Είναι εξαιρετικά δύσκολο το να ορίσει κάποιος τι είναι χίπστερ. Οσο κι αν έρχεται στον νου το κλισέ του νεαρού με μούσι που κρατά ένα smartphone καλυμμένο από μια vintage θήκη και κινείται μεταξύ Λονδίνου, Τελ Αβίβ και Σαν Φρανσίσκο, τα πράγματα ίσως είναι περισσότερο περίπλοκα. «Δεν είμαι χίπστερ» ήταν ο τίτλος της ταινίας του Ντέστιν Κρέτον που πρωτοπροβλήθηκε στο (αγαπημένο φεστιβάλ των χίπστερ) Sundance το 2013 και αποτελεί σημείο αναφοράς για τη συγκεκριμένη υποκουλτούρα. Ο τίτλος αποτελεί ευθεία αναφορά στην απάντηση κάποιου όταν κάποιος άλλος εξακοντίζει προς το μέρος του την κατηγορία ότι είναι χίπστερ: «Δεν είμαι χίπστερ!». Επομένως, βρισκόμαστε μπροστά στην παραδοξότητα του όλοι –από τα μπαρ του ιστορικού κέντρου της Αθήνας ως τις επιφυλλίδες των «New York Times» –να αναγνωρίζουν ότι οι χίπστερ υπάρχουν αλλά ελάχιστοι να αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι.
Οι νόμοι της ειδικής αγοράς

Ωστόσο η οικονομία είναι αμείλικτη. Σύμφωνα με την πλατφόρμα ερευνών αγοράς Euromonitor, από το 2002 ως σήμερα η αγορά ειδικών κατηγοριών καφέ (fair trade, βιολογικός κ.τ.λ.) έχει τριπλασιαστεί. Πλέον το διόλου ασήμαντο 19% του μεριδίου της αγοράς μπίρας στις ΗΠΑ προέρχεται από μικροζυθοποιίες, ήτοι «microbrews», όπως αναφέρονται στην αργκό των χίπστερ. Τα τελευταία πέντε χρόνια οι πωλήσεις στα προϊόντα ανδρικής περιποίησης παρουσίασαν αύξηση κατά 8%. Ο τζίρος από τις πωλήσεις των βιολογικών τροφίμων σχεδόν διπλασιάστηκε από το 2003 και αγγίζει τα 29,4 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών αγοράς Nielsen, οι πωλήσεις δίσκων βινυλίου ανήλθαν το 2015 σε 11,9 εκατ. αντίτυπα, ενώ το 2005 ήταν μόλις 900.000.
Ιδιαίτερος καφές, άγνωστες ετικέτες μπίρας, προϊόντα για στιλπνή γενειάδα, βιολογικές σαλάτες, δίσκοι βινυλίου στα άλλοτε εγκαταλελειμμένα πικάπ… Ολες οι παραπάνω ακμάζουσες αγορές παραπέμπουν στην κουλτούρα των χίπστερ και στα κλισέ που τη συνοδεύουν. Παρ’ όλο που κατά καιρούς πολλοί προεξοφλούν τον «θάνατο» του χίπστερ (τελευταίο κρούσμα η δημοφιλής αμερικανική ιστοσελίδα Mashable που μας πληροφόρησε ότι αντικαταστάθηκαν από μια νέα «φυλή» την οποία ονόμασε «yuccies»), τα χαρακτηριστικά του φαίνεται να αναδύονται από υποκουλτούρα σε επικρατούσα κουλτούρα μεταξύ των νέων.
