Βερολίνο

Ήταν μια ζωή παραγνωρισμένος. Ο συγγραφέας Φάνης Φαντέμης, κατά κόσμο Δημήτρης Ανδριώτης, βρισκόταν ανέκαθεν στο περιθώριο της ελληνικής λογοτεχνίας. Ακόμα και ο θάνατός του, στις 14 Μαίου στο Βερολίνο, απασχόλησε μόνο τις εφημερίδες του τόπου καταγωγής του, της Χίου. Άλλες, στην υπόλοιπη Ελλάδα, δεν έκαναν νύξη γι αυτό.

Άδικα, όπως προκύπτει από μια ματιά στο έργο του. Μπορεί ο Φαντέμης να μην ήταν «ολοκληρωμένος» συγγραφέας, είχε όμως όλες τις αρετές του σπουδαίου αφηγητή: γλώσσα, ύφος, δυνατά μοτίβα. Τα τελευταία ήταν σχεδόν αποκλειστικά θαλασσινά. «Αν ο Νίκος Καββαδίας είναι ο κορυφαίος ποιητής της ναυτοσύνης, ο Φάνης Φαντέμης είναι ο κορυφαίος πεζογράφος της» έγραψε χαρακτηριστικά η χιώτικη εφημερίδα «Αλήθεια».

Η κληρονομιά του περιλαμβάνει αμέτρητες επιφυλλίδες και ανταποκρίσεις από το Βερολίνο σε χιώτικες εφημερίδες, μια ποιητική συλλογή, καθώς και οκτώ πεζά: «Τι κουβεντιάζαμε στην πλώρη», «Γαλάζια κύματα», «Αργό σαλπάρισμα», «Βόρειοι Κύκλοι», «Τρομπέτες», «Κάβος της Συλλογής», «Όσα πήρανε τα κύματα», «Θανάτω θάνατον πατήσας». Προς έκδοση είναι τώρα ένας τόμος με έξη νουβέλες με τον τίτλο «Στα γλυκά νερά» – μια αναθεωρημένη επανέκδοση του «Τι κουβεντιάζαμε στην πλώρη». Ο ίδιος έλεγε ότι είχε έτοιμα στο κομπιούτερ του άλλα τρία μυθιστορήματα.

Ο Φαντέμης ήξερε όσο κανένας άλλος τη γλώσσα των ναυτικών, που είναι άγνωστη ακόμα και σε ειδικούς. Γι αυτό και τοποθετούσε σχετικό γλωσσάριο στην αρχή ορισμένων πεζών του. Αλλά αυτό αποδεικνυόταν περιττό. Όποια και όποιος άρχιζε την ανάγνωση, παρασυρόταν από την ροή της και χωρίς να καταλαβαίνει τις «εξωτικές» λέξεις – αυτές μάλιστα της έδιναν πρόσθετη ορμή και γοητεία.

Το ότι έμεινε παραγνωρισμένος οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς ήταν η περιφρόνηση με την οποία τον μεταχειριζόταν, ως «αυτοδίδακτο» και «παρείσακτο» το συγγραφικό κατεστημένο (ο Ανδριώτης είχε βγάλει «μόνο» το γυμνάσιο, και έβγαζε τα προς το ζην ως ναυτεργάτης και μάγειρας), ένας άλλος, η έλλειψη «τάξης» στα γραπτά του, καθώς και το συμβατικό στιλ του. Παράλληλα έκανε πολλά λάθη – στο στήσιμο των εικόνων, στη διαπλοκή τους, ακόμα και στην ορθογραφία. Αυτό, χωρίς να μετριάζει τον πυρετό της αφήγησης, «έσβηνε» συχνά τις μεγαλοφυείς αναλαμπές της. Όχι λίγοι απεκόμιζαν την εντύπωση ενός άνισου έργου, στο οποίο υπερείχαν οι ατέλειες, άλλοι, αντίθετα, μιλούσαν για «διαμάντι», που έστω και ακατέργαστο είχε ανεκτίμητη αξία. Ο ίδιος παραπονιόταν ότι δεν ευτύχησε ποτέ να έχει έναν επιμελητή, με τον οποίο θα μπορούσε να συζητά το έργο και να κάνει μαζί του τις αναγκαίες δομικές και στιλιστικές διορθώσεις. Οι εκδοτικοί οίκοι, με τους οποίους συνεργαζόταν, δεν φρόντιζαν πάντως να του τον διαθέσουν.

