Τον Ιούνιο του 1918 ένας νεαρός Αμερικανός έφτανε στη μικρή ιταλική πόλη Σκίο, που βρίσκεται βόρεια της Βιτσέντζας και ανατολικά της λίμνης Γκάρντα. Ηταν 18 ετών και μόλις είχε καταταγεί ως εθελοντής στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Πιο βόρεια, στην κοιλάδα του ποταμού Ιζόντσο (οι Σλοβένοι τον λένε Σόντσα), από την πόλη Γκορίτσα ως το Μπόβατς εκτεινόταν το τεράστιο Ιταλικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δώδεκα μάχες δόθηκαν εκεί από το 1915 ως το 1917, όπου έχασαν τη ζωή τους 500.000 στρατιώτες, ενώ πολύ περισσότεροι πέθαναν από το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες. Ο νεαρός εκείνος θα αναλάμβανε οδηγός ασθενοφόρου, θα τραυματιζόταν σοβαρά από θραύσματα όλμου κι έντεκα χρόνια αργότερα θα εξέδιδε ένα από τα σημαντικότερα αντιπολεμικά μυθιστορήματα, το Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το όνομά του: Ερνεστ Χεμινγκγουέι.
Η πιο καταστροφική μάχη


Η τελευταία μάχη, του Καπορέτο, ήταν η φονικότερη. Είχα περάσει από αυτή την πολίχνη των 1.100 κατοίκων πριν από μερικά χρόνια και το μόνο που θυμόμουν ήταν η κεντρική πλατεία όπου δεσπόζει το μπρούντζινο άγαλμα του σλοβένου ποιητή του 19ου αιώνα Σίμον Γκρέγκορτσιτς. Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα το Αποχαιρετισμός στα όπλα θέλησα να κάνω τη διαδρομή του μετώπου από την παλιά Γκορίτσα, που βρίσκεται στην Ιταλία, και τη διπλανή Νόβα Γκορίτσα, που ανήκει στη Σλοβενία (οι δύο πόλεις σήμερα έχουν ενωθεί), ως πάνω στο Καπορέτο, το οποίο στη διάρκεια της ιστορίας του άλλαξε τρία ονόματα: Κάρφραϊτ το αποκαλούσαν οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί, Καπορέτο οι Ιταλοί και Κομπαρίντ οι Σλοβένοι.
Η περιέργειά μου ήταν αυτονόητη. Ο Χεμινγκγουέι μεταφέρθηκε από το Σκίο στην κοιλάδα του ποταμού Πιάβε και ποτέ δεν επισκέφθηκε την Γκορίτσα ή το Κομπαρίντ, όπως και άλλες σημαντικές τοποθεσίες του πολέμου: το Κανάλ, το Τολμίν, το Μπόβατς ή την Τρέντα στις Ιουλιανές Αλπεις, όπου βρίσκονται οι πηγές του Ιζόντσο που έπειτα από διαδρομή 96 χιλιομέτρων εκβάλλει στην Αδριατική, κοντά στην ιταλική πόλη Μονφαλκόνε. Κι όμως, ο κορυφαίος συγγραφέας δεν μας έδωσε μια γενική εικόνα του μετώπου αλλά περιέγραψε τον τόπο και τη μάχη του Καπορέτο σαν να βρισκόταν εκεί και να είχε λάβει μέρος κι ο ίδιος, κάτι που πολλοί το πιστεύουν και σήμερα. Οι σελίδες όπου ο Πάπα περιγράφει τη μάχη είναι εφάμιλλες με τις σκηνές της μάχης του Βατερλό, τις οποίες περιγράφει ο Σταντάλ στο Μοναστήρι της Πάρμας –που κι εκείνος δεν ήταν εκεί.
Πόση ιστορία μπορεί να «σηκώσει» ένας τόπος; Κοντά στη Νόβα Γκορίτσα βρίσκεται ένα μοναστήρι Φραγκισκανών, σε μια κρύπτη του οποίου βρίσκεται θαμμένος μαζί με την οικογένειά του ο γάλλος βασιλιάς Κάρολος Ι’, ο τελευταίος των Βουρβόνων, που έζησε αυτοεξόριστος μετά την εκθρόνισή του και πέθανε εδώ το 1836. Αλλά τότε το μέρος αυτό ήταν τμήμα της Αυστρίας. Στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 48% των κατοίκων της Γκορίτσας μιλούσε ιταλικά ή φριούλι, το 35% γερμανικά και οι υπόλοιποι σλοβενικά. Οι Σλοβένοι αποτελούσαν το 77% του πληθυσμού στην ύπαιθρο –κι εδώ, όπως και γύρω από την Τεργέστη.
Στο μυθιστόρημά του ο Χεμινγκγουέι δεν αναφέρεται σε Σλοβένους αλλά μόνο σε Ιταλούς, Αυστριακούς και Γερμανούς, και μια-δυο φορές σε Κροάτες και Μαγυάρους. Δεν απορώ σήμερα που αρκετοί Σλοβένοι μιλούν απαξιωτικά για τους Ιταλούς προκαλώντας την απορία των επισκεπτών από τις δυτικές χώρες. Κι ούτε μου κάνει εντύπωση που ο Σλοβένοι ξέρουν σπιθαμή προς σπιθαμή τα σύνορα της χώρας τους. Εζησαν ως λαός υπό τους Αψβούργους κι έπειτα ως μέρος της Γιουγκοσλαβίας –εύλογο το ότι θεωρούν τον Ναπολέοντα ελευθερωτή, αφού τότε, για πρώτη φορά και για σύντομη περίοδο, εισήχθη στα σχολεία η διδασκαλία της γλώσσας τους. Πάνω στον Ιζόντσο και κοντά στο Κοπαρίντ βρίσκεται άλλωστε και ένα από τα γνωστότερα αξιοθέατα της περιοχής, η Γέφυρα του Ναπολέοντα.
«Σαν φθινοπωρινά φύλλα»


