«Η Βενετία είναι η Ντίσνεϊλαντ των ενηλίκων» έγραφε πριν από χρόνια ο Τζόναθαν Γκαλάσι, συγγραφέας και διευθυντής των εκδόσεων Farrar Straus and Giroux.
Εφτασα στην πόλη για το καρναβάλι, που το είχα παρακολουθήσει άλλη μια φορά πριν από μερικά χρόνια. Αλλά γιατί, αναρωτιέμαι, να μην ισχύει και το αντίστροφο από αυτό που λέει ο Γκαλάσι, δηλαδή η Ντίσνεϊλαντ να είναι η Βενετία των ανηλίκων; «Εξυπνάδες», βέβαια, που δεν έχουν σημασία μπροστά στο θέαμα, όπου έξω από το Palazzo Bolani Erizzo, όπου βρίσκομαι, περνούν ομάδες καρναβαλιστών φορώντας την κλασική βενετσιάνικη στολή με την μπέρτα, το τρίκωχο καπέλο και τη μάσκα, άλλοτε μαύρη, άλλοτε λευκή και κάποιες φορές πολύχρωμη. Σε αυτό το παλάτσο έμενε ο Πιέτρο Αρετίνο, εκείνος ο αυθάδης συγγραφέας που πολλοί θεωρούν πατέρα της δημοσιογραφίας. Και από εδώ έβλεπε το Ριάλτο. Σε τούτη την πόλη πέθανε από αποπληξία, καθώς θρυλείται, σκασμένος στα γέλια την ώρα που άκουγε ένα σόκιν ανέκδοτο.
Ο Αρετίνο κατέφυγε στη Βενετία το 1527 για να γλιτώσει από την οργή του πάπα εξαιτίας των Sonetti Lussuriosi (16 σονέτα που περιγράφουν ισάριθμες στάσεις της ερωτικής πράξης). Οι Βενετσιάνοι τον δέχτηκαν ευχαρίστως, διότι, όπως έλεγαν, ήταν «πρώτα Βενετσιάνοι και μετά χριστιανοί». Το βιβλίο με τα ποιήματα αυτά του Αρετίνο ο Τζιάκομο Καζανόβα δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
Στον Καζανόβα, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία ως ο διασημότερος γυναικάς που εμφανίστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεχνούν οι περισσότεροι πως υπήρξε και συγγραφέας πρώτης γραμμής, ήταν εφέτος αφιερωμένο ένα μεγάλο μπαλ μασκέ, το οποίο οι διοργανωτές του ονόμασαν «Οι πενήντα σκιές του Καζανόβα» παραφράζοντας τον τίτλο του διάσημου Πενήντα αποχρώσεις του γκρι της Ε.Λ. Τζέιμς, που έσπασε ρεκόρ πωλήσεων παγκοσμίως. Το να παραπέμπεις όμως στον Καζανόβα μέσω ενός ασήμαντου ερωτογραφήματος που στην Αμερική το αποκάλεσαν «το πορνό της μαμάς» μοιάζει με ιεροσυλία. Ιεροσυλία ή όχι, το κόστος συμμετοχής στις «Πενήντα σκιές του Καζανόβα» είναι 650 ευρώ παρακαλώ. (Χωρίς να υπολογίσει κανείς το αστρονομικό ποσό που θα πρέπει να καταβάλει για το ενοίκιο της στολής και της μάσκας οι οποίες θα πρέπει ή να είναι αυθεντικές ή να έχουν φτιαχτεί σε ειδικά εργαστήρια.)
