Με δεδομένη την αγάπη του στο ελληνικό έργο, ο Θανάσης Παπαγεωργίου σκηνοθετεί «Το πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στο Εθνικό Θέατρο –στου οποίου το ΔΣ προεδρεύει. Μοιρασμένος ανάμεσα σε θεατρικούς ρόλους και ρόλους ζωής, καταθέτει στο «Βήμα» τις σκέψεις του εν όψει της επικείμενης πρεμιέρας:
«Για μένα το «Πανηγύρι» είναι ένα ποίημα, ένα από τα εντελώς διαφορετικά έργα που έχει γράψει ο Κεχαΐδης. Κι επειδή τελευταίως ασχολήθηκα με άλλα δύο του έργα, το «Με δύναμη από την Κηφισιά» και τις «Δάφνες και πικροδάφνες», με εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας νέος 29 χρόνων έγραψε αυτό το έργο την εποχή που το έγραψε. Τότε το ελληνικό έργο ήταν αποδιοπομπαίος τράγος, ανέβαινε πολύ δύσκολα, ήταν αντιεμπορικό, το θεωρούσαν δυσνόητο και κουλτουριάρικο. Κι όμως, τόλμησε ο Κεχαΐδης να γράψει αυτό το έργο που κακώς το λέμε ηθογραφία. Μόνο ηθογραφία δεν είναι.
Με αυτό το έργο προσπαθεί να ξορκίσει τον κόσμο που έζησε ο Κεχαΐδης, έναν ωραίο ελληνικό κόσμο… Ανθρωποι που ζουν μέσα σε ένα αντίσκηνο, νομάδες, με ένα παιδάκι που πρέπει να ξεπουλήσουν για να επιβιώσουν, που τρώνε καρπούζι για μεσημεριανό και ψωμί. Ολο αυτό είναι μια αθλιότητα, αλλά δεν δίνει καμία σημασία στην αθλιότητα. Αντίθετα, κάνει κάποια ψυχογραφήματα που θεωρώ ότι είναι αξιοσημείωτα, και δη για την ηλικία του…
Την επιτυχία του ελληνικού έργου πρέπει να τη δούμε συναρτήσει της εποχής. Πρέπει δυστυχώς να βρεθούμε στα πολύ δύσκολα για να παράξουμε έργο. Η δικτατορία βοήθησε, χωρίς να εννοώ ότι πρέπει να έχουμε δικτατορία ή πόλεμο. Οι δυσκολίες βοηθούν, γι’ αυτό και δεν έχουμε πολύ σπουδαία τέχνη από ανθρώπους που ζουν άνετα, με εξαίρεση ίσως έναν-δύο ποιητές. Το λέω κυρίως για τους γραφιάδες. Εμείς, οι ηθοποιοί, είμαστε οι αποδέκτες. Αν δεν γραφτεί ο «Αμλετ», τι να παίξω εγώ;
Από τη στιγμή που συνειδητοποίησα πόση ξενομανία υπάρχει, στράφηκα στο ελληνικό έργο. Εβλεπα γύρω μου ότι όλο αυτό οδηγούσε σε μια ξιπασιά, χωρίς τελειωμό, χωρίς όφελος. Κι αυτό με ενόχλησε όταν μπήκα στο θέατρο. Δεν υπήρχε ελληνικό έργο με την έννοια να σκύψω με αγάπη πάνω από τον έλληνα άνθρωπο. Οπως με ενοχλούσε η φαρσοκωμωδία, την έβρισκα επιδερμική, χωρίς πρόταση. Με επηρέασε, προφανώς, και η στάση του Θεάτρου Τέχνης –και ποιον δεν επηρέασε; Οσο μεγάλωνα και διάβαζα και μάθαινα, έβλεπα ότι έξω όλα τα κράτη στηρίζονται στην ιθαγένειά τους. Κι εμείς τι; Είμαστε οι ξιπασμένοι, οι ξενομανείς; Πίστευα στην προσωπικότητα του λαού μας. Εκανα κάθε προσπάθεια να βοηθήσω.
Το «Πανηγύρι» είναι μια εικόνα της Ελλάδας. Πανηγυρίζουμε έξω και μέσα ζούμε ένα δράμα. Αυτό γίνεται συνέχεια τα τελευταία χρόνια. Οσο στενεύει ο κύκλος τόσο μεγαλώνει το δράμα. Ποιος πανηγυρίζει; Τι πανηγυρίζει; Μια ψευδαίσθηση είναι όλο αυτό.
Οχι, δεν διακόπηκε η καλλιτεχνική μου πορεία με το Εθνικό. Αυτό θα το έλεγα αν ήμουν 50-60 χρόνων. Είμαι όμως προς το τέλος της καριέρας μου. Μάλλον κουρασμένο με βρίσκει αλλά, ταυτόχρονα, έμπειρο. Η Στοά συνεχίζει, του χρόνου μπορεί να παίξω κι εγώ. Το θέμα είναι η διάδοχη κατάσταση: υπάρχει, αλλά για να υπάρξει πραγματικά χρειάζεται οικονομική κάλυψη. Φοβάμαι ότι τα θέατρα που δεν στηρίζονται στο ταμείο θα εκλείψουν…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