«Σκέφτομαι αυτό το σπίτι τώρα ως το πραγματικό μου σπίτι, στο οποίο κάποια μέρα, αν θέλει ο Θεός, θα αποσυρθώ. Το σπίτι όπου ίσως μπορέσω να ξεχάσω τον Κριστιάν Ντιόρ, τον Couturier, και να γίνω πάλι απλά ο Κριστιάν». Ηταν στα 1957 όταν ο θρύλος της μεταπολεμικής μόδας έγραφε τις παραπάνω φράσεις στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του αναφερόμενος στο εξοχικό του στην Προβηγκία. Ωστόσο δεν κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Πέθανε την ίδια χρονιά, αναπάντεχα, σε ηλικία μόλις 52 ετών, από καρδιακή προσβολή. Το κάστρο Colle Noire, 18 χιλιόμετρα από την πόλη Γκρας και 40 από τις Κάννες, έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το τελευταίο του ήρεμο καταφύγιο: ένας χώρος αφιερωμένος στις τέχνες και στο καλό γούστο που αποτελούσε πόλο έλξης για τους φίλους του σχεδιαστή και ταυτόχρονα στέγη του δημιουργικού του πάθους. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο κήπος ήταν αναμφίβολα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Μια πραγματική Εδέμ, δημιουργημένη από το χέρι το ιδίου και σχεδιασμένη για να ξυπνήσει μνήμες της παιδικής του ηλικίας στο οικογενειακό σπίτι στην Γκρανβίλ. Ηταν ο κήπος ενός ιδιοφυούς οραματιστή που ονειρευόταν γυναίκες-λουλούδια και δημιούργησε αρώματα που έχουν κερδίσει το στοίχημα του χρόνου.
Εξήντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του το διάσημο αυτό μέρος «ζωντανεύει» και πάλι πλήρως ανακαινισμένο από τον Οίκο Αρωμάτων Dior, σύμφωνα πάντα με τις επιθυμίες του μυθικού ιδρυτή του. Τα περίφημα λουλούδια ανθίζουν και πάλι στον κήπο, ενώ έχουν αποκατασταθεί πλήρως το οίκημα και η εκπληκτική διακόσμησή του. Κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό της Προβηγκίας, το Chateau de la Colle Noire επιστρέφει ως ένα μέρος γεμάτο ζωή και δημιουργία. Το όνειρο του Ντιόρ εκπληρώνεται…
Σε νεοπροβηγκιανό ύφος


Χτισμένο περί τα 1860 και έχοντας στο ενδιάμεσο γνωρίσει διάφορους ιδιοκτήτες, το κάστρο Colle Noire αποκτήθηκε από τον Ντιόρ στα 1951. Ο ίδιος είχε ζήσει εκεί κοντά με την αδελφή του Κατρίν και τον πατέρα τους στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η έκταση ήταν τεράστια και παραμελημένη, εν τούτοις το οικόπεδο, λουσμένο στο φως του κάμπου Montaroux, κατέλαβε τη φαντασία του σχεδιαστή. Μία από τις πλέον συμβολικές πράξεις του Ντιόρ ήταν να αποκαταστήσει το παρεκκλήσι της Αγίας Αννας που υπήρχε στο κτήμα –οι εργασίες κράτησαν δύο χρόνια –για να το δωρίσει, το 1953, στο χωριό Montaroux με την προϋπόθεση οι χωρικοί να το συντηρούν. Οι ντόπιοι είχαν τη συνήθεια να επισκέπτονται μαζικά το παρεκκλήσιο και ο Ντιόρ διατήρησε αυτή την παράδοση. Με την αποκατάσταση και τη δωρεά στο