Από τον δάσκαλό μου, τον Παντελή Πρεβελάκη, άκουγα συχνά μια παραίνεση: αν θέλεις να σταθμίσεις το μέγεθος ενός δημιουργού, υπόθεσε ότι δεν υπάρχει. Αν ο οικείος χώρος όπου ανήκει, λογοτεχνία ή τέχνη, φτωχαίνει από αυτόν τον υποθετικό ακρωτηριασμό, τότε πρόκειται για σημαντικό καλλιτέχνη. Αλήθεια, ποιος μπορεί να φανταστεί την ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής χωρίς την παρουσία του Τέτση; Η συνολική εικόνα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής θα έχανε ακαριαία τους υψηλότερους τόνους της και κυρίως αυτό τον μεταδοτικό παλμό, αυτό τον ακαταμάχητο οίστρο, τo ιαματικό αίσθημα ζωικής ευφορίας και ψυχικής υγείας που αποπνέουν τα έργα του υδραίου ζωγράφου.
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Υδρα το 1925. Νησί «μαραζωμένο, την επαύριο της οικονομικής κρίσης», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ζωγράφου. Τα ορατά λείψανα του ένδοξου παρελθόντος επιδρούν ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια προόδου. Το 1937 η οικογένεια μετοικεί στον Πειραιά, όπου τα δύο αγόρια της θα φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Τα καλοκαίρια τα περνούν στο νησί. Από 11-12 χρόνων ο μικρός Παναγιώτης αρχίζει να ζωγραφίζει. Δύο απρόβλεπτοι αλλά διόλου τυχαίοι θαυμαστές των πρώιμων έργων του θα λειτουργήσουν καταλυτικά για την επιλογή του: ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης και ο ζωγράφος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Ο γερμανός ζωγράφος Φρισλάντερ θα του δώσει τα πρώτα ουσιαστικά μαθήματα ζωγραφικής.
Η παιδεία των μουσείων


Επειτα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Νομική, ο Τέτσης εισάγεται στη Σχολή, αρχικά στο Προπαρασκευαστικό, με δασκάλους τον Μπισκίνη και τον Μαθιόπουλο. Τον επόμενο χρόνο, το 1944, γίνεται πρώτος δεκτός στο εργαστήριο του Παρθένη, που βρισκόταν τότε στα πρόθυρα της παραίτησής του. Ετσι πολύ λίγο επωφελήθηκε από τη διδασκαλία του μεγάλου καλλιτέχνη. Από το 1953 ως το 1956 σπουδάζει με υποτροφία του ΙΚΥ στο Παρίσι στη Σχολή Καλών Τεχνών, κυρίως χαρακτική. Αλλά, όπως ομολογεί ο ίδιος, «η παιδεία ενός ζωγράφου ολοκληρώνεται μέσα στα μουσεία και στις γκαλερί».
Στο Λούβρο ανακαλύπτει τη ζωγραφική της Αναγέννησης και κυρίως τους Βενετούς: τον Τιτσιάνο, τον Βερονέζε. Θαυμάζει τον Γκρέκο και από τους ζωγράφους του μπαρόκ ξεχωρίζει τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ. Από τον 18ο αιώνα λατρεύει τον Σαρντέν: «Αν δεν έχεις σπουδάσει τον Σαρντέν» δηλώνει «δεν έχεις κάνει ζωγραφική». Ο Ντελακρουά, ο Ματίς, ο Μπονάρ, ο Βουγιάρ, ο εξπρεσιονιστής Σουτίν και ο μοντέρνος αφαιρετικός Ντε Στάελ τον θέλγουν με το χρώμα και με τη δομή της πινελιάς τους, ενώ ο Αμερικανός Ρόθκο, της Σχολής της Νέας Υόρκης, τον γοητεύει με τις αβρές τονικές μεταβάσεις του. Από τους έλληνες ζωγράφους ξεχωρίζει τον Νίκο Λύτρα, τον Μιχάλη Οικονόμου, τον Τσαρούχη, τον Γκίκα, τον Μόραλη, για να περιοριστούμε στους απόντες. Θα το προσέξατε: στην προτίμηση του Τέτση υπερέχουν οι κολορίστες γιατί, όπως έλεγε ο Σταντάλ, «η προτίμηση που δείχνει ένας ζωγράφος σε έναν ομότεχνό του ισοδυναμεί με πιστοποιητικό ομοιότητας».