«Η Βενετία είναι ψάρι»


«Η Βενετία είναι ψάρι» όπως δηλώνει ο τίτλος ενός βιβλίου του ιταλού μυθιστοριογράφου, θεατρικού συγγραφέα και ποιητή Τιτσιάνο Σκάρπα. Χρυσόψαρο, θα λέγαμε, αν θέλαμε να είμαστε ακριβέστεροι, ειδικά την περίοδο του καρναβαλιού, όπου όλα είναι πανάκριβα. Η πόλη, λένε, αυτές τις μέρες επιστρέφει στον 18ο αιώνα, όταν παρήκμαζε οικονομικά και πολιτικά αλλά οι κάτοικοί της το διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Γιατί λοιπόν να μην πληρώσει κανείς αυτή την εικονική μεταφορά στον χρόνο ξεχνώντας την άγρια εμπορευματοποίηση;
Αλλά το καρναβάλι είναι λαϊκό θέατρο και η πόλη αυτή μια απέραντη θεατρική σκηνή με τους Πιερότους, τις Κολομπίνες και τους Πανταλεόνε της, με τους ζωντανούς και τους νεκρούς της, με τη λάμψη, τη φθορά, τη μελαγχολία και την ηδυπάθειά της, με τη οργιαστική παρέλαση των χρωμάτων παντού, από την πλατεία του Σαν Μάρκο ως την Πιατσάλε Ρόμα, από το Ναυαρχείο ως απέναντι στο Λίντο, λάμψη ενός εκθαμβωτικού ηλιοβασιλέματος που αναβοσβήνει στο Μεγάλο Κανάλι, τη λιμνοθάλασσα και τις προσόψεις των ασύγκριτων παλατιών της.
Δεν είναι αναγκαίο να συμμετάσχει κανείς σε κάποιο από τα πανάκριβα μπαλ μασκέ, όπου το κόστος μπορεί να φτάσει και τα 900 ευρώ. Το βενετσιάνικο καρναβάλι είναι πριν απ’ όλα θέαμα, είναι το απόλυτο θέατρο όπου η σκηνή και η πλατεία γίνονται ένα. Ετσι ξεχνάς την εμπορευματοποίηση που κοστολογεί τον μύθο και την αυταπάτη. Δεν χρειάζεται να σου πουν το αυτονόητο: ότι περνάς μέσα από τη «λυρική Βενετία». Ούτε και είναι απαραίτητο, αν δεν σου περισσεύουν τα χρήματα, να πας, για παράδειγμα, στο παλάτσο Ca’ Pesaro και να μείνεις εκεί μόνο δυόμισι ώρες, από τις 4.30 ως τις 6.30 το απόγευμα, πληρώνοντας για ένα ποτήρι προσέκο και μια κούπα ζεστή σοκολάτα 95 ευρώ.
Εδώ όλα πωλούνται και εξαρτώνται από το πόσο πρόθυμος αγοραστής είναι ο καθένας. Η βόλτα με το παραδοσιακό γαλιόνι Galeone Veneziano, που διαρκεί από τις 8 ως τις δώδεκα το βράδυ, στοιχίζει 90 ευρώ αλλά προτίμησα να την κάνω με λιγότερα: επτά ευρώ με το βαπορέτο. Και επιπλέον, όποιος θέλει να ζήσει την ατμόσφαιρα του καρναβαλιού στη Βενετία θα πρέπει να εξοντωθεί στο περπάτημα, να κινείται συνεχώς μέσα στη ρευστή εικόνα του κινούμενου πλήθους, της διαρκώς μετακινούμενης σκηνής και πλατείας. Ακολουθώντας τις ομάδες των μασκοφόρων, τις λαμπερές σκιές μιας ατελεύτητης παντομίμας, τα ίδια τα βήματά του τελικά, που από μόνα τους θα τον οδηγήσουν παντού.
Το βενετσιάνικο καρναβάλι μοιάζει με ασταμάτητο αυτοσχεδιασμό, με μια σειρά από αναπάντεχα χάπενινγκ –για τούτο και διαφέρει ριζικά από το αντίστοιχο του Ρίο ή το Mardi Gras της Νέας Ορλεάνης. Σκέφτομαι καθώς η παντομίμα επαναλαμβάνεται σε αμέτρητες μικρές πλατείες πως κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν το θέατρο του δρόμου στον Μεσαίωνα.
