Η πιο δυσάρεστη είδηση ήταν η αφορμή για να διατηρηθεί το hashtag #pantelidis στην κορυφή της δημοφιλίας για τρίτη συνεχόμενη φορά στο twitter το τελευταίο διάστημα. Ο Παντελής Παντελίδης σκοτώθηκε το πρωί της Πέμπτης σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η είδηση κυκλοφόρησε αμέσως, έγινε πρώτο θέμα σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, προκάλεσε αμέτρητα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα και αναζωπύρωσε εκ νέου εμφυλίους μεταξύ των χρηστών του Facebook και του Twitter. Τα στρατόπεδα των ποιοτικών και κουλτουριάρηδων ήρθαν αντιμέτωπα με αυτά των λαϊκών, οι θαυμαστές με τους αμφισβητίες, οι φίλοι με τους εχθρούς και όλοι με όλους.
Ηδη ο Παντελίδης κρίθηκε και κατακρίθηκε πριν από λίγες εβδομάδες γιατί εμφανίστηκε σε φωτογραφίες να βρίσκεται ανάμεσα σε δεκάδες πανέρια με λουλούδια στην πίστα νυχτερινού μαγαζιού εν καιρώ κρίσης. Η αντιπαράθεση ήταν οξεία όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Μέχρι να καταλαγιάσει ο θόρυβος ήρθε ένα τραγούδι του με στίχους «Με συγχωρείς για τα επόμενα, μα έχω εξετάσει τα ενδεχόμενα, πλέον θυμίζεις σκάρτη γκόμενα που τριγυρνά στα κατεχόμενα». Ο θόρυβος που προκλήθηκε ήταν τόσο μεγάλος που αναγκάστηκε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη ενώ οι πληροφορίες από το φιλικό περιβάλλον του αναφέρουν πως αυτό του είχε στοιχίσει. Η τρίτη φορά που θα γινόταν και πάλι το #Pantelidis δημοφιλές ήταν και η χειρότερη: ο θάνατός του.
Συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής ο ίδιος των τραγουδιών του ο Παντελίδης ήταν αυτοδίδακτος και εμφανίστηκε ανεβάζοντας τα τραγούδια του στο youtube. Ο πρώην υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού κατάφερε πολύ γρήγορα να γοητεύσει τα λαϊκά πλήθη τα οποία αναζητούσαν έναν νέο εκφραστή της λαϊκής «καψούρας», του όρου που κατακυριεύει το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Οπως και ο ίδιος έλεγε, τα τραγούδια του βασίζονταν σε προσωπικά του βιώματα. Ντροπαλός και ιδιαίτερα απλός ποτέ δεν έγινε κομμάτι του σταρ σύστεμ. Αποστασιοποιημένος από προκλητικές συμπεριφορές και επίδειξη δύναμης και πλούτου ο Παντελίδης δεν δίσταζε να τονίζει την στενή του σχέση με την οικογένειά του αλλά και την αδυναμία που έτρεφε στην μητέρα του Αθηνά. Κάθε στοιχείο του αιτία να αγαπηθεί περισσότερο.
Η επιτυχία του ήταν πρωτοφανής. Οι εμφανίσεις του όπου κι αν γίνονταν προκαλούσαν κοσμοσυρροή, τα άλμπουμ του γίνονταν διπλά πλατινένια, οι στίχοι του γίνονταν σύνθημα του λαϊκού έρωτα στις δυτικές συνοικίες, στις γειτονιές και στην πόλη του την Νέα Ιωνία όπου μεγάλωσε. Από το 2012 οπότε και πρωτοεμφανίστηκε μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2016 οπότε και κόπηκε άδοξα το νήμα της ζωής του στην άσφαλτο, ο Παντελίδης γνώρισε την μεγάλη αποδοχή και πέτυχε να συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής πίστας.
Οσοι τον γνώριζαν μιλούν για ένα σεμνό, λαϊκό παιδί το οποίο κοιτούσε πάντα χαμηλά. Το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος κι όχι ακόμη ένα κατασκεύασμα της σόουμπιζ και της τηλεόρασης τον έκανε ακόμη πιο αγαπητό. Γνήσια λαϊκός, εξέφραζε την αδυναμία του για το τραγούδι και το ποδόσφαιρο το οποίο αναγκάστηκε να διακόψει στα 17 καθώς όπως είχε δηλώσει «το σταμάτησα γιατί οι γιατροί διέγνωσαν ότι είχα μεγάλη καρδιά».
Φειδωλός σε τηλεοπτικές εμφανίσεις και συνεντεύξεις, αλλά αγαπημένο πρόσωπο και θέμα των εκπομπών και των περιοδικών. Τα σχόλια που συνόδευαν τα βίντεό του στο youtube αποκαλύπτουν λίγο πολύ και τους λόγους για τους οποίους λατρεύτηκε «Γουστάρω Παντελίδη με παντόφλα και κιθάρα». Πενήντα εκατομμύρια viewers τον ακολούθησαν, εκατομμύρια τα χτυπήματα στα βίντεό του, χιλιάδες οι αναπαραγωγές των στίχων του.
Τα αυτοκίνητα στις λαϊκές γειτονιές τρίζουν από τα ντεσιμπέλ που συνοδεύουν τους στίχους «Δεν ταιριάζετε σου λέω, τόσο αντικειμενικά σου λέω και άσε τις φίλες σου να λένε το αντίθετο, ξέρεις μάτια μου που μένω κι όσο δίνεσαι θα περιμένω, από αντίδραση το ξέρω το ‘κανες κι αυτό». Στο Twitter όσο περνούν οι ώρες τα όσα γράφονται αγγίζουν τα όρια της λαϊκής λατρείας: «Με ταχύτητα. Σαν οδηγός φόρμουλα 1. Με δύο αθώες γυναίκες παρέα. Σαν ροκ σταρ. Στα 33. Σαν Χριστός. Την ώρα του πρωινού καφέ. Σαν Ελληνας».
Ως επιμύθιο οι εφιαλτικά προφητικοί στίχοι του τραγουδιού του «Πίνω από κει ψηλά για σένα»: «Την πόρτα έκλεισα σιγά τ’ αμάξι έβαλα μπροστά, και στη καρδιά μου είπα να χτυπά αθόρυβα, γκάζι πατάω δυνατά ένα τσιγάρο και φωτιά, μα να τ’ ανάψω κοριτσάκι μου δεν πρόλαβα…»