Η ζωγραφική του βλέμματος


«Η ζωγραφική είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο». «Ο,τι δεν είναι ορατό δεν ενδιαφέρει τον ζωγράφο». Ο Παναγιώτης Τέτσης θα προσυπέγραφε χωρίς δισταγμό τις αξιωματικές διακηρύξεις του Αλμπέρτι που εγκαινιάζουν τη νεότερη παράδοση της δυτικής τέχνης από το 1435. Πράγματι, ο Τέτσης παραμένει ένας από τους τελευταίους οπαδούς της ζωγραφικής του βλέμματος. Μόνο που το βλέμμα του δεν είναι ούτε αθώο ούτε ακαδημαϊκό. Είναι ένα βλέμμα θρεμμένο από μια μακρά ζωγραφική παράδοση που ξεκινά από τους μεγάλους Βενετούς του 16ου αιώνα και φτάνει ως τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και ως τη ζωγραφική της χειρονομίας, όπως διαπιστώσαμε μιλώντας για το φανταστικό του μουσείο.
Ο Παναγιώτης Τέτσης ωριμάζει στη δεκαετία του ’50. Ηδη τα αφηρημένα ρεύματα, κραταιά σε Ευρώπη και Αμερική, έχουν αρχίσει να διεισδύουν και να επιβάλλονται στην Ελλάδα. Ο Τέτσης είναι ομήλικος με τη γενιά της επανάστασης. Ο ίδιος όμως δεν συμμερίζεται την αμφισβήτηση που χαρακτηρίζει τους εικονοκλάστες ομοτέχνους του. Με σεβασμό μιλάει για τους δασκάλους του και, παρά την επικράτηση των ανεικονικών ρευμάτων, εκείνος επιμένει να υπηρετεί μια ζωγραφική του βλέμματος.
Σ’ αυτή την αντίσταση, σ’ αυτή την εμμονή να ζωγραφίζει ό,τι βλέπει, να αναζητεί αδιάκοπα τρόπους να μεταφράσει με χρώματα τη συνομιλία του φωτός με τον κόσμο, οφείλει η ζωγραφική του Τέτση τη μοναδικότητά της. Αυτός ο διάλογος δεν ήταν ούτε χωρίς δυσκολίες ούτε χωρίς κινδύνους.
Χρωματική μαγγανεία


Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1956 ο νέος καλλιτέχνης διαπίστωνε πράγματι ότι το φως του Νότου και η ξηρότητα του αττικού κλίματος ισοπέδωναν δημοκρατικά τους τόνους και δεν ευνοούσαν διόλου την κολοριστική ζωγραφική που θαύμαζε στους γάλλους ζωγράφους του ιμπρεσιονισμού και του μεταϊμπρεσιονισμού. Ο Παναγιώτης Τέτσης αγωνίστηκε με «αρβανίτικο» πείσμα να ξεπεράσει αυτόν τον σκόπελο και να ανακαλύψει ένα «ιδεόγραμμα» που θα μπορούσε να μεταφράσει το ελληνικό ύπαιθρο με όλη του τη φωταύγεια σε καθαρό χρωματικό και ζωγραφικό συμβάν. Και το κατάφερε. Υψωσε το ελληνικό φως στην πιο μεγάλη δύναμη του χρώματος. H ζωγραφική του Τέτση μάς βυθίζει στο δυνατό φως που λάμπει πάνω στον ασβέστη ενός νησιώτικου σπιτιού, προβάλλοντας γαλάζιες σκιές, μπλαβίζοντας τη θάλασσα, σκουραίνοντας τα πράσινα. Δυνατά κοντράστα, να ένα από τα μυστικά της χρωματικής μαγγανείας του Τέτση. Με αυτές τις δυνατές αντιθέσεις κατάφερε να δημιουργήσει την αίσθηση ενός λιοπύρινου μεσημεριού, χρησιμοποιώντας μόνο το μαύρο και το λευκό χρώμα. Είναι σαν ν’ ακούμε τα τζιτζίκια και αυθόρμητα ανακαλούμε στίχους των ποιητών που μιλούνε για τις βαριές σκιές σαν σίδερο και για τον μαύρο ήλιο του μεσημεριού.