Ο βίος και η πολιτεία του είχε κάτι το μοναδικό. Με τα δεκάξη του, στην Κατοχή, διέφυγε από τις Οινούσες στη Μέση Ανατολή, από όπου απεστάλη ως «ναυτάκι» του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στην Αγγλία – για να συμμετάσχει από εκεί με την φρεγάτα «Κριεζής», τον Ιουνίο του 1944, στη μεγαλειώδη απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία.

Άλλες βασικές πτυχές της βιογραφίας του παρουσίασε το 2014 «Το Βήμα» με την ευκαιρία της επετείου των 70 χρόνων από την απόβαση:

«Ενδιαμέσως πέρασε από τα “σύρματα” (τα αγγλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για κομμουνιστές στη Λιβύη) και την παρανομία στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, για να καταλήξει στα εμπορικά πλοία από το 1956 και στις φάμπρικες του Αμβούργου και της Βρέμης από το 1961. Εκεί ήταν που έγινε και «ινστρούκτορας» του Κομμουνιστικού Κόμματος στην συνδικαλιστική οργάνωση των ελλήνων ναυτεργατών ΟΕΝΕ. Τα απόρρητα έγγραφα του ελληνικού προξενείου στο Αμβούργο για τη δράση του γεμίζουν τόμους. Ηδη σε ένα από τα πρώτα, από το 1957, αναφέρεται ως «αμετανόητο μέλος της ΟΕΝΕ» μαζί με τον Παρπαρούση Πέτρο Λούρο και το «γνωστόν ηγετικόν στέλεχος» της ίδιας οργάνωσης Γεώργιο Ηρακλείδη.

Ο Ανδριώτης ήταν χαρισματικός αγκιτάτορας –«είχα «ψήσει» περισσότερους ναυτεργάτες από ό,τι κοτόπουλα στον φούρνο» συνηθίζει να λέει. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική ιντελιγκέντσια, ιδίως στο Βερολίνο, σούφρωνε τη μύτη της όταν άκουγε γι’ αυτόν. «Με απαξίωναν επειδή δεν ήμουν ακαδημαϊκός» παραπονιέται σήμερα.

Αυτό δεν μείωνε την αφοσίωσή του στο κόμμα. «Ήμουν τυφλά πιστός» λέει. «Όταν πρωτοπήγα στην Ανατολική Γερμανία, ήθελα να πέσω στο έδαφος να το φιλήσω».

Η στροφή άρχισε το 1968 με τη διάσπαση του ΚΚΕ –αυτός τάχθηκε με το λεγόμενο «εσωτερικό». Από τότε άρχισε μια πορεία χειραφέτησης που τον μετέτρεψε σε ανένταχτο φιλελεύθερο αριστερό». (βλέπε παραπομπή στο τέλος του άρθρου)

Ο «Μητσάρας», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ήταν «σκληρό καρύδι». Μέχρι το τέλος της ζωής του έβαζε πόδι σε εκείνους που επιχειρούσαν να λοιδορήσουν τις ιδέες του, ή τον ίδιο προσωπικά. Αν και ρομαντικός, απεχθανόταν τα «μελό» και τα κλισέ τόσο στο γράψιμο όσο και στην καθημερινή ζωή – με πιο απεχθή τις παράτες και τα παράσημα που συνόδευαν τις τελετές για τα επινίκια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου. Παράλληλα ήταν μοναδικός «τύπος»: Ως συγγραφέας, ένας Αντι-Σεβάχ ο θαλασσινός, ως αγωνιστής, ένας αντιήρωας του Δυτικού Κόσμου.

Λίγο πριν πεθάνει είχε εκφράσει την επιθυμία του στον υπογράφοντα να παραδοθεί το συνολικό έργο του στη Βιβλιοθήκη της Χίου. «Γι αυτό θα φροντίσει ένας φίλος μου πρώην καπετάνιος» είπε.

Μια τέτοια παράδοση θα μπορούσε να γίνει η αρχή της αναγνώρισής του, post mortem, ως σπουδαίου συγγραφέα. Φτάνει να αναλάβουν κατόπιν κάποιοι να κάνουν μεθοδικά την κατεργασία αυτού του «διαμαντιού», που αποτελεί το έργο του.