Yehuda Koren, Eilat Negev
Ερευνα-μαρτυρία
Οι 7 νάνοι του Άουσβιτς
Μετάφραση Φλώρα Μίχτη.
Εκδόσεις Πηγή (Θεσσαλονίκη), 2012,
σελ. 386, τιμή 15 ευρώ

Πού μπορεί να σε οδηγήσει μια υποσημείωση; Σε μια (σχεδόν) απίστευτη αλλά (απολύτως) πραγματική ιστορία. «Το 1949 ένας θίασος που ονομαζόταν «Οι Επτά Νάνοι του Αουσβιτς» έκανε περιοδεία στις πόλεις του Ισραήλ δίνοντας παραστάσεις με χορό και τραγούδι» διάβασε το 1994 σε ένα βιβλίο ένας ισραηλινός δημοσιογράφος μένοντας έκπληκτος από αυτόν τον «περίεργο συνδυασμό θανάτου και διασκέδασης». Για την οικογένεια Οβιτς (με ρίζες στο χωριό Ροζαβλέα της Τρανσυλβανίας, στην Κεντρική Ευρώπη) δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Ούτε μπορούσε να φανταστεί πώς διασταυρώθηκε η μοίρα της με τον λεγόμενο «Αγγελο του Θανάτου» του Τρίτου Ράιχ. Γιατί ο ίδιος ο Γιόζεφ Μένγκελε, ο μανιώδης ναζιστής της ευγονικής, τους είχε αποτραβήξει τελευταία στιγμή, γυμνούς και φοβισμένους, από τον θάλαμο αερίων όπου επρόκειτο να θανατωθούν. «Παραξενεύτηκα τότε. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτήθηκα, να είμαι δημοσιογράφος, να ζω τότε μάλιστα στην ίδια πόλη (όπου ζούσαν κι εκείνοι) και να μην έχω ακούσει ποτέ γι’ αυτούς;» έλεγε τις προάλλες στο «Βήμα» ο Γεχούντα Κορέν, καθισμένος δίπλα στη σύντροφο και συνεργάτη του Εϊλάτ Νεγκέβ, με την οποία συνέγραψαν ένα από τα συναρπαστικότερα αφηγήματα που (πιθανότατα) θα διαβάσετε στη ζωή σας («Οι 7 Νάνοι του Αουσβιτς», εκδόσεις Πηγή). Οι δυο τους επισκέφθηκαν (για πρώτη φορά) την Ελλάδα και παρουσίασαν το βιβλίο τους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Οι συγγραφείς Γεχούντα Κορέν και Εϊλάτ Νεγκέβ

Παρακινημένοι από μια δημιουργική περιέργεια ανακάλυψαν 19 Οβιτς στον τηλεφωνικό κατάλογο της Χάιφα. «Τους καλέσαμε όλους έναν προς έναν. Τους ρωτούσαμε αν είχαν υπάρξει καλλιτέχνες, διασκεδαστές. Οι περισσότεροι έλεγαν όχι» θυμήθηκε η Εϊλάτ Νεγκέβ. «Ωσπου έπεσα πάνω της. «Ναι, και ήμασταν διάσημοι» μου αντιγύρισε με τη χαρακτηριστική φωνή της. Τη ρώτησα αν μπορούμε να την επισκεφθούμε και μας δέχθηκε. Ταξιδέψαμε από την Ιερουσαλήμ, δύο ώρες απόσταση, για να τη συναντήσουμε. Ηταν μια γυναίκα γύρω στα 75 και είχε απομείνει ολομόναχη», το μοναδικό εν ζωή (ακόμη τότε) μέλος μιας οικογένειας που βρέθηκε «όχι στην αγκαλιά μιας καλοκάγαθης Χιονάτης αλλά στη μέγγενη ενός κτήνους». Και επέζησε ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητάς της! Η Πέρλα Οβιτς, η τελευταία από τον «Λιλιπούτειο Θίασο», μια γυναίκα της οποίας το ύψος ήταν μικρότερο από ένα μέτρο, πέθανε ειρηνικά τον Σεπτέμβριο του 2001. «Κάθε δεκαπέντε μέρες πηγαίναμε κοντά της με δώρα, με λουλούδια, με προϊόντα καλλωπισμού, με σοκολάτες. Εκείνη μας μιλούσε. Στο τέλος είχε σφυρηλατηθεί μια φιλία μεταξύ μας. Τη βλέπαμε σαν γιαγιά μας. Οσο αναπνέεις, έλεγε η Πέρλα, πρέπει να δείχνεις στα καλύτερά σου, δεν θέλω να με λυπάται ο κόσμος».