Αν ο όρος χίπστερ αναφέρεται στην κουλτούρα, τότε η γενιά στην οποία η κουλτούρα αυτή είναι δημοφιλής είναι η γενιά που οι διαφημιστές έχουν ονομάσει «millennials» και ακολούθως έχουν αναγάγει σε ιερό δισκοπότηρο. Πρόκειται για τους γεννημένους από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ως το 2000, δηλαδή εκείνους που σήμερα έχουν ηλικία 16 ως 30 ετών. Στις έρευνες παγκοσμίως αυτοπροσδιορίζονται ως αισιόδοξοι, νάρκισσοι, έχοντες αυτοπεποίθηση και δυνατότητα αυτοέκφρασης. Το αμερικανικό περιοδικό «Time» τους έχει χαρακτηρίσει «γενιά του Εγώ Εγώ Εγώ» και τους αφιέρωσε ένα διόλου κολακευτικό εξώφυλλό του τον Μάιο του 2013. Η καταναλωτική τους δύναμη στις ΗΠΑ καθορίζεται περί τα 990 δισ. δολάρια. Βεβαίως είναι μια γενιά η οποία θα καθορίσει το μέλλον, όπως μοιραία κάνει κάθε γενιά νέων στην εποχή της. Επομένως, ακόμη και η παρατήρηση των καταναλωτικών συνηθειών της έχει νόημα. Είναι όμως ο χίπστερ απλώς ένα πρότυπο καταναλωτικής συμπεριφοράς ή μήπως είναι κάτι ευρύτερο;
Από την τζαζ στη ροκ

Ο όρος χίπστερ εμφανίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1940 και τότε δεν αναφερόταν σε γενειοφόρους που αναρτούν φωτογραφίες τους στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Instagram αλλά σε ακροατές της τζαζ και πιο συγκεκριμένα του ιδιώματος bebop. Οι χίπστερ τότε, συνήθως λευκοί Αμερικανοί, αν και δεν ήταν απαραιτήτως μουσικοί της τζαζ, ασπάζονταν τον τρόπο ζωής αυτών: τα φαρδιά κοστούμια που φορούσαν, την αργκό τους, τη χρήση μαλακών ναρκωτικών, τον σαρκασμό, αλλά και τη χαλαρή σεξουαλική ηθική. Το όνομά τους το πήραν όταν στην αγγλική λέξη hip προσέθεσαν την κατάληξη -ster. Η ετυμολογία του hip είναι αμφιλεγόμενη. Κάποιοι τη θεωρούν παράφραση του hop (το όπιο στην αμερικανική αργκό) και άλλοι τη συνδέουν με τη στάση του σώματος όταν κάποιος κατανάλωνε όπιο καθώς στηριζόταν στους μηρούς (hips). Αλλοι απλώς ανέσυραν μια παλαιότερη σημασία του «hip» που σήμαινε «ο γνώστης». O ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ στη «Σκηνή της τζαζ» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εξάντας) περιγράφει την αργκό των πρώτων χίπστερ ως εξής: «Μια γλώσσα φτιαγμένη για να ξεχωρίζει την ομάδα από τους υπολοίπους». Ο αμερικανός συγγραφέας του «Δρόμου» Τζακ Κέρουακ σε άρθρο του στο περιοδικό «Esquire» το 1958 περιέγραψε τους χίπστερ ως «περιπλανώμενους στην Αμερική σαν ήρωες μιας ιδιαίτερης πνευματικότητας».
Ο όρος χίπστερ επανήλθε στην επιφάνεια της ποπ κουλτούρας στις αρχές της δεκαετίας του 2000 προκειμένου να περιγράψει τους νεαρούς κατοίκους των συνοικιών Γουίλιαμσμπεργκ και Μπρούκλιν στη Νέα Υόρκη, του Σαν Φρανσίσκο, του Σόχο στο Λονδίνο, του Πρεντσλάουερμπεργκ και αργότερα του Κρόιτσμπεργκ στο Βερολίνο που παρουσίαζαν μια σειρά κοινά χαρακτηριστικά. Οι άνδρες είχαν μούσι, γενειάδα ή μουστάκι, οι γυναίκες είχαν φράντζες στα μαλλιά, είχαν παρόμοιο γούστο στη μουσική το οποίο εν πολλοίς καθοριζόταν από την αμερικανική ιστοσελίδα Pitchfork, πήγαιναν σε συναυλίες, κατανάλωναν παρόμοια κοκτέιλ, πειραματίζονταν φορώντας μεταχειρισμένα ρούχα που δεν είχαν σχέση με όσα πρότεινε η βιομηχανία της μόδας και οι καθιερωμένες φίρμες. Η όψη τους, άλλοτε επιτυχημένα κι άλλοτε όχι, ήταν κάπου ανάμεσα στον ατημέλητο καλλιτέχνη και στον καλοντυμένο νεαρό, που όμως έρχεται από κάποια άλλη εποχή του παρελθόντος. Κατά μία έννοια προσπαθούσαν προκειμένου «η ομάδα να ξεχωρίσει από τους υπολοίπους». Σύντομα οι αναφορές τους και οι συνήθειές τους διαμόρφωσαν μια συγκεκριμένη αισθητική η οποία ξέφυγε από τα στενά όρια της γειτονιάς τους και ταξίδεψε ανά τον κόσμο.