Ζωντανό μνημείο αστικού πολιτισμού


Η ευρηματικότητα των διοργανωτών είναι εκπληκτική. Τι πιο συναρπαστικό από το να επιστρέψει στο σπίτι του ο επισκέπτης μεταφέροντας τις φωτογραφίες που θα βγάλει; Αυτή η πόλη που βυθίζεται αργά κάθε χρόνο στη θάλασσα, λες και θέλει να επιστρέψει στο νερό, που τη γέννησε και την δόξασε, είναι το μεγαλύτερο ζωντανό μνημείο του αστικού πολιτισμού από όπου μόνο την περίοδο του καρναβαλιού περνούν ένα εκατομμύριο τουρίστες. Χρειάζονται τροχονόμοι για να ρυθμίζουν την κυκλοφορία στις μικρές πλατείες και τους δρόμους, οι οποίοι συχνά είναι τόσο στενοί που, καθώς έλεγε ο Ράσκιν, «δεν μπορεί κανείς να ανοίξει την ομπρέλα του».
Οπλιστείτε με τη φωτογραφική σας μηχανή, αλλά ακολουθήστε το πρόγραμμά μας, παροτρύνουν τους επισκέπτες οι διοργανωτές. Θα υπάρχει επικεφαλής φωτογράφος που θα σας λέει τι και πώς να φωτογραφίσετε. Κόστος; Μόνο 70 ευρώ. Ή δηλώστε συμμετοχή στην περιήγηση «Τα μυστικά του καρναβαλιού της Βενετίας και η ζωή και η εποχή του Καζανόβα». Ο οδηγός σας θα είναι μασκοφόρος και η δίωρη περιήγησή θα σας στοιχίσει «μόνον 40 ευρώ». Αλλά τι είναι 40 ευρώ όταν ο καπουτσίνο σε ένα από τα καφέ της πλατείας του Αγίου Μάρκου κοστίζει 10 ευρώ;
Βλέπω τους Γιαπωνέζους έξω από το ιστορικό καφέ Quardi, όπου σύχναζαν ο Σταντάλ, ο Βάγκνερ και ο Μπαλζάκ, να φωτογραφίζονται με τους μασκοφόρους. Και απέναντι αριστερά το Florian, όπου έπιναν τον καφέ τους ο Προυστ, ο Ντίκενς, ο Οντεν, ο Μπρόντσκι και ο Μπάιρον. Θυμήθηκα πως ο τελευταίος έλεγε ότι η Βενετία είναι η μάσκα της Ιταλίας. Επιχρυσωμένη, σκέφτομαι, καθώς βασιλεύει ο ήλιος στη λιμνοθάλασσα πίσω από τις ομάδες των μασκοφόρων της προκυμαίας. Και έπειτα μπαίνω στο Florian, όπου δεν υπήρχε περίπτωση να βρω άδειο τραπέζι να καθίσω. Ηθελα όμως να ξαναδώ ένα από τα έξι δωμάτια που αποτελούν το ιστορικό καφενείο, τη Sala Greca. Και θυμήθηκα, καθώς έβλεπα πίσω από τα παράθυρα τα μασκοφορεμένα πρόσωπα που προσπαθούσαν να δουν στο εσωτερικό του καφενείου, πως το 1494 η κυβέρνηση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας είχε παραχωρήσει στην κραταιά ελληνική κοινότητα της πόλης το δικό της Σύνταγμα.
Made in China


Εφέτος στις δύο εβδομάδες που διαρκεί το καρναβάλι οι ημέρες ήταν συννεφιασμένες, αλλά ηλιόλουστες την περασμένη Πέμπτη και την Παρασκευή. Εβρεξε τρεις-τέσσερις φορές τη δεύτερη εβδομάδα, όμως μόνο την Τρίτη είχε ομίχλη. Η Βενετία έμοιαζε σαν να είχε αποχωριστεί αυτόν τον μαγικό μανδύα που συνήθως την τυλίγει τέτοια εποχή. Η ομίχλη θα έκρυβε τους αμέτρητους πάγκους –πολύ περισσότερους από άλλες χρονιές –που έχουν εδώ και πολλές ημέρες στηθεί στην προκυμαία, μπροστά από το Παλάτσο Ντουκάλε, ως το Ναυαρχείο και ακόμη πιο πέρα προσβάλλοντας την αισθητική των υπέροχων κτιρίων. Εδώ Ασιάτες και Αφρικανοί πωλούν φτηνές βενετσιάνικες μάσκες και απομιμήσεις στολών και καπέλων κατασκευασμένων –πού άλλου; στην Κίνα. Ο κόσμος όμως αγοράζει όλα αυτά τα ψεύτικα φετίχ γιατί επί του προκειμένου δεν έχει σημασία τι αγοράζεις αλλά από πού. Οι αυθεντικές (χειροποίητες) μάσκες, οι οποίες κατασκευάζονται από ιταλούς τεχνίτες, που κάποτε τις έβρισκες σε προσιτές τιμές, είναι πλέον πανάκριβες.