Η επαφή τους συνέπεσε με ένα καθοριστικό γύρισμα του καιρού. «Οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος (κοντά μισό εκατομμύριο) που έφθασαν στο Ισραήλ το 1949 δεν ήθελαν ούτε να αφηγούνται ούτε να ακούνε τέτοιες ιστορίες για περίπου 30 χρόνια. Ενιωθαν, κατά κάποιον τρόπο, ένοχοι που δεν μπόρεσαν να σώσουν τους δικούς τους, ήταν μια περίπλοκη κατάσταση. Η Πέρλα όμως είχε μεγαλώσει αρκετά, ήταν μόνη και ήθελε πλέον να μιλήσει γι’ αυτό. Ηταν μια ευτυχής συγκυρία και για τους τρεις μας» εκτίμησε ο Γεχούντα Κορέν. «Ωστόσο για εμάς ήταν θεμελιώδες να μη γράψουμε ένα βιβλίο αυστηρώς για το Ολοκαύτωμα. Πρώτα και κύρια τη βλέπουμε ως μια ιστορία εβραίων διασκεδαστών. Θέλαμε να αναδείξουμε και αυτή την κάπως χαρούμενη όψη επειδή συνήθως οι περισσότεροι συνδέουν τους Εβραίους με τα γράμματα ή τις επιστήμες, κάτι αυστηρό αν θέλετε. Και το ουσιώδες είναι ότι οι Οβιτς ψυχαγωγούσαν με τις παραστάσεις τους κυρίως ακροατήρια μη Εβραίων. Ασφαλώς όμως καταγράφουμε μια ιστορία διασκεδαστών που ήταν επίσης νάνοι, γι’ αυτό θελήσαμε να την πούμε από το δικό τους ύψος, μιλάμε για νάνους που δεν πέρασαν μονάχα εννέα μήνες στο Αουσβιτς αλλά που διεκδίκησαν συνολικά μια ζωή αξιοπρεπή, που να έχει νόημα και επιτυχία». Και, όπως φαίνεται, το κατόρθωσαν. «Οι Οβιτς δεν ήταν φτωχοί –σκεφτόμαστε τους νάνους και ο νους μας τρέχει ανακλαστικά σε κάτι στερημένο και μίζερο -, αντιθέτως ήταν αρκετά ευκατάστατοι επειδή έβγαζαν χρήματα από τις καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες, όχι απ’ αλλού. Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, συλλέγοντας μαρτυρίες, πήγαμε στο χωριό τους, εκεί στη Βόρεια Ρουμανία, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. Το 1935 διατηρούσαν αυτοκίνητο! Φανταστείτε το: μπορούσαν να έχουν αυτοκίνητο σε μια περιοχή που ακόμη και σήμερα είναι αμφίβολο αν οι κάτοικοί της μπορούν να το αντέξουν οικονομικά» συνέχισε ο ίδιος.