Πιστός στην παράδοση του μοντέρνου, ο Τέτσης δεν έχει προνομιακά θέματα. Ο ζωγράφος αναζητεί την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο. Ολα τα θέματα έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο πάνω σε ένα τραπεζάκι ή ένα μπουκέτο λουλούδια ως την κυβιστική γεωμετρία των αρχοντικών της γενέθλιας Υδρας ή τα βαθμιδωτά μονοπάτια που ανηφορίζουν στις ηλιοδαρμένες πλαγιές της Σίφνου. Και από τα πορτρέτα των φίλων του ως το χρωματικό πανηγύρι της λαïκής αγοράς στην οδό Ξενοκράτους.
Πάθος για το χρώμα


Γιατί πράγματι πουθενά δεν αναδείχτηκε πιο εύγλωττα το πάθος και η δύναμη του Τέτση για το χρώμα όσο στο επικό έργο που αφιέρωσε στη Λαϊκή αγορά. Τέσσερα χρόνια (1979-1983) χρειάστηκαν στον ζωγράφο για να ολοκληρώσει το μνημειακό αυτό σύνολο, μια ζωφόρο που ξεπερνά τα 50 μέτρα. Είναι ένας φόρος τιμής στο λαϊκό δρώμενο που ξετυλίγεται κάθε Παρασκευή στην Ξενοκράτους, στο Κολωνάκι, μπροστά στην πολυκατοικία που φιλοξενεί το λιλιπούτειο εργαστήριο του Τέτση. Είναι αλήθεια ν’ απορείς πώς κατάφερε να ζωγραφίσει αυτό το γιγάντιο έργο, με φιγούρες που ξεπερνούν το φυσικό μέγεθος, σ’ αυτόν τον στενό χώρο. Ισως όμως αυτή η απροσδόκητη ποιητική εκ του συστάδην να χάρισε ακόμη μεγαλύτερη οικειότητα σ’ αυτή τη σύνθεση τη γεμάτη ζωικό παλμό, όπου ο θεατής συγχέεται με τα πρόσωπα του έργου και έχει την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει στο λαϊκό δρώμενο της αγοράς, βουτηγμένος κυριολεκτικά στο χρώμα. Αληθινή συγγυμνασία των αισθήσεων, που δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει ασυγκίνητο έναν «φιλήδονο» ζωγράφο όπως ο Παναγιώτης Τέτσης.
Ο υδραίος καλλιτέχνης δεν έπαψε να μας αιφνιδιάζει με τις ολοένα και πιο τολμηρές δημιουργίες του. Στην αναδρομική έκθεση που του αφιέρωσε το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο το 2006 κυριαρχούσαν οι τρικυμισμένες θάλασσες.
Ζωγραφισμένες σε μεγάλους καμβάδες, με μια ελεύθερη χειρονομιακή γραφή και με την απαράμιλλη τεχνική του μεγάλου κολορίστα, οι θάλασσες του Τέτση ξεχείλιζαν από το πλαίσιο, συμπαρασύροντας τον θεατή σε ένα φανταστικό ταξίδι στο Αιγαίο.
Η πρόσφατη έκθεσή του στο Μέγαρο Μουσικής (2012), με τις δραματικές «προσωπογραφίες» του γέρικου αλλά αδάμαστου αρσενικού πεύκου, ανέτρεψε ό,τι γνωρίζαμε ως τότε για τον Τέτση. Μεγάλες χειρονομίες, βίαιες τροχιές από φαρδιά πινέλα, βουτηγμένα σε σκοτεινά χρώματα, άφηναν το αποτύπωμά τους πάνω σε γιγάντιους λευκούς καμβάδες. Η αίσθηση που μετέδιδαν αυτά τα έργα ήταν ταυτόχρονα δραματική και επική με έναν λανθάνοντα συμβολισμό. Ο κεραυνοβολημένος αλλά αδάμαστος πεύκος θα μπορούσε να ταυτιστεί με μιαν εύγλωττη μεταφορά του πανδαμάτορα χρόνου και της βούλησης του καλλιτέχνη να τον υπερβεί με την ίδια τη δύναμη της δημιουργίας.
