Ολέθρια επιπολαιότητα, ουσιαστική ανημπόρια, απόλυτη έλλειψη σχεδιασμού, ακόμη και στο πιο πρωτογενές επίπεδο: αυτό μαρτυρεί η εξέλιξη των γεγονότων μετά τον διορισμό Φαμπρ. Το να δίνεις ελευθέρας σε έναν καλλιτέχνη που αγνοεί τα ελληνικά πράγματα είναι σαν να υπογράφεις μια συμφωνία για τον ερχομό του χάους, αν δεν φροντίσεις παράλληλα να δημιουργήσεις τις συνθήκες για την ομαλή «προσγείωση» και ένταξη του ανθρώπου αυτού στο νέο του περιβάλλον, αν δεν φροντίσεις να ορίσεις ένα πλαίσιο λειτουργίας που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ουσιαστικό ενδιαφέρον και αγωνία για το μέλλον του Φεστιβάλ και κυρίως κοινή λογική, η οποία φαίνεται να απουσιάζει εν γένει στις μέρες μας.
Μπορούμε πλέον με ψυχραιμία να συμφωνήσουμε πως ο Φαμπρ, καλώς ή κακώς, με ή χωρίς αλαζονεία, ξεκίνησε να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει, με το στυλ που το κάνει, όποτε τον καλούν να το κάνει σε διάφορες ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η συνεργασία Φαμπρ – ελληνικής πλευράς θα μπορούσε ίσως να αποδώσει καρπούς: σε ένα άλλο σύμπαν, σίγουρα. Φαίνεται, όμως, ότι ο υπουργός και οι συνεργάτες του κινήθηκαν με μοναδικό κριτήριο την «κατάκτηση» ενός λαμπερού ονόματος που θα έκλεινε τα εχθρικά στόματα μετά την αποπομπή του Γιώργου Λούκου. Και αφού το εξασφάλισαν, ένιψαν τας χείρας τους.
Σε μια ευνομούμενη Δημοκρατία, το μόνο που εγγυάται τη συνοχή της πόλης είναι η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, που πρέπει να είναι έτσι δομημένοι ώστε να αποτρέπουν τις ατασθαλίες –οικονομικές ή άλλες –και την αυθαίρετη επιβολή σκοπιμοτήτων επάνω στη λειτουργία τους. Τι γίνεται όμως όταν η ίδια η Πολιτεία δεν αντιμετωπίζει τους θεσμούς με σεβασμό και σοβαρότητα; Τα πάντα απαξιώνονται και βγαίνει ο καθένας –άλλος με την αφέλεια του νεοφώτιστου, άλλος με την οργή του «αδικημένου», άλλος με τις φανφάρες του «πατριώτη» –να διεκδικήσει τα αυτονόητα. Και η κατρακύλα δεν έχει τέλος.
Στο έλεος των αρχόντων


Στην Ελλάδα, όλοι οι σημαντικοί πολιτιστικοί οργανισμοί βρίσκονται ανά πάσα στιγμή στο έλεος της εκάστοτε κυβέρνησης και του υπουργού της. Με μια γρήγορη ματιά δυο-τρεις φωτεινές εξαιρέσεις μόνο εργάστηκαν πραγματικά για τον Πολιτισμό τα τελευταία 35 χρόνια. Είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης που απέδειξαν, μέσω της επιλογής του προσώπου του υπουργού, ότι πιστεύουν πραγματικά στις αξίες του Πνεύματος και των Τεχνών και θέλουν να επενδύσουν μακροπρόθεσμα σε αυτές. Ως επί το πλείστον, ΠαΣοΚ και Νέα Δημοκρατία αντιμετώπισαν το υπουργείο αυτό ως σταθμό αναμονής: ένα πέρασμα, ένα μεταβατικό στάδιο στην καριέρα του πολιτικού που σκοτώνει χρόνο και χρήμα στην οδό Μπουμπουλίνας, ενώ περιμένει τη σειρά του για κάτι «καλύτερο».
Ας δούμε μερικά μόνο παραδείγματα. Τα κρατικά θέατρα είναι παγιωμένο καθεστώς πλέον να λειτουργούν ως προέκταση των υπουργείων: οι καλλιτεχνικοί διευθυντές τους αλλά και το ΔΣ διορίζονται με κομματικά κριτήρια. Ως αποτέλεσμα, επιλέγονται συχνά ακατάλληλοι άνθρωποι, οι οποίοι προσελκύουν κατά κανόνα και άλλους ακατάλληλους ανθρώπους γύρω τους και όλοι μαζί καταστρέφουν τη σοδειά σαν σμήνος από πεινασμένες ακρίδες. Ακόμη όμως και αν επιλεγεί κάποιος άξιος –επειδή δεν αποκλείεται να υπάρξει η ευτυχής συγκυρία –το πιθανότερο είναι να αντικατασταθεί προτού ολοκληρώσει το έργο του, με τις πρώτες εκλογές.
«Εξυπηρέτηση πελατών»


Τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα βρίσκονται χρόνια τώρα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανίκανα να παραγάγουν έργο της προκοπής. Κατά τα λοιπά εμπίπτουν ως επί το πλείστον στην παραπάνω κατηγορία και είναι απορίας άξιον πώς ενώ υπολειτουργούν –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων –δεν αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη είτε να τα αναβαθμίσει και να τους δώσει τον ρόλο που τους αρμόζει είτε να μελετήσει τη μετεξέλιξή τους.
Ο ελληνικός κινηματογράφος μένει σκανδαλωδώς αβοήθητος, ενώ έχει αποδείξει περίτρανα πως είναι εξαγώγιμος και η δικαιολογία της «ελληνικής γλώσσας» έχει σταματήσει να υφίσταται. Και εδώ, το Κέντρο Κινηματογράφου λειτουργεί ως «μαγαζί εξυπηρέτησης πελατών». Αντιστρόφως, διάσημοι ξένοι σκηνοθέτες που επιθυμούν να κάνουν γυρίσματα στη χώρα μας καταλήγουν στo… Mαρόκο λόγω της τρομακτικής ελληνικής γραφειοκρατίας.
Ας μη μιλήσουμε για το θέμα που λέγεται μουσική, Μουσικά Σύνολα, Ορχήστρες. Με αφορμή την πρόσφατη παραίτηση του μαέστρου Μίλτου Λογιάδη από τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ για λόγους απολύτως ευνόητους και από μια θέση που κανένας αξιοπρεπής καλλιτέχνης δεν θα διατηρούσε υπό αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, διερωτάται κανείς για ποιον λόγο τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά σε αυτόν τον τόπο.
Ο φτωχός συγγενής


Απαξιωμένα εδώ και χρόνια στέκονται το Ηρώδειο και η Επίδαυρος. Από τότε που όλο το βάρος του Φεστιβάλ Αθηνών έπεσε στην Πειραιώς 260, το Ηρώδειο μετατράπηκε σε φτωχό συγγενή. Ο τουριστικός χαρακτήρας του Φεστιβάλ, βαθιά συνυφασμένος με τη γέννηση και την πορεία του, παραγκωνίστηκε. Τα τελευταία χρόνια το ερώτημα δεν ήταν πια «τι μπορούμε να κάνουμε για να προσελκύσουμε το διεθνές ενδιαφέρον» αλλά «τι μπορούμε να κάνουμε για να βολέψουμε τα νέα ταλέντα (ενίοτε αμφιβόλου αξίας) στην Πειραιώς».
Καταξιωμένους ξένους σκηνοθέτες και χορογράφους είδαμε πράγματι πολλούς τα τελευταία χρόνια. Οι ορίζοντές μας διευρύνθηκαν. Το διεθνές ενδιαφέρον, όμως, εξασφαλίζεται με διεθνείς συμπαραγωγές και όχι με απλές μετακλήσεις: γιατί να έρθει κάποιος στην Αθήνα να δει παράσταση του Τόμας Οστερμάγερ, όταν μπορεί να τη δει ανά πάσα στιγμή στο Βερολίνο;
Στην Επίδαυρο η ιστορία είναι ακόμη πιο πονεμένη. Ενα θέατρο μοναδικό στον κόσμο και στην Ιστορία, ένα θέατρο που θα μπορούσε να λανσαριστεί ως «το λίκνο της τραγωδίας» και να μετατραπεί σε κέντρο ενός φεστιβάλ παγκόσμιας εμβέλειας και ακτινοβολίας, έχει καταντήσει να φιλοξενεί ανέμπνευστες παραστάσεις αριστοφανικών κωμωδιών με κουρασμένους τηλεοπτικούς ήρωες που ψάχνουν και δεν βρίσκουν το νόημα της τέχνης τους.
Ρημαδιό στο σπίτι μας