χωριό, διασφάλισε ότι το εκκλησάκι θα αντέξει, θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτόν θα έδιωχνε το φάντασμα του εφήμερου το οποίο ο ίδιος είχε δει να θριαμβεύει στο πέρασμα του χρόνου. Ταυτόχρονα απευθύνθηκε στον αρχιτέκτονα Αντρέ Σβετσίν, δάσκαλο του νεοπροβηγκιανού ύφους, προκειμένου να ανακαινίσει το οίκημα. Εκείνος επανέφερε τις βασικές αρχές της αισθητικής της Νότιας Γαλλίας, μετατρέποντας τα δωμάτια που ήταν κάτι ελαφρώς περισσότερο από κελάρια κρασιού και αχυρώνες σε σαλόνια και σουίτες. Το οίκημα αποκαταστάθηκε και πάλι, με τις ανακαινίσεις να συνεχίζονται χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί στο σύνολό τους πριν από τον θάνατο του Ντιόρ…
Παρ’ όλο που ο σχεδιαστής έκανε τεράστιας έκτασης αλλαγές, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και διακριτικός ώστε να τιμήσει τις παραδόσεις αυτού του χωριού των 900 κατοίκων. Κάθε καλοκαίρι μάλιστα συμμετείχε στη γιορτή του Αγίου Βαρθολομαίου με επικεφαλής ντόπιους Σαλπιγκτές, ενώ ως σήμερα οι κάτοικοι εξακολουθούν να συμμετέχουν σε μια λειτουργία που πραγματοποιείται στη μνήμη του Ντιόρ στις 24 Αυγούστου κάθε χρόνο, αλλά και στις 23 Οκτωβρίου τιμούν την επέτειο του θανάτου του το 1957.
«Απαλό αλλά όχι ανιαρό»


Οταν ο σχεδιαστής απέκτησε το εξοχικό στην Προβηγκία, οι συλλογές που σχεδίαζε βασίζονταν στον άξονα «απαλό αλλά όχι ρευστό, απλό αλλά όχι ανιαρό». Ολες τους είχαν κάνει ένα βήμα προς μια πιο φυσική εμφάνιση, με λεπτή αλλά όχι συνηθισμένη μέση, «μετρημένη» πληρότητα και κεντήματα που αποκάλυπταν μια βουκολική επιρροή. Την ίδια εποχή ο εμπνευστής του New Look συνέχιζε να καλλιεργεί τον κήπο του με τη μετάβαση αυτή να σηματοδοτεί την επιστροφή στο παιδί που ζούσε πάντα μέσα του και του οποίου οι γυναίκες-λουλούδια ήταν το ιδανικό του. Εν προκειμένω, η Νότια Γαλλία τού προσέφερε το ιδανικό περιβάλλον. Περισσότερο από μια θερινή κατοικία, το κάστρο Colle Noire ήταν μια τεράστια γεωργική περιοχή όπου ο σχεδιαστής καλλιεργούσε αρωματικά τριαντάφυλλα, αμπέλια και γιασεμί, τα οποία στη συνέχεια διένειμε η αδελφή του Κατρίν. «Εχω περάσει όλη την ημέρα μου ανάμεσα στα αμπέλια μου, επιθεωρώντας τον μελλοντικό τρύγο» έγραφε και πάλι στην αυτοβιογραφία του το 1956. Εκεί ο Ντιόρ μπορούσε να σχεδιάζει υπό τον ήχο του τραγουδιού των τζιτζικιών, ανάμεσα σε ανθισμένα μονοπάτια. Παρά το γεγονός ότι ο Σβετσίν έκανε τις κύριες ανακαινίσεις, ο ίδιος ο μετρ της μόδας επανασχεδίασε και δημιούργησε εξ ολοκλήρου την είσοδο προς το σπίτι. Εν προκειμένω επέλεξε να επαναλάβει το συμβολικό μοτίβο της πυξίδας που παρέπεμπε στο πατρικό του και να δημιουργήσει έναν «καθρέφτη νερού», μια μεγάλη διακοσμητική λίμνη μήκους περισσότερων των 40 μέτρων.
