Μια κυρία με ελαφρώς σκωπτικό ύφος άνοιξε κουβέντα περί τέχνης και αναγκαιότητάς της με τον χορευτή Γιάννη Καρούνη όσο εκείνος καθόταν πάνω στην υπερμεγέθη μπάλα του προσπαθώντας να ισορροπήσει. Δυο κοπέλες έκλαιγαν συγκινημένες από το αυτοσχέδιο, ημερολογιακής μορφής ποίημα της ηθοποιού, σκηνοθέτριας και performer Αναστασίας Παπαθεοδώρου, ενώ ένας νεαρός έκλεινε τρεις ώρες παραμονής στο αντικατοπτρικό δωμάτιο όπου βρισκόταν η ηθοποιός Γιώτα Αργυροπούλου. Οι performances μακράς διάρκειας και τα interventions (μικρότερης διάρκειας) στο πλαίσιο του πρότζεκτ «As One», το οποίο ολοκληρώνεται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη, έφεραν στην επιφάνεια διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ακριβώς όπως συνέβη και με την περίφημη μέθοδο Αμπράμοβιτς. Κάποιοι την απόλαυσαν, άλλοι βγήκαν αδιάφοροι, ορισμένοι αρνήθηκαν μετά βδελυγμίας να υποκύψουν στο «ελεγκτικό μόρφωμα» (;) που έστησε η Αμπράμοβιτς στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη. Ανεξαρτήτως προτιμήσεως και δυνατότητας εμπλοκής στο όλο εγχείρημα, το αποτέλεσμα της συνεργασίας ανάμεσα στον οργανισμό ΝΕΟΝ και στο Marina Abramovic Institute απέφερε καρπούς. Η ξύλινη ράμπα που οδηγεί από το ισόγειο του Μουσείου στον δεύτερο όροφο δεν έπαψε να δονείται από τα βήματα των επισκεπτών τις επτά εβδομάδες που μας πέρασαν. Οσο γράφονταν αυτές οι γραμμές (19/4), 38.000 επισκέπτες είχαν περάσει από το Μουσείο Μπενάκη. Ανθρωποι όλων των ηλικιών, αν και στη μεγάλη πλειονότητά τους ήταν αναμφίβολα «μεταξύ 18 και 40», όπως θα διαπίστωνε με ευκολία ένας αυτόπτης μάρτυρας αλλά και σύμφωνα με στοιχεία του ΝΕΟΝ τα οποία θα μελετηθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις επόμενες ημέρες, μετά το πέρας του πρότζεκτ. Ο πολιτιστικός οργανισμός πέτυχε έναν θεμελιώδη στόχο του: έφερε τον κόσμο στο Μουσείο.
Θορυβώδης άρνηση


Το όνομα της Αμπράμοβιτς ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο μαγνήτης για τους περισσότερους, μη τακτικούς επισκέπτες εκθέσεων και μουσείων. Η ίδια βέβαια δεν ήταν παρούσα παρά μόνο εμβόλιμα και απροειδοποίητα στον χώρο όπου διεξαγόταν η μέθοδος στο ισόγειο ή στον δεύτερο όροφο για να δει την εξέλιξη των πρότζεκτ των καλλιτεχνών. Φανατικοί θαυμαστές της έσπευσαν ωστόσο στο Μπενάκη με την ελπίδα να διασταυρωθούν μαζί της (παρεμπιπτόντως, συνάδελφος έκανε «δυο μέρες να συνέλθει» από την ιδιωτική ξενάγηση που του επιφύλαξε η ίδια η Αμπράμοβιτς στη δημοσιογραφική παρουσίαση). Εποχικοί φιλότεχνοι συμπεριέλαβαν την επίσκεψη στα «to do» της εβδομάδας. Υπήρξαν όμως κι εκείνοι που δήλωσαν με πάταγο την άρνησή τους να δουν το τελευταίο της πρότζεκτ. Γιατί η Αμπράμοβιτς έχει «ξεπουληθεί», γιατί «τα μόνα δυνατά έργα της τα έκανε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80», γιατί «αυτό το πράγμα δεν είναι τέχνη» ιδίως «σε μια χώρα που μαστίζεται από την κρίση». Μια θορυβώδης άρνηση συμμετοχής χωρίς να υπάρχει καν η εύλογη, και λόγω των καιρών, δικαιολογία «Εγώ δεν χαλαλίζω τα λεφτά μου σε τέτοια πράγματα» μια και σε όλη τη διάρκεια του πρότζεκτ η είσοδος σε όλο το Μουσείο Μπενάκη ήταν δωρεάν, γεγονός που επέτρεψε σε πολύ κόσμο να επιστρέφει (και να επιστρέφει).
Συναισθηματική εμπλοκή