Τέτοια σκεφτόμουν οδηγώντας στον δρόμο παράλληλα προς τη μαγευτική χαράδρα του Ιζόντσο από τη Νέα Γκορίτσα προς το Κομπαρίντ. Αλλά κι άλλα, που δεν αναφέρονται συχνά, όπως το ότι στο μέτωπο αυτό πολέμησε ως λοχίας και ο Μουσολίνι όπως και ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι ως απλός στρατιώτης. Ο Μουσολίνι μάλιστα, που στα ημερολόγιά του χαρακτηρίζει «θείο» ποτάμι τον Ιζόντσο, τραυματίστηκε και νοσηλεύτηκε επί μήνες. Δεν τραυματίστηκε όμως στη μάχη αλλά κατά τη διάρκεια άσκησης κατά την οποία ένα βλήμα όλμου εξερράγη κατά λάθος. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμη αναρχικός, όπως και ο Ουνγκαρέτι, που τότε, στα χαρακώματα, έγραψε τα ποιήματα που θα τον καθιέρωναν ως ποιητή πρώτης γραμμής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτό το ακαριαίο με τίτλο Στρατιώτες, το οποίο αναρτημένο –και σε τέσσερις γλώσσες –δεσπόζει σε μια από τις κύριες αίθουσες του μουσείου του Κομπαρίντ: «Είμαστε εδώ / σαν τα φθινοπωρινά / φύλλα / στα δέντρα».
Ο «αναρχικός» Μουσολίνι ήταν κατά του πολέμου. Αλλά εδώ, στο μέτωπο, άλλαξε ιδέες και αμέσως μετά τον πόλεμο ίδρυσε το φασιστικό κόμμα. Δεν ήταν διόλου ασήμαντοι όσοι μετά τον πόλεμο τον υποστήριξαν υπογράφοντας το 1919 το Φασιστικό Μανιφέστο που συνέταξε ο Μαρινέτι: Μαλαπάρτε, Πιραντέλο, Τζεντίλε, Ουνγκαρέτι –για να αναφέρω μόνο τους επιφανέστερους.
Παρατηρώντας το μαγευτικό ποτάμι και το τοπίο, που σήμερα είναι από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς της Σλοβενίας, αναρωτιόμουν αν η Ιστορία δεν είναι τελικά παρά ένα άθροισμα σφαλμάτων με κόστος αναρίθμητες ανθρώπινες ζωές, σφάλματα που οι μεταγενέστεροι προτιμούν να μην τα σκέφτονται.
«Υιοθετώντας» τον «Πάπα»


