«2=4» ονομάζεται η μουσική παράσταση που θα παρουσιαστεί απόψε και το άλλο Σάββατο στον Ιανό, γιατί 2 είναι οι ωραίες δισκογραφικές δουλειές που μόλις κυκλοφόρησαν από τη Μικρή Άρκτο («MOSAIC» λέγεται το άλμπουμ της Κορίνας Λεγάκη και «ΑΠ’ ΤΟ ΜΗΔΕΝ» ο δίσκος του Σπύρου Παρασκευάκου με τον Ζαχαρία Καρούνη) και 4 οι καλλιτέχνες που ευθύνονται για τη δημιουργία τους. Κοινός παρονομαστής και των δύο δισκογραφικών προτάσεων ο διακεκριμένος μουσικός, συνθέτης και τραγουδοποιός Γιώργος Ανδρέου (στον ρόλο του ενορχηστρωτή και του καλλιτεχνικού επιμελητή), ο οποίος μας εξήγησε τους λόγους για τους οποίους συνεργάστηκε με το νέο αίμα της ελληνικής μουσικής και προσπάθησε να ρίξει φως στο ομιχλώδες τοπίο της σύγχρονης εγχώριας δισκογραφίας.

«Ο Ζαχαρίας Καρούνης είναι ένας τραγουδιστής που μου κίνησε το ενδιαφέρον επειδή σχετίζεται και με την παράδοση και έχω μια ευαισθησία στο εξής δίπολο: από τη μια μεριά σύγχρονος ήχος και καλώς εννοούμενος ακαδημαϊσμός, από την άλλη μεριά ενδιαφέρον για αυτό που λέμε ιδιοπροσωπία του ελληνικού ήχου που ένα κομμάτι της έχει να κάνει με την παραδοσιακή μουσική. Τον Καρούνη λοιπόν τον πρόσεξα εξ αφορμής των συνεργασιών του με τον Σταύρο Ξαρχάκο και μετά τον είδα σε κάποιες άλλες μικρότερου βεληνεκούς συνεργασίες του με παραδοσιακούς μουσικούς.

Την Κορίνα Λεγάκη την πρωτοάκουσα στον Ιανό σε μια συναυλία του Δημήτρη Μαραμή, τον οποίο γνωρίζω από παλιότερα και παρακολουθώ σαν συνθέτη και σαν δημιουργό, σε ένα ρεπερτόριο που βασιζόταν κυρίως σε μελοποιήσεις ποιημάτων. Τον Σπύρο Παρασκευάκο τον άκουσα στην Τέταρτη Ακρόαση της Μικρής Αρκτου και τον πρόσεξα από τον τραγούδι “Γλυκός Γενάρης”. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι παρατηρώ στα τραγούδια του μια ενσωμάτωση διαφόρων διαφορετικών στοιχείων που υπάρχουν στους παλιότερους από εμάς, θα έλεγα ότι έχω και μια προσωπική συγγένεια μαζί του γιατί είμαστε συνθέτες οι οποίοι γράφουμε και πολλά τραγούδια σε δικά μας λόγια ενώ παράλληλα δεν διστάζουμε να μελοποιήσουμε και στίχους άλλων – είμαστε δηλαδή συνθέτες και τραγουδοποιοί ταυτοχρόνως».

«Μετά από μια μεγάλη περίοδο σιωπής, εξέδωσα πέρυσι τον δίσκο “Ζωή Μου Μην Αργείς” με ερμηνεύτρια τη Ρίτα Αντωνοπούλου που ήταν ευκαιρία να ξανασυνδεθώ και στο δημιουργικό πεδίο με τη Μικρή Αρκτο και τον Παρασκευά Καρασούλο – γιατί είμαστε πολύ καλοί φίλοι εδώ και χρόνια. Διαπίστωσα ότι επιστρέφουμε στις μικρότερες εταιρείες, αυτές με το μεράκι, στη χειροτεχνία, ας το πούμε έτσι. Η μαζική παραγωγή της μουσικής, σε ό,τι αφορά το CD είναι μια κουρασμένη διαδικασία λόγω του ότι το μέσο έχει παλιώσει, και οι μεγάλες εταιρείες προσανατολίζονται πλέον πολύ στο back catalogue. Με ενδιέφεραν τα πρόσωπα, είχαν κάτι να πουν, κι αποφασίσαμε με τον Καρασούλο να στεγάσουμε στη Μικρή Αρκτο μια γενιά ανθρώπων που της αξίζει να δισκογραφηθεί και που κατά τη γνώμη μου είναι ουσιωδέστερη από τα ήδη δημοσιευμένα πράγματα και πρόσωπα που υπάρχουν στη δισκογραφία.