Ρούχα, μπάντες και φιλμ

Επιχειρήσεις παραγωγής ρούχων όπως η American Apparel (που προσφάτως χρεοκόπησε λόγω κακοδιαχείρισης) και πολυκαταστήματα όπως τα Urban Outfitters στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη γιγαντώνονταν καθώς έμοιαζαν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των χίπστερ. Η American Apparel, που από το 2005 ως το 2013 τριπλασίασε τις πωλήσεις της, λάνσαρε ρούχα χωρίς διακρτικά κάποιας φίρμας, που αρχικά έμοιάζαν αλλόκοτα, προτού εδραιωθούν ως mainstream και υιοθετηθούν και από άλλες ανάλογες επιχειρήσεις. Επιπλέον, έχουν και το απαραίτητο «κοινωνικό πρόσημο», δηλαδή παράγονται στο Λος Αντζελες και όχι σε κάποιο εργοστάσιο της Ασίας από εργάτες με αμφίβολα εργασιακά δικαιώματα. Τα καταστήματα Urban Outfitters, πελώρια και τοποθετημένα σε μεγάλους εμπορικούς δρόμους των μητροπόλεων όπως είναι η Regent Street στο Λονδίνο, διατηρούν ακόμη και σήμερα αισθητική τύπου DIY («Do it yourself», δηλαδή «κάν’ το μόνος σου») με (όχι φθηνά) ρούχα περίπου πεταμένα πάνω σε ακατέργαστες σανίδες από κόντρα πλακέ.
Η αισθητική των χίπστερ ασφαλώς δεν αφορά μόνο την εμφάνιση, το φαγητό και το αλκοόλ. Αφορά και ένα αξιοσημείωτο, ίσως το πιο δυναμικό, κομμάτι της μουσικής βιομηχανίας σήμερα. Αν και οι χίπστερ έχουν αδυναμία σε μικρά ποπ-ροκ γκρουπ ή καλλιτέχνες με περίτεχνα ονόματα που συνήθως χάνονται μετά από ένα ή δύο άλμπουμ (εφέτος η «τάση» ήταν ο Αμερικανός Father John Misty), δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη γιγάντωση των Arcade Fire. Ξεκινώντας με ένα χειμαρρώδες αλλά δυσνόητο και σίγουρα «βαρύ» στη θεματική του άλμπουμ («Funeral», 2004) με πονεμένους στίχους για τον θάνατο και την κατάθλιψη, έφτασαν να κατακτήσουν βραβείο Grammy για «άλμπουμ της χρονιάς» το 2011 «κερδίζοντας» τους αστέρες της ποπ. Οι συνολικές πωλήσεις των μόλις τεσσάρων δίσκων τους ξεπερνούν τα τρία εκατομμύρια μόνο στη Βρετανία και στην Αμερική.
