Γεμάτες και εφέτος έφυγαν οι βαλίτσες των αρκετών ελληνικών εταιρειών κινηματογραφικής εκμετάλλευσης από το Φεστιβάλ Καννών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλες οι ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος έχουν αγοραστεί στην Ελλάδα με την ελπίδα κάποια στιγμή να βρουν τον δρόμο προς τις αίθουσες. Και λέμε με την ελπίδα διότι, πέρα από κάποια σίγουρα «χαρτιά», δεν είναι βέβαιο ότι αυτό θα γίνει με όλες.
Από πλευράς βραβείων η πιο τυχερή εταιρία είναι ίσως η Feelgood Entertainment αφού είχε δύο όλες κι όλες ταινίες στον διαγωνισμό οι οποίες πήραν από ένα βραβείο η καθεμιά. Το μεγαλύτερο, τον Χρυσό Φοίνικα, τον απέκτησε η τελευταία δημιουργία του Βρετανού Κεν Λόουτς «I, Daniel Blake», που καταγράφει λεπτό προς λεπτό την προσπάθεια ενός καρδιοπαθούς ξυλουργού να τα βγάλει πέρα με τον παραλογισμό του Δημοσίου. Η δεύτερη ταινία είναι το «Ma Rosa» του Μπριγιάντε Μεντόζα, από τις Φιλιππίνες, η οποία χάρισε στην πρωταγωνίστριά της Ζακλίν Ζοζέ το βραβείο γυναικείας ερμηνείας.
Από πλευράς ποσότητας ταινιών που αγοράστηκαν από το διαγωνιστικό τμήμα τα σκήπτρα εφέτος κρατά η Seven Films. Μόνο από τον διαγωνισμό η εταιρεία του Χρήστου Μπεχτσή έχει στην κατοχή της οκτώ ταινίες, με δυνατότερο τίτλο τον «Εμποράκο» (Forushande) του Ασγκάρ Φαραντί. Η ελεύθερη διασκευή του «Θανάτου του εμποράκου» από τον ιρανό δημιουργό απέσπασε δύο βραβεία: το σεναρίου (για τον ίδιο) και το καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Σαζάμπ Χοσεϊνί.

Στη Seven ανήκει επίσης η αδικημένη στα βραβεία κομεντί «Toni Erdmann» της Μάρεν Αντε. Κεντρικός ήρωας εδώ ένας διανοούμενος ηλικιωμένος πατέρας (Πέτερ Σιμόνισεκ) ο οποίος προσθέτει γέλιο στη ζωή της «παγωμένης» συναισθηματικά κόρης του (Σάντρα Χούλερ). Το «Toni Erdmann» είναι μία ταινία από τις ελάχιστες της εφετινής διοργάνωσης που κατάφεραν να προκαλέσουν ενθουσιασμό τουλάχιστον στον δημοσιογραφικό κόσμο, ο οποίος την αγκάλιασε με εξαιρετικά θερμά σχόλια.
Κάτι που δεν έγινε με το «Juste la fin du monde» του Καναδού Ξαβιέ Ντολάν, που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και επίσης ανήκει στη Seven. Eμπορικές προοπτικές έχει επίσης το «Elle» του Πολ Βερχόφεν της ιδίας εταιρείας, καθώς επίσης και η τελευταία ταινία των βέλγων αδελφών Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν «La fille inconnue» («Το άγνωστο κορίτσι»). Το σουρεαλιστικό «Rester vertical» (Γαλλία) του Αλέν Γκιροντί, το «Aquarious» (Βραζιλία) του Κλέμπερ Φίλο Μεντόντσα και το οικογενειακό δράμα «Sieranevada» (Ρουμανία) του Κρίστι Πιου συμπληρώνουν την οκτάδα της Seven Films.
Δυνατά χαρτιά όμως (αν και χωρίς βραβεία) έχει και η Odeon. Ο Ισπανός Πέδρο Αλμοδόβαρ έχει πάντα το κοινό του στην Ελλάδα και με την «Julieta» επιστρέφει με στυλ στο γυναικείο μελόδραμα που τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται. Οι κριτικές δεν ήταν και τόσο καλές για το «The last face» του Σον Πεν, με τον Χαβιέρ Μπαρδέμ και τη Σαρλίζ Θερόν.
Η Σπέντζος Φιλμ μετρά δύο ταινίες και ένα βραβείο: το «Mal de pierres» της Νικόλ Γκαρσία και το «Bacalaureat» του Ρουμάνου Κριστιάν Μουντζιού, ο οποίος κέρδισε εξ ημισείας το βραβείο σκηνοθεσίας μαζί με τον Ολιβιέ Ασαγιάς για το «Personal shopper», που ανήκει στη Strada Films.
Η ΑΜΑ Films του Γιώργου Στεργιάκη έχει δύο ταινίες, το «Paterson» του Τζιμ Τζάρμους, μία από τις πιο αγαπησιάρικες ταινίες του φεστιβάλ που επίσης δεν κέρδισε κάποιο βραβείο και το «Mademoiselle» του Κορεάτη Παρκ Τσαν Γουκ, που πέρασε μάλλον αδιάφορο.
Aπό μία ταινία, τέλος, έχουν στην κατοχή τους η Tanweer και η Weirdwave. Αντιστοίχως το αμερικανικό θρίλερ «The Neon Demon» του Δανού Νίκολας Γ. Ρεφν με την Ελ Φάνινγκ και τη γαλλική κομεντί εποχής «Ma loute» του Μπρουνό Ντιμόν, με τη Ζυλιέτ Μπινός και τον Φαμπρίς Λουκινί.

Οι μόνες ταινίες που δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη αν έχουν βρει ελληνικό διανομέα είναι το «American Honey» της Αντρέα Αρνολντ και το αμερικανικό αντιρατσιστικό δράμα «Loving» του Τζεφ Νίκολς.

HeliosPlus