Οταν τον κάλεσε η πατρίδα να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, εκείνος άδραξε την ευκαιρία της πρόσκαιρης επιστροφής στην Ελλάδα από τη Γαλλία για να παρουσιάσει πίνακές του στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός. Απεικόνιζαν τολμηρά, ερωτικά γυμνά και ήταν αφιερωμένα στην Παριζιάνα, την όμορφη, ηδυπαθή γυναίκα της γαλλικής πρωτεύουσας που ήταν απαλλαγμένη από τις συμβάσεις της εποχής. Το σκάνδαλο στη συντηρητική κοινωνία της Αθήνας ήταν μεγάλο, το 1952 δεν ήταν προετοιμασμένο για την προκλητική τέχνη του ζωγράφου με το κομψό μουστάκι. Ο Στρατής Μυριβήλης και ο Τάκης Δόξας υπερασπίστηκαν σε έντυπα της εποχής το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, όμως εκείνος είχε μια πιο πνευματώδη απάντηση για να κατευνάσει τα στυφά πρόσωπα των σκανδαλισμένων Αθηναίων. Απλώς πήρε φύλλα συκιάς από τα δέντρα και τα καρφίτσωσε στα επίμαχα σημεία των έργων του.
Αιρετικός και ασυμβίβαστος, αυτός ήταν ο Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος, ο εικαστικός που έμεινε γνωστός ως Nonda. Με την προφορά στη λήγουσα βεβαίως, γιατί στη Γαλλία όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έτσι προφέρεται το ελληνικότατο όνομά του. «Nonda, le grec volcanique», όπως τον χαρακτήρισε ο κριτικός τέχνης J.P. Crespelle, ο «ηφαιστειώδης Ελληνας» που γοητεύτηκε από το Παρίσι και το έκανε σημείο αναφοράς στην έντονα παλλόμενη καλλιτεχνική του δημιουργία.
«Ακολουθώ το ένστικτό μου»


Παθιασμένος και μοναχικός, ο Nonda (1922-2005), ο οποίος κάποια στιγμή στην αρχή της καριέρας του είχε φτάσει στο σημείο να ξυρίσει το κεφάλι του για να αποφύγει τους πειρασμούς και να επικεντρωθεί στη δουλειά του, λειτούργησε έξω από συστήματα και κατεστημένα και πλήρωσε το τίμημα της ατίθασης φύσης του. «Ακολουθώ το ένστικτό μου –όσο για τις εκφράσεις, τις ερμηνείες, τα μηνύματα, όλα αυτά με βρίσκουν αντίθετο» συνήθιζε να λέει.
Ολη η πληθωρική ζωή του έχει χωρέσει στη μικρή αλλά περιεκτική έκθεση «Le Paris de Nonda» σε πέντε αίθουσες στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών και αυτό οφείλεται στο πείσμα και στην αγάπη με τα οποία την έστησε η επιμελήτριά της και κόρη του, Τζοάνα Παπαδοπούλου. Μετά τη μεγάλη αναδρομική που είχε διοργανωθεί από το Μουσείο Μπενάκη το 2007, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, μαζί με τον αδελφό της Στέφανο προσπαθεί να διατηρήσει τη μνήμη και το έργο του σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Η «περίοδος του σπλήνα»