Σπαρταριστή θάλασσα


Η τελευταία έκθεση του καλλιτέχνη στο Ιδρυμα Μαρίνας και Βασίλη Θεοχαράκη μας αποκάλυψε μια νησιωτική Ελλάδα γνώριμη, ζωντανή, περιζωσμένη από μια θάλασσα τόσο σπαρταριστή που έμοιαζε να ξεχειλίζει από τον καμβά, να αρπάζει τον θεατή και να τον τυλίγει στη θεραπευτική της αύρα, στη μυρωμένη της αρμύρα.
«Κοίτα! ίδιοι μοιάζουν οι άνεμοι
που σκουραίνουν τα βράχια
και της θάλασσας δίνουν όψη προπατορική»

Οδυσσέας Ελύτης
Τα τελευταία έργα του Παναγιώτη Τέτση φέρνουν αυθόρμητα στη μνήμη περιγραφές του Παπαδιαμάντη, στίχους του Κάλβου, του Σεφέρη, του Ελύτη. Γιατί και ο ζωγράφος, όπως ο ζακύνθιος ποιητής, πλέκει δοξαστικό και τραχύ ύμνο στα «καυχήματα των θαυμασίων σκοπέλων» («Σπετζίας, Υδρας, Ψαρών») και ιδιαίτερα στις φίλιες και γνώριμες ακτές της ένδοξης πατρίδας του, της Υδρας. «Τα περιπόθητα βουνά και τα χωράφια, κεχρυσωμένα ακόμα από τον ήλιο» του Κάλβου, «οι κρημνώδεις ακτές και οι αλίπληκτοι βράχοι» ενός παπαδιαμαντικού Ελύτη, το ομηρικό «πορφύρεον κύμα» αναζητούσαν την εικόνα τους στη ζωγραφική. Οι πρόσφατοι πίνακες του Τέτση, μνημειακοί σε μέγεθος και επικοί στο ύφος, ιστορούν μια πρωτόγνωρη, «θεόκτιστη», νησιωτική Ελλάδα που μόνο στην ποίηση είχαμε συναντήσει ως τώρα: «Τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι / λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα / κι’ ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη», και ιδού οι στίχοι του Σεφέρη φέρνουν μπροστά στα μάτια μας τους τελευταίους πίνακες του ζωγράφου. Βουνά και βράχια ηλιοτροπικά γράφουν με χρώματα και φώτα τις ώρες και τις εποχές, ντυμένα άλλοτε με πορφύρες και άλλοτε με σκυθρωπά γκρίζα, όταν «μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν» πάνω τους, σύμφωνα με τη λύρα του Κάλβου. Για να μεταφράσει ζωγραφικά την ορεινή φύση της νησιωτικής Ελλάδας ο ζωγράφος ανανεώνει και προσαρμόζει ανάλογα την τεχνική του. Η πινελιά του άλλοτε χτίζει με «κρυστάλλους» χρώματος τη φόρμα, άλλοτε πάλι αποδίδει με ελεύθερες ιμπρεσιονιστικές πινελιές την τραχύτητα των βράχων.
Τα ρεύματα της πρωτοπορίας


Τινάζοντας με βία το πινέλο του, έμφορτο με χρώμα, αιχμαλωτίζει τους αφρούς μιας μανιασμένης σοροκάδας, θυμίζοντάς μας μια μέθοδο που είχε πρώτος εγκαινιάσει ο αρχαίος ζωγράφος Πρωτογένης (σύμφωνα με μαρτυρία του Πλίνιου, H.N., XXXV, 102) για να την ξαναφέρει στη μόδα ως dripping ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός και ιδιαίτερα ο Πόλοκ. Τα έργα αυτά, ζωγραφισμένα με αδίστακτη τόλμη, μαρτυρούν την εξοικείωση του δημιουργού με τα σύγχρονα ρεύματα της πρωτοπορίας. Ο σφριγηλός αυθορμητισμός τους είναι παραπλανητικός. Η φαινομενική ελευθερία τους είναι καρπός μιας ελευθερίας που κατακτήθηκε με μακρό αγώνα. Με αυτή την κατακτημένη ελευθερία ο καλλιτέχνης αξιώθηκε να υψώσει έναν θριαμβικό ύμνο στη νησιωτική Ελλάδα που υπήρξε τροφός της τέχνης του.