Η τάση που βλέπω στη δισκογραφία, όσον αφορά και κάποιους νεότερους, οι οποίοι είναι πλέον και αρκετά επώνυμοι, παραμένει συντηρητική – μια τάση προσέγγισης με τα κλισέ ή τα αντανακλαστικά του παρελθόντος, ενώ αυτό που πρέπει να κάνει η κοινωνία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι να βρει καινούργιους ήρωες, δημιουργούς, ερμηνευτές, όχι μόνο στον χώρο του τραγουδιού αλλά σε όλο το τοπίο της τέχνης. Πρόσωπα που να δημιουργήσουνε καινούργιες συνδέσεις και να επιβεβαιώσουν την ανάγκη κάθε εποχής και κάθε γενιάς να εκφράζεται μέσα από την τέχνη και να παράγει τον πολιτισμό της, φυσικά συνομιλώντας με αυτό που λέγεται παράδοση με την ευρεία έννοια.

Ετσι έφτασα σε αυτούς τους δύο δίσκους και σε αυτούς τους δύο εξαιρετικούς πραγματικά ερμηνευτές, διότι πρόκειται για δύο καταπληκτικούς τραγουδιστές. Και ο Καρούνης και η Λεγάκη είναι πολυσύνθετα πρόσωπα και πολύ ικανά, και έτσι προέκυψαν αυτές οι δύο δισκογραφικές εκδόσεις».

«Σε αντίθεση με το τρέχον ρεύμα των παραγωγών που αφορούν επανεκτελέσεις, όπου γίνεται μια ασφαλής επιλογή σουξέ και πασίγνωστων τραγουδιών, στην περίπτωση του MOSAIC έγινε το ακριβώς αντίθετο: μια προσπάθεια να αναδειχτούν εξαιρετικά σημαντικά τραγούδια που είτε ήταν τελείως άγνωστα είτε βρίσκονταν στο ημίφως. Εννοώ τραγούδια συγκλονιστικά τα οποία δεν έφτασαν στο μεγάλο ακροατήριο με την ένταση που ενδεχομένως θα τους άξιζε, με εξαίρεση ίσως το τραγούδι “Νταλίκες” των Νικολόπουλου- Ρασούλη , το οποίο είχε κάνει επιτυχία, δεν είχε ωστόσο ποτέ μια μείζονα επανεκτέλεση. Και σε αυτό το κομμάτι η κεντρική στόχευσή μας ήταν τα λόγια, διότι όταν λέει ο Ρασούλης “δυο γενιές χαμένες πίσω δυστυχώς και η Αθήνα μια μητρόπολη του Νότου”, περιγράφει αυτό που γίνεται τώρα και ταυτόχρονα δίνει και την ιστορική εξήγηση για το γιατί συμβαίνει αυτό και ιδού η Αθήνα μια μητρόπολη του Νότου με τους μετανάστες, με το προσφυγικό, με τα τρομερά προβλήματα που υπάρχουν.

Τα υπόλοιπα όμως τραγούδια δεν είχαν βρει το κοινό τους, ας πούμε η εκπληκτική “Μαγδαληνή” των Κραουνάκη-Νικολακοπούλου, ένα αριστουργηματικό τραγούδι το οποίο δεν γνωρίζει κανένας, ή το “Μυστικό” του Γιώργου Καζαντζή και του Γιάννη Τατσόπουλου, ένα τραγούδι που κάποιοι το ξέρουν αλλά δεν το ξέρουν όλοι, ή το “Γιορτή και Ξενιτιά” μια εκπληκτική σύνθεση της Δήμητρας Γαλάνη με λόγια του Καρασούλου από μια ταινία της Ευαγγελάκου σε πρώτη ερμηνεία της Τσανακλίδου».

«Δεν έχουν βγει στην τύχη 50 ή 100 πολύ σπουδαία τραγούδια. Από πίσω υπάρχει μια πυραμίδα εργασίας και μόχθου πολύ σημαντικών δημιουργών τα τελευταία 50 ή 60 χρόνια που με τον τρόπο τους στήσανε έναν ολόκληρο πολιτισμό του οποίου τις κορυφές φτάσαμε να γνωρίζουμε και εμείς και οι αδαείς. Σκεφτείτε μόνο πόσα αριστουργήματα του Χατζιδάκι υπάρχουν που δεν τα ξέρει κανείς, ότι κανείς δεν παίζει στο ραδιόφωνο το “Χωρίον ο Πόθος” ή τη “Σκοτεινή Μητέρα”, ότι κανείς δεν ακούει, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, το “Ο Οδοιπόρος/Το Μεθυσμένο Κορίτσι & ο Αλκιβιάδης”. Φτάσαμε σε ένα συντηρητικό τοπίο στο οποίο έχουμε διαλέξει πενήντα τραγούδια από κάθε γενιά και τα ακούμε ξανά και ξανά, χωρίς να κάνουμε καμία δημιουργική συνομιλία με την παράδοσή μας».