Οι συγγραφείς καταφέρνουν κάτι σημαντικό: έχουν μπροστά τους μια (πράγματι ξεχωριστή) ιστορία (και Εβραίους και νάνους υπό διωγμό) που εγγράφεται σε μια ασύλληπτη τραγωδία και καταφέρνουν να την ανασυστήσουν χωρίς συναισθηματισμούς. «Η όλη εργασία μας ήταν, έχω την αίσθηση, ακόμη πιο σύνθετη. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην αναγκαιότητα να γίνει μια σωστή έρευνα. Και εννοώ το εξής: όταν πρέπει να γράψεις για το Ολοκαύτωμα, νιώθεις τόσο ταπεινός μπροστά σε όσα τράβηξαν οι συνάνθρωποί σου, νιώθεις τέτοια αποκαρδίωση ακούγοντάς τους που δεν επιβεβαιώνεις αναγκαστικά αυτά που σου αφηγούνται. Τους πιστεύεις, θέλω να πω, αμέσως, χωρίς επιφυλάξεις. Εμείς προσπαθήσαμε ωστόσο να διασταυρώσουμε τα γεγονότα και αυτό είναι βασικό σε σχέση με αυτό που είπατε για τον συναισθηματισμό. Τούτη η ιστορία αφορά αναμφίβολα και τη μνήμη: πώς θυμούνται οι άνθρωποι, τι ανασύρουν και τι ξεχνούν, πώς τα αφηγούνται όλα αυτά και τι όντως συνέβη. Κάνοντας τις αντιβολές μας εντοπίσαμε ανακολουθίες και στα λεγόμενα της Πέρλα. Η ίδια δεν ψευδόταν συνειδητά βέβαια αλλά υπήρξε κάτι που σίγουρα καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο έλεγε έτσι ή αλλιώς μια ιστορία. Για παράδειγμα, ακούσαμε ένα περιστατικό (το οποίο δεν εντάξαμε στο βιβλίο) για μια περιπετειώδη διάσωση ενός εξασθενημένου 18χρονου αγοριού από μια γυναίκα ώστε να αποτρέψει τον περαιτέρω βασανισμό του σε μια κλινική στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τι όμορφη ιστορία! Πλην όμως ήταν αδύνατον! Το εξακριβώσαμε. Δεν μπορούσες να κρυφθείς πουθενά στο Αουσβιτς. Ούτε να δραπετεύσεις εύκολα μέσα από τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Καταλάβαμε κατόπιν ότι η Πέρλα μας έλεγε κάτι που στην πραγματικότητα θα ήθελε να έχει συμβεί ή θα ήθελε να έχει κάνει η ίδια, αν είχε την ικανότητα και τη δύναμη θα ήθελε να κάνει κάτι ηρωικό» τόνισε ο Γεχούντα Κορέν, αναδεικνύοντας έτσι πώς η επιθυμία μπορεί να αναρριπίσει τον πέπλο μιας τραυματισμένης και ρευστής μνήμης.
Για μια στιγμή σκέφτηκαν, αλλά μόνο για μια στιγμή, ότι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξαν να αφηγηθούν τα περασμένα θα μπορούσε να ρίξει νερό στον μύλο των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως συμφώνησαν ότι αυτοί έχουν όσο νερό χρειάζονται από μόνοι τους… «Σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει τίποτα το επινοημένο. Παραθέτουμε την αλήθεια στην ολότητά της και αφήνουμε –βασισμένοι στη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια –τους αναγνώστες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους μέσα από διαφορετικές εξομολογήσεις» υπογράμμισε η Εϊλάτ Νεγκέβ.

Ατμόσφαιρα «κανονικότητας» και παραλογισμού