Από τις 6 Αυγούστου 1956 ως τις 28 Αυγούστου 1957 στο βιβλίο επισκεπτών του Chateau de La Colle Noire 15 σελίδες γέμισαν με πολλά αυτόγραφα και σχέδια από τους επισκέπτες του Ντιόρ: καλλιτέχνες, εξέχουσες γυναίκες και, ασφαλώς, στενούς συνεργάτες του. Οι κέντιες, οι φτέρες και τα γεμάτα τριαντάφυλλα βάζα σε κάθε υπνοδωμάτιο ήταν μία ακόμη ένδειξη της αίσθησης φιλοξενίας του ιδιοκτήτη. Πιρούνια φτιαγμένα από στρείδια, κρυστάλλινα σκεύη για γλυκά, και φλιτζάνια καφέ με πιατάκια διακοσμημένα με το λουλούδι της ίριδας, επίχρυσα μπολ για το πλύσιμο των χεριών και ασημένιες βάσεις για το μενού με το μονόγραμμα του Κριστιάν Ντιόρ συνυπήρχαν με ποτήρια σαμπάνιας, κονιάκ αλλά και κρασιού Βουργουνδίας του 18ου αιώνα. Το πνεύμα του σχεδιαστή έπαιζε με τον εκλεκτικισμό των συνδυασμών του σοφιστικέ και του ρουστίκ. Ο συνδυασμός του αγγλικού ύφους του 19ου αιώνα με τη γαλλική παράδοση αλλά και τα σύγχρονα στοιχεία ενός νεοπροβηγκιανού σπιτιού, καθόρισε τον ιδιαίτερο τρόπο της ζωής του.
Οδύσσεια μέχρι τη νέα εποχή


Μετά τον θάνατο του Ντιόρ η ιδιοκτησία του περιήλθε στην αδελφή του και σε έναν από τους στενότερους συνεργάτες του. Αργότερα, το 1968, το κάστρο πουλήθηκε αλλά, καθώς βρίσκεται μακριά από τη λάμψη της γαλλικής Ριβιέρας, για μία ακόμη φορά παραμελήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1976 πουλήθηκε εκ νέου και χρησιμοποιήθηκε για να φιλοξενήσει εκδηλώσεις και παραθεριστές. Το 1999 το ροκ συγκρότημα Oasis ηχογράφησε εκεί το άλμπουμ του με τίτλο «Standing on the Shoulder of Giants». Τελικά, το 2013, ο Οίκος Αρωμάτων Dior απέκτησε το Chateau de La Colle Noire όπου ξεκίνησαν εκτεταμένα έργα ανακαίνισης με σκοπό τη διατήρηση και τον εμπλουτισμό της κληρονομιάς του Ντιόρ που έχει βαθιές ρίζες στην κουλτούρα της Γκρας ως προς την καλλιέργεια των λουλουδιών και των αρωμάτων.
Η αποκατάσταση άρχισε το 2015: από το ίδιο το έδαφος ως τη διακοσμητική λίμνη και από τα δωμάτια επισκεπτών ως τους χώρους υποδοχής, το κάστρο Colle Noire ζωντάνεψε εκ νέου, λουσμένο στο φως του ήλιου και, φυσικά, των αναμνήσεων. Το προβηγκιανό σαλόνι, η αίθουσα υποδοχής και το γραφείο του Ντιόρ καθώς και η αιγυπτιακή αίθουσα, όλα επανήλθαν στην αρχική τους κατάσταση, ενώ οι νεοδημιουργηθείσες σουίτες Σαγκάλ, Μπερνάρ, Πικάσο και Νταλί σχεδιάστηκαν από τον διακοσμητή Ιβ ντε Μαρσέιγ σε πνεύμα εκλεκτικών συγγενειών και στο ύφος που τιμήθηκε από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Το δωμάτιο του επισκόπου, το οποίο ο Κριστιάν Ντιόρ δεν είχε τον χρόνο να διακοσμήσει, έγινε χώρος υποδοχής, σχεδιασμένος σύμφωνα με τις επιθυμίες του: «Θα ήθελα ένα ζευγάρι τραπέζια κονσόλες Louis Seize με επιχρυσωμένους καθρέφτες» είχε πει. Η μεγάλη σκάλα ξαναχτίστηκε ολοκληρωτικά. Επιπλέον, ένα ατελιέ αρωμάτων έχει προστεθεί στο κάστρο, σε μια επέκταση στο ύφος της Προβηγκίας του 18ου αιώνα.