Τι θυμόταν ο Χεμινγκγουέι; Αυτά που είχαν ζήσει άλλοι και τα κατέγραψε στα βιβλία του με απόλυτη ακρίβεια σαν να τα είχε ζήσει ο ίδιος. «Ηταν μεγάλο ταλέντο, γι’ αυτό» μου είπαν στη Λουμπλιάνα ο συγγραφέας και μεταφραστής Ζντράβκο Ντούσα που κατάγεται από το Τολμίν και ο Γιότζε Σέρβετς, διευθυντής του μουσείου του Κομπαρίντ. Είναι όμως αρκετό το ταλέντο; Ή μήπως εδώ έχουμε εκτός από τον μυθιστοριογράφο και τον γεννημένο ρεπόρτερ που ξέρει πώς από τις διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων και τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων να επιλέγει τις ακριβέστερες και να τις οικειοποιείται σε τέτοιον βαθμό που οι περισσότεροι να τις θεωρούν δικές του; Φαίνεται πως το «ψεύδεσθαι αληθώς» ορίζει σε μεγάλο βαθμό το ταλέντο ενός ρεαλιστή όπως ο Πάπα.
Ο μύθος του Χεμινγκγουέι είναι ζωντανός στην περιοχή –και η τουριστική του αξιοποίηση αναπόφευκτη. Στο θαυμάσιο μικρό μουσείο του Κομπαρίντ, που βραβεύθηκε το 1993 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ένα τεράστιο φωτογραφικό του πορτρέτο δεσπόζει στην είσοδο του πρώτου ορόφου, όπου βρίσκονται και τα πιο σημαντικά εκθέματα. Ρώτησα τον Σέρβετς που με ξεναγούσε τι πίστευε για τον τραυματισμό του Χεμινγκγουέι από θραύσματα όλμου.

«Κανείς δεν είναι απολύτως βέβαιος»
είπε. «Υπάρχουν δεκαεννιά εκδοχές, απ’ όσο ξέρω. Διαλέγετε και παίρνετε. Νομίζω πως την ώρα που τα έπινε με τους στρατιώτες στο πρόχωμα όπου βρίσκονταν έπεσε ο όλμος –ακριβώς εκεί. Οι περισσότεροι στρατιώτες σκοτώθηκαν, αλλά ο ίδιος στάθηκε τυχερός γιατί δέχτηκε τα θραύσματα μόνο στα πόδια».
«Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως δέχτηκε διακόσια θραύσματα» είπα.

«Είναι σχεδόν αδύνατον να δεχτεί κανείς διακόσια θραύσματα στα πόδια και μην πειραχθούν τα κόκαλα. Ομως όποιος θέλει το πιστεύει. Στο κάτω κάτω, τι σημασία έχει πλέον;».
Εδειξε τη μεγάλη φωτογραφία του Πάπα. « Εμείς, όπως βλέπεις, τον υιοθετήσαμε» κατέληξε γελώντας.
Η «υιοθεσία» ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Ογδόντα επτά χρόνια πέρασαν από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε το Αποχαιρετισμός στα όπλα κι εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο εξακολουθούν να συναρπάζονται από το ερωτικό δράμα που περιγράφει και όχι από το ότι είναι ένα από τα μεγαλύτερα αντιπολεμικά μυθιστορήματα –για μένα ανώτερο του Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του Ρεμάρκ.
Λέγεται συχνά πως ο Χεμινγκγουέι έφτασε στη Βόρεια Ιταλία για να ζήσει από πρώτο χέρι «τον πόλεμο που θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους». Πιο κοντά όμως στην αλήθεια βρίσκεται ο μεταγενέστερος φοβερός αφορισμός του Ελίας Κανέτι: «Κάθε πόλεμος περιέχει όλους τους προηγούμενους πολέμους». Στο Κομπαρίντ η ισχύς πυρός των Ιταλών ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των αντιπάλων τους, όπως και ο αριθμός των στρατιωτών. Ομως εδώ αναδείχθηκαν η ιδιοφυΐα των Αυστριακών και των Γερμανών και η τακτική τους, με κατ’ εξοχήν παράδειγμα έναν εικοσιπεντάχρονο λοχαγό, τον Ερβιν Ρόμελ, που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα κατέπληττε τους πάντες και θα τον αποκαλούσαν «αλεπού της ερήμου».
Ηρωας «κατά σύμπτωση»;


Γιατί ήρθε ο Χεμινγκγουέι στην Ιταλία; Οχι για να πολεμήσει αλλά για να βρεθεί κοντά στον πόλεμο –και όχι πάρα πολύ κοντά, όπως λέει ο βιογράφος του Κένεθ Σ. Λιν. Στην κοιλάδα του Πιάβε, όπου είχε σταλεί, βρισκόταν το λεγόμενο Δεύτερο Μέτωπο. Το καθήκον του ήταν κυρίως να μεταφέρει τραυματίες και ασθενείς στους σταθμούς Πρώτων Βοηθειών με το ασθενοφόρο ή τσιγάρα και σοκολάτες στα χαρακώματα με το ποδήλατο. Η αμερικανίδα συγγραφέας Ερικα Τζόνσον Ντεμπελιάκ σε άρθρο της πέρυσι στο περιοδικό «Brick» έγραψε πως έγινε ήρωας «κατά σύμπτωση» –χωρίς βεβαίως αυτό να μειώνει τη σημασία του τραυματισμού του και του θάρρους του. Το μετάλλιο ανδρείας (Metaglia d’ Argento al valore militare που του απονεμήθηκε από το Βασίλειο της Ιταλίας) οι Ιταλοί το έδιναν σε κάθε ξένο που πολεμούσε ή βρισκόταν στο πλευρό τους και τραυματιζόταν.
Ο ήρωας στο Αποχαιρετισμός στα όπλα τραυματίστηκε, όπως και ο Χεμινγκγουέι. Νοσηλεύθηκε κι εκείνος στο Μιλάνο, όπως και ο συγγραφέας. Ερωτεύθηκε τη νοσοκόμα του Κάθριν Μπάρκλεϊ, όπως και ο Πάπα τη δική του, την Αγκνες φον Κουρόφσκι. Ομως οι ομοιότητες σταματούν εδώ. Ο στωικός Φρέντερικ Χένρι (ή Τενέντε, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του) δεν έχει καμία σχέση με τον macho (αν δεχτούμε καταχρηστικά τον όρο) Χεμινγκγουέι, ο οποίος ως συγγραφέας πρώτης γραμμής δεν έπεσε στην παγίδα να μας δώσει μέσω του ήρωά του την αυτοπροσωπογραφία του.

