Η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και μπορεί και να κερδίσει. Ακόμα όμως κι αν χάσει, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Αυτή είναι, συνοπτικά, η θέση των τριών δικηγόρων που εξέτασαν την υπόθεση, ανάμεσά τους και η Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνι, και η οποία διατυπώνεται σε ένα πόρισμα 142 σελίδων.

Την ίδια στιγμή, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού δείχνει να αλλάζει στάση, αφού ο Αριστείδης Μπαλτάς αφήνει, πλέον, ανοιχτό το ενδεχόμενο νομικής διεκδίκησης.

«Προσπαθούμε να αναπτύξουμε συμμαχίες, οι οποίες ελπίζουμε ότι θα μπορέσουν να οδηγήσουν έναν διεθνή οργανισμό, όπως ο ΟΗΕ, να σταθεί στο πλευρό μας κατά του Βρετανικού Μουσείου» αποκαλύπτει, μιλώντας στον Guardian, και σημειώνει:

«Εάν ο ΟΗΕ, που αντιπροσωπεύει όλα τα έθνη του κόσμου, πει ότι ‘τα μάρμαρα πρέπει να επιστραφούν’, τότε θα πάμε στο δικαστήριο, γιατί το Βρετανικό Μουσείο θα ενεργεί εις βάρος της ανθρωπότητας. Δεν θεωρούμε τον Παρθενώνα αποκλειστικά ελληνικό, αλλά ως κληρονομιά της ανθρωπότητας».

Παραδέχεται, όμως, ότι είναι πιθανή μία αρνητική απόφαση για την Ελλάδα. «Τα δικαστήρια δεν αντιμετωπίζουν εξ ορισμού τα θέματα από τη σκοπιά της ιστορίας ή της ηθικής. Εξετάζουν τους νόμους και αφού δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες για το θέμα της επιστροφής θησαυρών που απομακρύνθηκαν από διάφορες χώρες, τότε δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητη νομική βάση» δηλώνει.

Το πόρισμα (διαβάστε το εδώ στα αγγλικά)

Το 142 σελίδων πόρισμα των τριών νομικών, που δημοσιοποίησε ο Guardian, περιλαμβάνει το πλήρες ιστορικό της υπόθεσης και ουσιαστικά αποτελεί μία «εργαλειοθήκη» για πώς θα μπορούσε να κινηθεί η Ελλάδα. Υπενθυμίζεται πως στο βρετανικό δικηγορικό γραφείο είχε στραφεί ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τασούλας, προκειμένου να διερευνηθούν όλες οι δυνατότητες διεκδίκησης της επιστροφής των Γλυπτών.

Οι τρεις δικηγόροι (Τζέφρι Ρόμπερτσον, Νόρμαν Πάλμερ και Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνι) υποστηρίζουν ότι η διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών δεν είναι ένας χαμένος αγώνας. Αντιθέτως, θεωρούν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει μια ισχυρή υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρουν ότι η Ελλάδα «θα μπορούσε να φέρει τη Βρετανία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», ή μέσω της UNESCO θα μπορούσε να ζητηθεί μία «συμβουλευτική απόφαση» από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Κατά τους ίδιους, η νομική οδός θα ανάγκαζε τη Βρετανία να αλλάξει τη μέχρι τώρα άκαμπτη στάση της και να συμφωνήσει σε διαιτησία ή διαμεσολάβηση.

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που προβάλλουν οι τρεις νομικοί είναι ότι το φιρμάνι που είχε στα χέρια του ο λόρδος Έλγιν σε καμία περίπτωση δεν του επέτρεπε να διατάξει την αφαίρεση των Γλυπτών από το μνημείο. Άρα η αφαίρεση έγινε παράνομα.

«Θεωρούμε ότι το διεθνές δίκαιο έχει εξελιχθεί σε τέτοιο σημείο ώστε να αναγνωρίζει, ως τμήμα της κυριαρχίας ενός κράτους, το δικαίωμά του να διεκδικήσει πολιτιστικά αγαθά μεγάλης ιστορικής σημασίας, που λανθασμένα αφαιρέθηκαν στο παρελθόν. Αυτός ο κανόνας δίνει το δικαίωμα στην Ελλάδα να ανακτήσει και να επανενώσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα» τονίζουν.

Προειδοποιούν, πάντως, ότι η εάν η ελληνική πλευρά αποφασίσει να κινηθεί νομικά, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα. Διαφορετικά, θα βρεθεί αντιμέτωπη με το επιχείρημα ότι δεν διεκδίκησε εγκαίρως τα δικαιώματά της.

Τέλος, οι τρεις δικηγόροι απορρίπτουν και τη θέση ότι εάν η απόφαση είναι αρνητική για τη χώρα μας, τότε όλα θα έχουν τελειώσει και τα Γλυπτά θα μείνουν για πάντα στο Βρετανικό Μουσείο. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν, αν συμβεί κάτι τέτοιο θα οφείλεται σε ‘τεχνικούς’ λόγους που δεν θα σχετίζονται με τα βασικά επιχειρήματα της ελληνικής θέσης. «Μία υπόθεση που χάνεται για τεχνικά θέματα, μπορεί να κάλλιστα να διεκδικηθεί εκ νέου» υπογραμμίζουν.