των 50 και πλέον νομισμάτων (ορισμένα του Αλεξάνδρου Γ’ και κάποια άλλα των επιγόνων), ενώ τα κεραμίδια του –προϊόντα του βασιλικού κεραμοποιείου –δείχνουν ότι πρόκειται για κτίριο με δημόσιο χαρακτήρα. Στο εσωτερικό του, δε, υπάρχει ένα μαρμαροθετημένο δάπεδο με κενό σημείο όπου ίσως είχε τοποθετηθεί βωμός, ενώ ένας υπερυψωμένος και πλατύς δρόμος οδηγούσε στην είσοδό του και ήταν κατάλληλος για απόδοση προσφορών.

Κλειδί για να δώσει τις απαντήσεις του οικοδομήματος, το οποίο είχε φέρει στο φως σε ανασκαφές προ 20ετίας και οι οποίες διακόπηκαν λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, αποτέλεσαν οι φιλολογικές πηγές που υποστηρίζουν, περίπου 800 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου σταγειρίτη φιλοσόφου, ότι «όταν πέθανε (στη Χαλκίδα, τον Οκτώβριο του 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απέθεσαν την υδρία σε μια τοποθεσία που την ονόμασαν «Αριστοτέλειον». Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σε αυτόν τον τόπο τη συνέλευσή τους», ενώ αλλού αναφέρεται ότι γίνονταν και γιορτές κι αγώνες στη μνήμη του.
«Εχουμε άραγε, κατόπιν όλων των ανωτέρων, κάποιο λόγο για να μη θεωρήσουμε ότι το προβληματικό, από την άποψη της ερμηνείας του, αψιδωτό οικοδόμημα ήταν ο τάφος του Αριστοτέλη;» αναρωτήθηκε ο αρχαιολόγος κατά την ομιλία του. «Υπάρχει κάτι που δεν ταιριάζει ή ενοχλεί σε αυτή την ερμηνεία; Αντίθετα, θεωρούμε, χωρίς ωστόσο να έχουμε αποδείξεις, παρά μόνο ισχυρές ενδείξεις, ότι όλα συντείνουν προς αυτή την εκδοχή: η θέση στην οποία χτίστηκε μέσα στην πόλη και κοντά στην αγορά με πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, η εποχή της κατασκευής του στην αρχή αρχή ακόμη της ελληνιστικής περιόδου, το ασύμβατο για άλλες χρήσεις σχήμα του, ο δημόσιος χαρακτήρας του και η μεγάλη βιασύνη που διακρίνεται στην κατασκευή του, με καλό αλλά ετερόκλητο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση». «Δυστυχώς, οι μεγάλες αναταράξεις στο εσωτερικό του κτίσματος δεν άφησαν περιθώρια για τον προσδιορισμό της ακριβούς θέσης και του τρόπου ταφής ή εναπόθεσης της τέφρας του φιλοσόφου» συνέχισε ο ερευνητής, ο οποίος είχε μιλήσει για τον εντοπισμό του μνημείου στο αρχαιολογικό συνέδριο του 1996.
Αντιδράσεις αρχαιολόγων. Πώς αντέδρασε η αρχαιολογική κοινότητα αμέσως μετά την ανακοίνωση του Κώστα Σισμανίδη; «Εχει λογική βάση η θεωρία του, αλλά χρειάζεται συγκεκριμένα ευρήματα που θα συνδέουν το εύρημα με τον Αριστοτέλη και δεν θα αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών, όπως για παράδειγμα μια αναθηματική επιγραφή» μας λέει η Κατερίνα Ρωμιοπούλου, επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, που γνωρίζει εις βάθος την αρχαιολογία της Μακεδονίας.
Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι απόψεις της διευθύντριας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Τζένης Βελένη, την οποία εντοπίσαμε στην Ουάσιγκτον όπου έδωσε χθες διάλεξη στην ελληνική πρεσβεία για τον πάπυρο του Δερβενίου. «Ο Κώστας Σισμανίδης έχει κάνει πολύ καλή δουλειά επί πολλά χρόνια στα Στάγειρα, με κάθε δεοντολογία επιστημονική, αθόρυβα και ταπεινά, χωρίς κανείς σχεδόν να τον ξέρει επί 25 χρόνια. Οπως το παρουσιάζει είναι αρκετά πειστικό, σύμφωνα και με την πηγή που χρησιμοποιεί. Αλλωστε, απ’ ό,τι διάβασα, είπε «δεν έχω αποδείξεις, έχω όμως σοβαρές ενδείξεις», που είναι, κατά τη γνώμη μου, μια συνετή διατύπωση όταν δεν υπάρχουν αδιάσειστα τεκμήρια» καταλήγει.