Ενας ιδιαίτερος κήπος


«Αρχικά ήταν ένας γεωργικός κήπος» λέει ο αρχιτέκτονας τοπίου Φιλίπ Ντελιό ο οποίος έχει αναλάβει το πρότζεκτ της αποκατάστασης. «Μέσα από τον προβηγκιανό, χαρούμενο, αρωματικό και αναζωογονητικό χαρακτήρα του κήπου ο Κριστιάν Ντιόρ ήθελε πάντα να εκφράσει πόσο συνδεδεμένος ήταν με τις απαρχές του τόπου και να το μετατρέψει σε μια Εδέμ, όπου θα αισθάνεται ευτυχής και ένα με τη φύση και την Προβηγκία. Ο Κριστιάν Ντιόρ ήταν παρών, σαν πατέρας, να εργάζεται με τους κηπουρούς όπως εργαζόταν με τις μοδίστρες του στη λεωφόρο Montaigne. Στο Chateau de La Colle Noire, έχοντας κληρονομήσει αυτή την κατ’ εξοχήν γεωργιανή και ρουστίκ γη, τοποθέτησε μέσα μια διακοσμητική λίμνη του 18ου αιώνα, μια έμπνευση που συνορεύει με δέντρα σε σχήμα κουτιού. Φύτεψε τριανταφυλλιές, νούφαρα, βιολέτες και γιασεμί. Ο,τι έκανε ήταν συνδεδεμένο με το φως και τη σκιά, τα φυτά και τα ορυκτά (ο ίδιος σχεδίασε μια πέτρινη βρύση διακοσμημένη με νύμφες) για να αυξήσει την αίσθηση της γοητείας και της χαλάρωσης, χωρίς ποτέ να απορρίψει τις ρίζες του τοπίου. Αυτός ο κήπος ήταν ένα αυθεντικό μανιφέστο τόσο για την κηπευτική όσο και για τη γεωργική του κληρονομιά».
Σχολιάζοντας τον τρόπο δουλειάς του ιδίου, λέει πως στην αρχή εργάστηκε προσεκτικά. «Τακτοποιήσαμε τα πάντα που είχαν συσσωρευθεί για περισσότερα από 40 χρόνια, προκειμένου να αναδημιουργήσουμε τα αυθεντικά σχέδια» λέει και εξηγεί πως δεν προσπάθησε να ανασυστήσει τα πάντα. «Τα δέντρα είχαν πραγματικά μεγαλώσει, ξεκινώντας από τα κυπαρίσσια που είναι τώρα πάνω από 15 μέτρα ύψος. Ηταν περισσότερο μια προσπάθεια να ανασυνθέσω το τοπίο –από τη μία ήθελα να ελευθερώσω τις βάσεις των δέντρων για να ανοίξω τη θέα και από την άλλη ήθελα να ανασυστήσω ένα σκηνικό με ελιές, για να φιλτράρει τη θέα στο φόντο. Μεταφυτεύσαμε τα στοιχεία που φαίνονταν σημαντικά και σωστά για εμάς, όπως 10.000 τριανταφυλλιές, αμπέλια, ελιές και τις αγαπημένες αμυγδαλιές του Ντιόρ. Επιπλέον, υπάρχει ένα μονοπάτι μέσα από το δάσος με βελανιδιές, ένας λουλουδένιος κήπος και μια όμορφη βεράντα κάτω από το εκκλησάκι ώστε και πάλι να ανοίξω τη θέα».
Ο Φιλίπ Ντελιό υποστηρίζει πως εν προκειμένω δεν μιλάμε για έναν τυπικό κήπο. Μπορεί να το αισθανθεί κανείς στον δημιουργικό τρόπο που είχε ο Ντιόρ να συνδυάζει λουλούδια, αμπέλια κι ελιές και στην πεποίθησή του ότι τίποτε δεν θα πρέπει να είναι ακίνητο. «Στη συνέχεια η κίνηση, αντανακλά τις συλλογές ενός σχεδιαστή ο οποίος με πολλή προσοχή έδινε στις γυναίκες μια νέα σιλουέτα κάθε σεζόν, έτσι ώστε να τις κάνει να φαίνονται όλο και πιο όμορφες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