Τι ήταν αυτό που (ουσιωδώς) κράτησε τους Οβιτς ζωντανούς; Αυτό που τους έσωσε ήταν μια (φοβερή) αντίφαση, «η εύνοια του Διαβόλου». Οταν (τον Μάιο του 1944) οι επτά νάνοι (μαζί με τα ψηλά, κανονικού μεγέθους αδέλφια τους) έφθασαν στο Μπίρκεναου, ο Γιόζεφ Μένγκελε κοιμόταν στο δωμάτιό του, στο παρακείμενο αρχηγείο των Ες-Ες. Ο διαβόητος γιατρός –ο οποίος μόλυνε, λ.χ., δίδυμα με τύφο σε θάλαμο ασθενών στο στρατόπεδο των Τσιγγάνων για να παρατηρήσει αν θα αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο ή απλώς διέταζε να εκτελεστούν άνθρωποι εξαιτίας των βολβών των ματιών τους –ξύπνησε εκείνη τη νύχτα και φούσκωσε από ενθουσιασμό. Το θέαμα των «φρικιών» αναζωπύρωσε τις ακαδημαϊκές φιλοδοξίες του τις οποίες διέβλεπε να πραγματώνονται μετά το τέλος του πολέμου. Είχε βρει, κοντολογίς, τα «πειραματόζωα» που έψαχνε (μαζεμένα) και το εκμεταλλεύθηκε όσο μπορούσε –και (εννοείται) χωρίς κανέναν περιορισμό. Παραδόξως, όταν (χρόνια αργότερα) η Πέρλα έμαθε ότι ο Γιόζεφ Μένγκελε πέθανε, η ίδια ξέσπασε σε κλάματα. «Είναι περίεργο αλλά, υπό μία έννοια, η περίπτωσή της εμπίπτει στο «σύνδρομο της Στοκχόλμης» (σ.σ.: το θύμα αναπτύσσει μια συναισθηματική προσκόλληση στον θύτη). Η παράξενη στάση της εξηγείται από το γεγονός ότι η οικογένειά της βρισκόταν «στα χέρια του», στα χέρια του «Διαβόλου», και εν τέλει δεν θανατώθηκε. Η Πέρλα είδε την, ας πούμε, ανθρώπινη πλευρά του Μένγκελε. Τον αποκαλούσε μάλιστα «το αφεντικό μου στο Αουσβιτς», θεωρούσε ότι «δούλευε» εκεί για λογαριασμό του. Μια μέρα (που εορταζόταν η μνήμη του Ολοκαυτώματος) πήγαμε μαζί της σε ένα σχολείο για να μιλήσει στα παιδιά για την εμπειρία της. Είχε πάρει μαζί της μια φωτογραφία του Μένγκελε για να τους τη δείξει. Οι Οβιτς σώθηκαν, βεβαίως, όχι επειδή ο Μένγκελε ήταν ένας ευγενικός κύριος –πράγματι σε αυτούς συμπεριφέρθηκε καλά και εκείνοι προσπάθησαν να τα έχουν καλά μαζί του, κάτι που προκάλεσε τη ζηλοφθονία ορισμένων άλλων κρατουμένων, όπως είναι φυσικό –αλλά επειδή τους ήθελε ζωντανούς ως νάνους για να κάνει τα πειράματά του, για να τους εξαντλήσει με τις «εξετάσεις» του» σημείωσε η Εϊλάτ Νεγκέβ.

«Εμάς όλους μπορεί να μας εκπλήσσει αυτό αλλά έτσι έγιναν τα πράγματα. Η Πέρλα μάλιστα ένιωσε προδομένη όταν ο Μένγκελε εγκατέλειψε το στρατόπεδο (τη στιγμή που κατέφθαναν οι Ρώσοι) και δεν τους πήρε μαζί του. Διότι, έλεγε, τους είχε υποσχεθεί ότι θα το έκανε, ότι οι Οβιτς θα ήταν η συντροφιά του για το υπόλοιπο της ζωής του. Αφέλεια; Μετά τον θάνατο της Πέρλα διαπιστώσαμε ότι είχε φυλάξει μια διεύθυνση, τη διεύθυνση του γιου του Μένγκελε. Εκείνη έλεγε ότι δεν τη χρησιμοποίησε ποτέ για να επικοινωνήσει μαζί του, το γεγονός όμως ότι την είχε ακόμη σήμαινε κάτι για την ίδια. Είναι λοιπόν γεγονός, το θύμα είχε διατηρήσει μια διεύθυνση με το επίθετο επάνω του βασανιστή του, του θύτη. Η αίσθηση που αποκομίσαμε από την Πέρλα ήταν ότι στο Αουσβιτς επικρατούσε μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα «κανονικότητας» και παραλογισμού ταυτοχρόνως, μια αλλόκοτη πραγματικότητα. Οι Οβιτς, στο πλαίσιο ακριβώς της «φυσικής» σχέσης που ανέπτυξαν με τον Μένγκελε, μια σχέση αμοιβαίου συμφέροντος θα λέγαμε, μπορούσαν λ.χ. να τον ρωτήσουν «για πείτε μας τώρα πότε θα τελειώσει όλο αυτό για να επιστρέψουμε επιτέλους στο σπίτι μας;» –και εκείνος τους απαντούσε παραπονούμενος ότι έχει να δει την οικογένειά του για κάμποσους μήνες!»
υπογράμμισε ο Γεχούντα Κορέν. Μια κομβική διάσταση της ιστορίας για τον ίδιο, ένα «μήνυμα από το παρελθόν», είναι ότι «οι Οβιτς επιβίωσαν επειδή έμειναν μαζί ενωμένοι», όπως τους όρκισε κάποτε η μητέρα τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