«Δεν συμβαίνει αυτό που μπορεί να νομίζει ο κόσμος, ότι ξυπνάει δηλαδή κανείς ένα πρωί και πατάει ένα κουμπί και βγαίνει ένα σπουδαίο τραγούδι και το αγαπούν όλοι και τελειώσαμε. Φτάνεις βήμα βήμα σε μία εκλέπτυνση που σε οδηγεί τελικά στο να γράψεις το αριστούργημα σου, ας το πούμε έτσι. Αυτό είναι πολύ καλό να το ακούσει το ακροατήριο, να βλέπει δηλαδή όλη αυτή τη διαδρομή»

«Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη καταλήξει στο που πηγαίνει και τι θέλει να κάνει. Ηταν πάντοτε μια κοινωνία που δεν συμπαθούσε την ενηλικίωση, αλλά τώρα βρίσκεται σε ένα σημείο που έχει γυρισμένη την πλάτη στο μέλλον και αναπολεί ένα παρελθόν το οποίο στην ουσία δεν πρόκειται να επιστρέψει ή, αν επιστρέψει, κανείς δεν ξέρει πώς θα είναι. Αντί η κοινωνία αυτή να κοιτάξει τον εαυτό της και το μέλλον και να συζητήσει πολύ σοβαρά για το τι θέλει να είναι και πού το πάει το ζήτημα, βυθίζεται τελικά σε μια διάχυτη τάση νοσταλγίας, μιας νοσταλγίας που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του σήμερα».

«Στην Ελλάδα διαλύθηκε εντελώς η αλυσίδα παραγωγής, διαφήμισης, κοινοποίησης, πληροφόρησης και ανάδειξης γύρω από το τραγούδι. Δηλαδή τα μουσικά περιοδικά κατέρρευσαν όλα, σίγουρα και εξαιτίας του ίντερνετ, οι δισκογραφικές διαλύθηκαν, επειδή γέρασε το CD, αλλά και λόγω μιας σειράς συμπεριφορών οι οποίες ήταν πρωτοφανείς για το παγκόσμιο τοπίο. Φανταστείτε οι Αγγλοι να πουλούσαν μέσω των Times του Λονδίνου το συνολικό έργο των Beatles. Εμείς όμως δώσαμε σε ευτελιστικές τιμές και Χατζιδάκι και Τσιτσάνη, τα αριστουργήματά μας. Δίνοντας έτσι το μήνυμα ότι όλα αυτά δεν έχουν κανενός είδους υπεραξία αφού μπορούν να φιλοξενούνται και να επαναφιλοξενούνται δεκάδες φορές με ταπεινωτικές τιμές σε ένα έντυπο».

«Δεν μπορώ να καταλάβω τον Χατζιδάκι χωρίς να συνομιλήσω με ένα σημερινό ενδιαφέρον τραγούδι. Αυτό που συμβαίνει στην τέχνη δεν είναι λογική σύγκριση, είναι μιας συναισθηματικής νοημοσύνης σύγκριση. Όταν βλέπω έναν πίνακα του Πικάσο, βλέπω κι έναν πίνακα του Μπέικον, βλέπω κι έναν πίνακα του Ρέμπραντ, βλέπω και τη διαδρομή. Όταν ακούς τον Χατζιδάκι, ακούς και τον Βαμβακάρη, αλλά ακούς ενδεχομένως και τον Μάλαμα ή τον Ζούδιαρη. Υπάρχει μια διαστολή. Όταν εστιάζεις μόνο στο παρελθόν αποκόπτοντας το τώρα τελικά παρεξηγείται και το αριστούργημα του παρελθόντος και δεν γίνεται οργανικό εργαλείο κατανόησης του πολιτισμού. Τι απόλαυσες έτσι; Τίποτα, έκανες μόνο τη νευρωσική καταγραφή μιας συνθήκης του «ιδεώδους» παρελθόντος.

Κι αν κάνει κανείς μια αναγωγή και στα υπόλοιπα ζητήματα του ελληνικού πολιτισμού αλλά και της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας θα δει ότι αυτό δεν το κάνουμε μόνο στο τραγούδι, το κάνουμε παντού. Λειτουργούμε σε μία σαθρή εξιδανίκευση του παρελθόντος και αυτό είναι τραγικό. Και αφορά τα πάντα. Τα ιδεολογήματα, είτε είναι αριστερά, είτε δεξιά. Την ιστορία, το πώς δημιουργηθήκαμε ως έθνος, το πώς με αφελείς τρόπους επιχειρούμε να κάνουμε συνδέσεις με τους αρχαίους. Είναι μια τεράστια συζήτηση αυτή. Οσον αφορά τον χώρο του τραγουδιού είναι απαραίτητο η κοινωνία αυτή να δείξει το μέγιστο των δυνάμεων και δυνατοτήτων της στο να στεγάσει τις εργασίες των νέων ανθρώπων».

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ
IANOS

Σάββατο 13 και 20 Φεβρουαρίου

Ώρα έναρξης: 21.30

Είσοδος: 8€ / Ελάχιστη κατανάλωση: 5€

Προπώληση εισιτηρίων στα ταμεία του ΙΑΝΟΥ:

Σταδίου 24 & Golden Hall (Λ. Κηφισίας 37Α, Μαρούσι) και στο www.ianos.gr

IANOS | τηλ. 210 32 17 810, Σταδίου 24 – Αθήνα