Τι λένε οι επικριτές

Η ιδιαίτερη, νοσταλγική αισθητική των φιλμ του Τεξανού Γουές Αντερσον («Οικογένεια Τένενμπαουμ», «Ταξίδι στο Νταρτζίλινγκ») καθώς και πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους (Τζέισον Σβάρτσμαν, Μπιλ Μάρεϊ, Οουεν Γουίλσον) αναφέρονται συχνά ως σημεία αναφοράς των χίπστερ. Ακόμη, το φιλμ «500 μέρες με τη Σάμερ» ανέδειξε την καλιφορνέζα ηθοποιό και αργότερα μουσικό Ζόε Ντεσανέλ σε χίπστερ ίνδαλμα. Αντιστοίχως συμβαίνει με τον μακρυμάλλη βρετανό ηθοποιό –και εσχάτως ακτιβιστή κατά της ανισότητας –Ράσελ Μπραντ.
Ωστόσο οι χίπστερ δεν έχουν μόνο ινδάλματα και φίλους. Ο αρθρογράφος του περιοδικού «Time» Νταν Φλέτσερ έγραψε ένα απολαυστικό άρθρο που έγινε η φωνή όσων αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητά τους. Οι κατηγορίες που εντοπίζει εναντίον τους είναι ομολογουμένως υπερβολικές, αλλά παρατίθενται απολαυστικά: «Ναι μεν ενοχλητικοί αλλά άκακοι, σωστά; Δεν θα ακούσετε όσους τους επικρίνουν να λένε κάτι τέτοιο. Οι χίπστερ κατορθώνουν να συγκεντρώσουν μίσος μοναδικό στην έντασή του. Οι επικριτές περιγράφουν την ομάδα ως ψωνισμένους, γεμάτους αντιθέσεις και, τελικώς, το αδιέξοδο του δυτικού πολιτισμού».
Στο βραβευμένο με Oσκαρ σεναρίου φιλμ «Τζούνο», που αποτέλεσε ένα από τα πρώτα σκιρτήματα της χίπστερ υποκουλτούρας προς ένα ευρύτερο κοινό, οι δύο ερωτευμένοι 16χρονοι ήρωές του συζητούν: «Είσαι τόσο cool και δεν προσπαθείς καθόλου γι’ αυτό» λέει η Τζούνο. «Μα πώς! Προσπαθώ…» απαντά ο Πόλι. Η γλυκόπικρη κομεντί του 2007 είχε πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς Ελεν Πέιτζ και Μάικλ Σέρα, οι οποίοι έκτοτε έχουν αναδειχθεί σε ινδάλματα για τους χίπστερ. Ωστόσο, το σαρκαστικό αυτό στιγμιότυπο περιγράφει ανάγλυφα το πώς οι χίπστερ προσπαθούν πολύ –για την εμφάνισή τους, για τη διατροφή τους, για τα όσα ακούνε στο iPad τους –έχοντας ως στόχο να φαίνεται ότι δεν προσπαθούν καθόλου…

Τα στέκια της νεανικής υποκουλτούρας στην Αθήνα
Υπάρχει χώρος για νεανικές υποκουλτούρες όπως οι χίπστερ στη χτυπημένη από την κρίση Αθήνα; Παραδόξως υπάρχει και μάλιστα αρκετός. Πέρα από τα μπαρ του ιστορικού κέντρου γύρω από την οδό Κολοκοτρώνη, ως σημεία αναφοράς αναφέρονται οι αγορές μεταχειρισμένων ρούχων Meet Market που διοργανώνονται ανά δύο Σαββατοκύριακα στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, το εστιατόριο με vegetarian πιάτα από βιολογικές πρώτες ύλες «Avocado» (Νίκης 30, Σύνταγμα), ο χώρος συνεργατικής εργασίας Impact Hub (Καραϊσκάκη 28, Ψυρρή), η ιστοσελίδα Popaganda.gr, τα προϊόντα περιποίησης μουσιών Lovebeard και οι μικροζυθοποιίες Αλη, Σκνίπα, Septem, Volkan και μπίρα Χίος. Οι αθηναίοι χίπστερ, ακόμη κι αν δυσκολεύονται να πληρώσουν το ενοίκιό τους, έχουν πάντοτε καιρό για κοκτέιλ, brunch και ένα ζευγάρι καινούργια-μεταχειρισμένα παπούτσια που θα έκαναν θραύση κατά τη δεκαετία του ’80. Ή ακόμη και σήμερα…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