Κατάφερε πολλά, πάρα πολλά ο μαθητής του Σπύρου Βικάτου που άφησε πίσω του την Ελλάδα το 1947, αψηφώντας τον πατέρα του που τον ήθελε διάδοχό του στην τέχνη της μοδιστρικής, για να σπουδάσει στην Ecole des Beaux Arts στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Γεμάτος πείσμα να κατακτήσει την πόλη των αντιθέσεων με τις πανέμορφες γυναίκες της σπούδαζε και έπλενε λεωφορεία τα βράδια ή δούλευε σαν ράφτης, εξάλλου την τέχνη είχε προλάβει να τη μάθει.
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 άφησε ένα στίγμα πολύ ευδιάκριτο και μολονότι ζωγράφιζε σταθερά το Παρίσι, η ψυχή στα έργα του ήταν βαθύτατα ελληνική. Στο Πιγκάλ και στη Μονμάρτρη αποτύπωσε τις ζουμερές Παριζιάνες της έκλυτης ζωής αλλά και τους καταπιεσμένους, θλιμμένους μουσικούς που ήταν αναγκασμένοι να δίνουν παραστάσεις για λίγα μόλις κέρματα, θύματα της μεταπολεμικής φτώχειας.
Ζωγράφισε στην κεντρική αγορά Les Halles, στην «κοιλιά του Παρισιού» όπως την είχε ονομάσει ο Εμίλ Ζολά, πάνω στους πάγκους με τα ψάρια, τα κρέατα και τα φρούτα, όσο οι χασάπηδες και οι μανάβηδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Παρουσίασε έργα του μαζί με την αφρόκρεμα των καλλιτεχνών της αβανγκάρντ όπως ο Μπρακ και ο Σαγκάλ στην γκαλερί Cherpantier, ενώ αναβίωσε μια παλιά παράδοση υπαίθριων εκθέσεων όταν εξέθεσε πίνακες και γλυπτά του κάτω από την αρχαιότερη γέφυρα της πόλης, την Pont Neuf, αφότου πήρε τη σχετική άδεια από τον τότε υπουργό Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό. Εκεί έδειξε και το περίφημο γλυπτό-άλογο της Τροίας μέσα στο οποίο ζούσε όσο καιρό διαρκούσε η έκθεση.
Η γνωριμία του με τον Μαλρό είχε γίνει από τον Δημήτρη Γαλάνη, τον έλληνα χαράκτη και εμιγκρέ που είχε γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Μαζί του είχε ταξιδέψει και στην Αντίμπ για να συναντήσει τον Καζαντζάκη και τον Πικάσο. Ο Nonda είχε άλλωστε κι εκείνος τη δική του «ροζ» και «γαλάζια» περίοδο. Στην περίπτωσή του είχε την απόχρωση του αίματος της βοδινής σπλήνας και η πρώτη ύλη της ήταν ακριβώς αυτή σε ορισμένα από τα πιο περιζήτητα έργα του: το αίμα με μαύρη μπογιά ή κάρβουνο. Αργότερα προτίμησε πιο έντονα χρώματα όταν «ασπάστηκε» τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Ωστόσο δεν αποχωρίστηκε ποτέ τη γυναικεία φιγούρα από τη θεματολογία του, αιώνια δέσμιος της αγάπης του για το ωραίο φύλο.
Το άδοξο τέλος στην Ελλάδα


Το 1981, οικογενειάρχης με δύο παιδιά και παντρεμένος τελικά με Αμερικανίδα, τη Μαρία Αλέξις Deviney, αποφάσισε να γυρίσει στην Αθήνα. Στο πατρικό σπίτι στην Αγία Παρασκευή βάλθηκε να δουλεύει σε μια σειρά από μεγάλα, αφαιρετικά γλυπτά ανθρώπινων μορφών από τσιμέντο. Πέντε χρόνια μετά παρουσιάστηκαν στο πάρκο της πλατείας Δεξαμενής στο Κολωνάκι. Προς το τέλος της έκθεσης ο Nonda έπεσε σε κωματώδη κατάσταση ύστερα από σοβαρό καρδιακό επεισόδιο, οπότε μεταφέρθηκε στην Αμερική όπου υποβλήθηκε σε χειρουργικές επεμβάσεις. Στο μεταξύ τα γλυπτά του μεταφέρθηκαν σε αποθήκη του δήμου. Τα περισσότερα χάθηκαν (!), μόλις δύο από αυτά κατάφερε να εντοπίσει αργότερα σε σκουπιδότοπο. Η κρατική αδιαφορία τον πλήγωσε βαθύτατα και όξυνε τις ψυχικές επιπτώσεις των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Πέθανε καταπονημένος από το Αλτσχάιμερ αλλά άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο για το οποίο μπορεί κάποιος να πάρει μια καλή πρόγευση χάρη σε αυτή την αξιοπρόσεκτη έκθεση.

πότε & πού:

«Το Παρίσι του Νonda» στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών ως τις 31 Μαρτίου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