Η προκατάληψη ή η θεμιτή αδιαφορία για την Αμπράμοβιτς αποπροσανατόλισε μια μερίδα του κοινού από τις δουλειές των 29 καλλιτεχνών (27 Ελλήνων) στον δεύτερο όροφο, οι οποίες ήταν ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του πρότζεκτ. Με σαφή την αισθητική επιρροή της «ιέρειας της performance», από τα διαφορετικά ανά εβδομάδα φορέματα που άλλαζαν καλλιτέχνιδες στα πρότυπα πρότζεκτ της Αμπράμοβιτς ως τη θεματολογία του καλλιτέχνη που διερευνά (πολύ επίπονα) τα όριά του, αλλά και με μια φρέσκια, ζωτική ενέργεια στην ατμόσφαιρα.
Τον τόνο της έδινε η εξαίρετη Βιργινία Μαστρογιαννάκη, ο άνθρωπος-μηχανή που αποδομούσε τη σύμβαση του χρόνου με τον πιο απλό τρόπο, μετρώντας την ώρα δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, καθώς επισκέπτες περίμεναν τη σειρά τους για να λάβουν μέρος στη συμμετοχική performance της Γιώτας Αργυροπούλου στο αντικατοπτρικό δωμάτιο. Ενα ιδιαίτερο έργο που από τη μία ευνοούσε την πιο αποστασιοποιημένη και ανάλαφρη εμπειρία που βιώνεις σε ένα παιχνίδι, και από την άλλη επέτρεπε την απόλυτη συναισθηματική εμπλοκή, μια βαθιά παρατήρηση δύο κατευθύνσεων. Η χορεύτρια Μαριάννα Καβαλλιεράτου έπαιξε με τις συμβάσεις και ενδύθηκε κυριολεκτικά ένα σωρό ρόλους, αλλάζοντας ρούχα διαρκώς επί οκτώ ώρες και εμπλέκοντας το κοινό, όπως και αρκετοί συνάδελφοί της, σε ένα «παιχνίδι», τουλάχιστον έτσι όπως το ορίζει ο κοινωνιολόγος Roger Caillois: κάτι που «δεν είναι υποχρεωτικό, έχει σαφή χρονικά και χωρικά όρια, δεν έχει ευδιάκριτη στοχοθεσία ενώ χαρακτηρίζεται από δημιουργική απροσδιοριστία, δεν έχει παραγωγική δραστηριότητα σε υλικό επίπεδο, έχει κανόνες και αφορά μια εναλλακτική πραγματικότητα» (Marvin Carlson, «Performance, Μια κριτική εισαγωγή», Εκδόσεις Παπαζήση). Δεν ήταν πάντα ευχάριστο, μπορεί να γινόταν και εσκεμμένα ανυπόφορο, όπως μέσα στο δωμάτιο με τις ηχητικές εκρήξεις υψηλής έντασης και χαμηλής συχνότητας, την ύπουλη φρίκη των ηχητικών βομβών στην οποία υποβαλλόταν ο συνθέτης και sound artist Λάμπρος Πηγούνης. Ούτως ή άλλως δεν αρέσουν σε όλους μας τα ίδια παιχνίδια, ούτε βέβαια ήταν και οι 27 έλληνες εικαστικοί δυνατοί «παίκτες». Ομολογώ ότι στις επισκέψεις μου στο Μουσείο δεν ήταν λίγες οι φορές που θυμήθηκα (και εφάρμοσα) την εύστροφη ρήση της συγγραφέως Λιν Τίλμαν από το βιβλίο της «No Lease on Life»: «»Πόσοι καλλιτέχνες performance χρειάζονται για να βιδώσουν μια λάμπα;». «Δεν ξέρω. Εφυγα νωρίς»».
Η επόμενη μέρα


Η ανάδειξη των ελλήνων καλλιτεχνών της performance ήταν εξάλλου άλλος ένας στόχος του πρότζεκτ «As One» και, όπως λέει η διευθύντρια του ΝΕΟΝ Ελίνα Κουντούρη, «ήδη έχουν προβληθεί σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό με μεγάλα δημοσιεύματα σε σημαντικά media όπως οι «New York Times», το Bloomberg, το CNN κ.ά. Για τους καλλιτέχνες, η συμμετοχή στο «As One» ήταν πολύ σημαντική για το βιογραφικό και το portfolio τους, αφού συμμετείχαν σε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα performance που έχουν πραγματοποιηθεί όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Οι καλλιτέχνες βγαίνουν πιο εξοικειωμένοι, πιο έτοιμοι να ανοιχτούν στο εξωτερικό και να απευθυνθούν σε διεθνείς οργανισμούς». Από την πλευρά του, ο Θάνος Αργυρόπουλος, εκτελεστικός διευθυντής του MAI, λέει: «Είναι απολύτως πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι σε κάποια από τις μελλοντικές διοργανώσεις του ΜΑΙ ένας ή δύο έλληνες καλλιτέχνες που κάνουν εκπληκτικό έργο θα έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε κάποια μεγάλη μητρόπολη. Ποιοι θα είναι αυτοί δεν το ξέρω ακόμη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