Η «Λόλα» θα μπορούσε να είχε υπάρξει μοντέλο του φωτογράφου Γκι Μπουρντέν, αν ήταν βεβαίως γυναίκα και όχι η γνωστή… παρκετέζα και μάλιστα από κιμά. Η Σοφία Γκααφάρ παίζει με τις συνήθειες και τις ψευδαισθήσεις, με τις εικόνες και τις λέξεις, με την ουσία και τη γεύση και δημιουργεί κόσμους, χαρούμενους, ανάλαφρους, «ποπ», με το βλέμμα στραμμένο στους πρωτεργάτες του είδους, όπως στον Γουόρχολ ή στον Λιχτενστάιν. Κόσμοι που μοιάζουν απόλυτα ψεύτικοι αλλά είναι εν μέρει αληθινοί, μιας και η Γκααφάρ δεν χρησιμοποιεί το κατ’ εξοχήν όργανο της αυταπάτης, το photoshop, για να «διαστρέψει» τα έργα της. Η 29χρονη creative director με υπόβαθρο στη φωτογραφία μόδας και διαφήμισης στήνει με προσοχή τις συνθέσεις της σε στούντιο, «στην ουσία πρόκειται για μια σκηνοθεσία» διευκρινίζει, και μετά τις φωτογραφίζει. Δεκαεννέα από αυτές τις «νεκρές φύσεις» σε διαστάσεις 60Χ80 και πέντε εγκαταστάσεις, όπως για παράδειγμα ένας νιπτήρας με μαλλιά αγγέλου –κοινώς ο ταπεινός φιδές –και μια χτένα αποτελούν το υλικό της πρώτης ατομικής έκθεσής της «Great minds eat alike» στο ισόγειο του Μουσείου Ελληνικής Γαστρονομίας στην περιοχή του Ψυρρή από τις 12 Μαΐου.

«Στις εγκαταστάσεις όπως και στις φωτογραφίες υπάρχει μια χιουμοριστική διάθεση στον τρόπο που απεικονίζω το κάθε αντικείμενο. Οι Ελληνες αγαπάμε πολύ το φαγητό. Αφού βομβαρδιστήκαμε από τόσες εκπομπές και συνταγές και εικόνες μαγειρικής, είπα κι εγώ ότι οφείλω να κάνω κάτι για το φαγητό αλλά με μια πιο μοντέρνα, αντισυμβατική ματιά»
εξηγεί η Γκααφάρ, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και επέστρεψε ξανά στην πόλη μετά από μια μακρά παραμονή στο Λονδίνο.
Παρεμπιπτόντως, όποιος θελήσει να επισκεφθεί την έκθεση θα έχει την ευκαιρία να δειπνήσει εάν το επιθυμεί στον επάνω όροφο του νεοκλασσικού του 19ου αιώνα όπου στεγάζεται το εστιατόριο του Μουσείου Ελληνικής Γαστρονομίας από ένα μενού εμπνευσμένο από τα έργα της Γκααφάρ. Τα θεματικά δείπνα είναι πάγια τακτική του Μουσείου στην οδό Αγίου Δημητρίου 13 απ’ όταν άνοιξε το 2014, ώστε κάθε έκθεση που διοργανώνεται να συνοδεύεται από ειδικά διαμορφωμένες διατροφικές προτάσεις από έναν διαφορετικό σεφ κάθε φορά, «για μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία». «Προσπαθούμε να είμαστε διαρκώς σε επαφή με το παρελθόν, το σήμερα και το αύριο της ελληνικής γαστρονομίας, αλλά να καταθέτουμε προτάσεις με φρεσκάδα. Δεν θέλουμε να είναι στρυφνές οι εκθέσεις ή να έχουν αποκλειστικά λαογραφικό χαρακτήρα. Θέλουμε να είμαστε δημιουργικοί για να έρχεται το κοινό κοντά μας» λέει ο διευθυντής του μουσείου και ιδρυτής του, Κωνσταντίνος Ματσουρδέλης.
Προηγήθηκε φέρ’ ειπείν η «Μοναστηριακή διατροφή, παραδοσιακές πρακτικές -διαχρονικές αξίες», μια έκθεση με πιο λαογραφική κατεύθυνση, στη διάρκεια της οποίας το εστιατόριο μαγείρευε μοναστηριακές συνταγές, ενώ καλόγεροι από το Αγιον Ορος ετοίμαζαν φαγητό στην αυλή του μουσείου. Ακολούθησε η αμιγώς εικαστική έκθεση «Αντανάκλαση στο πιάτο», στην οποία 12 εικαστικοί κλήθηκαν να δημιουργήσουν ένα έργο τέχνης σχετικό με μια διατροφική συνήθεια ή ανάμνηση, καθώς και ένα αντικείμενο για το πωλητήριο του μουσείου και μια συνταγή προς βρώση στο εστιατόριό του.
Στην παρούσα έκθεση, το μενού έχει επιμεληθεί ο σεφ Χρήστος Χρηστίδης και ακριβώς όπως τα έργα της Γκααφάρ «είναι απρόβλεπτο και παιχνιδιάρικο» εξηγεί ο Ματσουρδέλης, ο οποίος διαθέτει εμπειρία στον τομέα της εστίασης. Μαζί με την αδελφή του, Αλκυόνη, η οποία έχει ασχοληθεί με την επιμέλεια εκθέσεων, ξεκίνησαν το συγκεκριμένο μουσείο ως μια ιδιωτική νεοφυή επιχείρηση (startup) που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2013 με στόχο «την ανάδειξη της ελληνικής γαστρονομικής παράδοσης και τις συνδέσεις της με τις διεθνείς τάσεις». Οι δύο βραβεύσεις της ιδέας σε διεθνείς διαγωνισμούς (στο πρόγραμμα υποστήριξης καινοτόμων επιχειρήσεων the egg της Eurobank και Corallia, και στον διαγωνισμό ανάδειξης καινοτομίας Ιncubo Venture Capital) έδωσαν μια μικρή οικονομική ώθηση στα δύο αδέλφια για να ανοίξουν το μουσείο τον επόμενο χρόνο. Στο μεταξύ, έψαξαν έναν χώρο γύρω από την περιοχή της Βαρβακείου Αγοράς, «για να υπάρχει σύνδεση με ένα από τα σημαντικότερα σημεία γαστρονομικού ενδιαφέροντος της πόλης», και βρήκαν το νεοκλασικό με τις πανέμορφες οροφογραφίες που στεγάζει το μουσείο. Η ομάδα επεκτάθηκε, οι ιδέες πλήθυναν και πλέον εκτός από τις εκθέσεις, οι οποίες είναι σταθερά δωρεάν, το Μουσείο έχει γίνει γνωστό για τα μαθήματα μαγειρικής που διοργανώνει, κυρίως για ξένους επισκέπτες. Από αυτά εκταμιεύονται εξάλλου τα έσοδα του μουσείου, όσο και από το εστιατόριο ή τις εταιρικές εκδηλώσεις, δραστηριότητες που στηρίζουν οικονομικά αυτή την αμιγώς ιδιωτική πρωτοβουλία που δεν εντάσσεται σε κάποιο εθνικό ή κοινοτικό κονδύλιο.

πότε & πού:

«Great Minds Eat Alike» στο Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας στην Αθήνα, 12/5 έως τέλη Ιουνίου 2016.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