Τόση απογοήτευση πού να χωρέσει; Ενα Φεστιβάλ δεν είναι απλή υπόθεση. Χρειάζεται σκληρή δουλειά, ευσυνειδησία, γνώση, επιμονή, πάθος και όλα αυτά υπό τη σκέπη ενός ζωντανού οράματος που να εμπνέει τόσο τους εργαζομένους όσο και τους θεατές. Ενας καλλιτεχνικός διευθυντής δεν μπορεί να τα ξέρει όλα, ούτε όμως να επαφίεται σε μυστικοσυμβούλους και αγαπημένα «παιδιά». Κάθε τομέας (μουσική, θέατρο, χορός, εικαστικά) πρέπει να εποπτεύεται από έναν ειδικό. Τα οικονομικά του Φεστιβάλ πρέπει επίσης να τα διαχειρίζεται ένας άνθρωπος με εξειδίκευση στο αντικείμενο. Ο νόμος πρέπει να ορίζει πόσες ελληνικές και πόσες ξένες παραγωγές θα περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα κάθε χρόνο, έτσι ώστε να αποφεύγονται μοιραίες «παρεξηγήσεις». Ο προγραμματισμός πρέπει να γίνεται έγκαιρα, δύο χρόνια πριν, επειδή έτσι μόνο θα συντονιστούμε με το παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Ας σταματήσω, όμως, εδώ με τα «πρέπει». Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να τα σκεφθεί κανείς όλα αυτά. Είναι αυτονόητα.
Οσοι περιμέναμε από την αριστερή κυβέρνηση –αναθρεμμένη υποτίθεται με τόσα και τόσα διαβάσματα σπουδαίων αριστερών διανοουμένων –να επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα Πολιτισμού, πλανηθήκαμε πλάνην οικτράν. Ταυτόχρονα, όμως, όσοι παρακολουθούμε χρόνια τώρα τους διευθυντές να περνάνε σαν τα τρένα από τα κρατικά θέατρα και τα Κέντρα, διαισθανόμασταν ότι πλησίαζε η ώρα του εκτροχιασμού. Αν δεν υπάρξει αλλαγή νοοτροπίας, αν δεν σταματήσει η πελατειακή σχέση, η λογική «ανταμοιβής» των πιστών του εκάστοτε κόμματος, αν δεν μειωθεί η αυθαιρεσία των υπουργικών αποφάσεων, αν δεν επενδύσει σοβαρά η επόμενη κυβέρνηση στο κεφάλαιο του Πολιτισμού, αν δεν καλλιεργηθούν υγιείς θεσμοί που πατούν γερά στα πόδια τους, αν δεν θεσπιστούν κανόνες που όλοι να τους σέβονται, τότε είμαστε καταδικασμένοι να βιώνουμε τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά.
ΥΓ.: Μία παράξενη, αιρετική σκέψη: Ας παρουσιάζει ο κάθε υποψήφιος διευθυντής το βιογραφικό του και μία προτεινόμενη πορεία πλεύσης του οργανισμού που καλείται να αναλάβει –και όχι τα κομματικά του παράσημα.[Δεν τολμώ καν να προτείνω τη σύσταση ειδικής επιτροπής, όπως ας πούμε γίνεται στην Αγγλία, όπου η κυβέρνηση απέχει εντελώς από τη διαδικασία επιλογής των επικεφαλής πολιτιστικών οργανισμών. Φοβούμαι πως η σύσταση μιας τέτοιας επιτροπής στη χώρα μας θα γινόταν και αυτή από τη γνωστή δεξαμενή «φίλων» και «αγωνιστών»…]

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