Ο γενναιόδωρος δάσκαλος
Ο Παναγιώτης Τέτσης, ως επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου, με καθηγητή τον φίλο του Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, ως δάσκαλος στη Σχολή Βακαλό και ως καθηγητής και πρύτανης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών μπόρεσε να μεταδώσει το πάθος και τις γνώσεις του σε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Οι μαθητές του κληρονόμησαν από τον δάσκαλο, μαζί με τα μυστικά μιας καλλιτεχνικής παιδείας και μιας τεχνικής, που τελούν σήμερα υπό εξαφάνιση, και την αγάπη στη ζωγραφική του βλέμματος. Και την υπηρετούν με πίστη και συνέπεια. Με τους μαθητές του, πολλοί από τους οποίους είναι σήμερα διακεκριμένοι ζωγράφοι, ο δάσκαλος διατηρεί πάντα φιλικούς δεσμούς. Συχνά τους συγκεντρώνει οργανώνοντας μικρά καλλιτεχνικά συμπόσια, άλλοτε σε μικρές ταβέρνες και άλλοτε στο σπίτι του, όπου μαγειρεύει θεσπέσια και ο ίδιος. Γιατί οι καλοί κολορίστες κρύβουν μέσα τους, σχεδόν πάντα, έναν ηδονοθήρα μάγειρο.
Η αναδρομική έκθεση του Παναγιώτη Τέτση, που οργανώθηκε στο Μουσείο μας το 1999, είχε αποφασιστεί, ως ελάχιστος φόρος τιμής σ’ έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη, πολύ προτού εκείνος ανακοινώσει τη γενναιόδωρη προσφορά του προς την Εθνική Πινακοθήκη: πίνακες ζωγραφικής, χαρακτικά και πολλά σχέδια, το άνθος της δημιουργίας του καλλιτέχνη, προσφέρθηκαν απλόχερα στο Μουσείο χωρίς κανέναν δεσμευτικό όρο. Μαζί με τα έργα που προστέθηκαν πρόσφατα από την έκθεση στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, η δωρεά Τέτση ανέρχεται στα 210 έργα. Την τελευταία αυτή δωρεά ο καλλιτέχνης τη συνόδευσε με μια επιστολή-πρόταση που δεν έχει προηγούμενο: ο ζωγράφος δίνει την άδεια στο Μουσείο να εκποιήσει το 20% των έργων της δωρεάς του για να καλύψει άλλες ανάγκες και κυρίως για να συμπληρώσει τις συλλογές του με αγορές έργων άλλων καλλιτεχνών. Η Εθνική Πινακοθήκη ανέλαβε την ευθύνη όχι μόνο να διαφυλάξει με στοργή αυτή την πολύτιμη κληρονομιά αλλά και να μεταφέρει το ζωογόνο μήνυμά της σε όλους τους Ελληνες. Ως έκφραση τιμής και αναγνώρισης προς τον μεγάλο δωρητή, η αίθουσα υποδοχής του κοινού στη νέα Εθνική Πινακοθήκη, που πρόκειται να φιλοξενήσει τη μνημειώδη Λαïκή Αγορά, θα φέρει το όνομα του Παναγιώτη Τέτση, σύμφωνα με ομόφωνη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Μουσείου μας.
Το κείμενο αυτό είναι η ομιλία της κυρίας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα κατά την τελετή απονομής του Βραβείου Γιάννη Μόραλη 2016 στον Παναγιώτη Τέτση τη Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου. Το βραβείο αυτό θεσπίστηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του υπουργού Πολιτισμού κ. Αριστείδη Μπαλτά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