Η μάχη του Καπορέτο και ο Ερνεστ
Περιεργάζομαι τα εκθέματα στο μουσείο του Κοπαρίντ. Τις ανατριχιαστικές φωτογραφίες των σκοτωμένων, τα παραμορφωμένα πτώματα, τους τσιμεντένιους σταυρούς που μεταφέρθηκαν εδώ από τα μισοκατεστραμμένα νεκροταφεία, τα όπλα, τους όλμους και τις οβίδες που μετέφεραν τα θανατηφόρα χημικά τα οποία είτε παρέλυαν το νευρικό σύστημα είτε κατέστρεφαν τους πνεύμονες και οδηγούσαν στον θάνατο. Τα χημικά όπλα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συντριβή των Ιταλών στο Κομπαρίντ όπου οι απώλειές τους ήταν τρομακτικές: 10.000 νεκροί, 30.000 τραυματίες και 250.000 αιχμάλωτοι.
Βλέποντας τις αντιασφυξιογόνες μάσκες ρωτώ τον Σέρμπετς γιατί οι Ιταλοί είχαν τόσες απώλειες από τα χημικά, αφού οι μάσκες τους είχαν τη δυνατότητα να προστατεύουν τους στρατιώτες για δύο ώρες. «Ποιες δύο ώρες; Ούτε πέντε λεπτά» μου απαντά. «Ηταν για πέταμα. Ο στρατηγός των Ιταλών Λουίτζι Γκαρντόνα όχι μόνο δεν έδινε δεκάρα για τους στρατιώτες του αλλά ήταν ανακατεμένος στο φοβερό σκάνδαλο της παραγωγής των μασκών. Για να μη σου πω ότι δεν υπάρχει ειδήμων περί τα στρατιωτικά που να μη σε διαβεβαιώσει πως αυτός ο τόπος ήταν το πιο ακατάλληλο μέρος για τη διεξαγωγή πολέμου χαρακωμάτων. Κι όμως ο Γκαρντόνα πίστευε ότι αν νικούσε εδώ, έστω και σε μία μάχη, θα άνοιγε ο δρόμος για τη Λουμπλιάνα κι από εκεί η πορεία προς τη Βιέννη θα ήταν «απλός περίπατος»».
Η μάχη του Καπορέτο ταυτίστηκε με την απόλυτη καταστροφή και η λέξη caporetto με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται και στην Ιταλία και στη Σλοβενία. Πρόπερσι τον Αύγουστο στην Ισπανία, όπου διεξαγόταν το παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ, η εθνική ομάδα της Σλοβενίας ηττήθηκε 101-71. Στο τέλος του αγώνα οι νεαροί σλοβένοι φίλαθλοι στις κερκίδες αναστέναζαν και μουρμούριζαν «Οχ, Καπορέτο». Πιo εκφραστικός όμως ήταν ο ιταλός φοιτητής που με φίλους του επισκέφθηκε πρόσφατα το μουσείο. Στην ερώτηση ενός από αυτούς πώς έγραψε στις τελευταίες εξετάσεις, απάντησε: «Caporetto totale» (καταστροφή πλήρης).
Η μεγάλη φωτογραφία του Χεμινγκγουέι στην είσοδο του πρώτου ορόφου στο μουσείο του Καμπορίντ δεν είναι του 1918 αλλά πολύ μεταγενέστερη. Ωστε οι αμερικανοί επισκέπτες ανεβαίνοντας τη σκάλα από το ισόγειο στον πρώτο όροφο να είναι η πρώτη που βλέπουν πριν μπουν στην αίθουσα των εκθεμάτων και να αναφωνούν: «Α, ο Ερνεστ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