Αν δεν έχεις έρθει ξανά στην πόλη μπορεί και να μη σου κάνουν εντύπωση κάποιες σοβαρές αλλαγές στην εικόνα της: ο ασυνήθιστα πλέον μεγάλος αριθμός των ζητιάνων, που όλοι τους σχεδόν προέρχονται από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Ή το πλήθος των φτωχοδιαβόλων από τις ίδιες χώρες που πουλάει πλαστικά αεροπλανάκια και πλαστικούς βραχίονες όπου τοποθετείς το κινητό σου για να βιντεοσκοπήσεις εκ του σύνεγγυς λεπτομέρειες από τις προσόψεις των παλατιών και των μνημείων. Ή ακόμη το πλήθος των ξένων που εργάζονται ως κατώτερο προσωπικό στις τρατορίες και τα μικρά καφέ πίσω από την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Και βέβαια η «εισβολή» των Κινέζων στην αγορά, με μικρά καταστήματα που πουλούν ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί.
«Γαλαζοαίματοι» και πλήθη


Αλλά η Βενετία του καρναβαλιού είναι δισυπόστατη. Στα παλάτια των εκατομμυριούχων δίνονται τα εντυπωσιακότερα πάρτι των «γαλαζοαίματων» του χρήματος που δεν δημοσιοποιούνται. Και σε αυτά συμμετέχουν μόνο οι πάμπλουτοι γόνοι των παλαιών οικογενειών και επιφανείς του διεθνούς τζετ σετ. Σε τούτο τον κόσμο δεν εισχωρεί κανείς από τα στίφη που καταλαμβάνουν τις μικρές και μεγάλες πλατείες της πόλης. Το πλήθος είναι απλώς μέρος της θέας, μια απόχρωση που μεταβάλλεται διαρκώς. Το πολύ-πολύ να δεις κάποιους από αυτούς τους «γαλαζοαίματους» να βγαίνουν από τη βενζινάκατό τους φορώντας στολές που πολλές έχουν ιστορία και δύο αιώνων φορτωμένοι με διαμάντια και παλιά οικογενειακά εμβλήματα και να μπαίνουν από την είσοδο του μεγάλου καναλιού στο παλάτι όπου είναι καλεσμένοι, προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα από τα μυθικά πάρτι που έχουν εξάψει τη φαντασία τόσων και τόσων.
Η μεσαία τάξη της πόλης όμως εκφράζεται με τον δικό της τρόπο. Στις μικρές πλατείες κυρίως, όπου ακούς μουσική από βαλς και βλέπεις τα μασκοφορεμένα ζευγάρια να χορεύουν. Ή στις μικρές γιορτές στην άκρη των καναλιών όπου προσφέρεται –όχι δωρεάν φυσικά –πολέντα και άλλα γαστριμαργικά εδέσματα. Κι ακόμη, στις αυτοσχέδιες παραστάσεις με θέματα από την κομέντια ντελ άρτε οργανωμένες από τους τοπικούς συλλόγους. Ιδιαίτερα τα βράδια, οι χοροί και οι παραστάσεις αυτές είναι εκείνο που λέει ο κοινός τόπος: μαγικές.
Η γοητεία του βενετσιάνικου καρναβαλιού είναι προέκταση της γοητείας της ίδια της πόλης. Οφείλεται όμως και σε έναν άλλο λόγο: όσο και αν γνωρίζεις την ιστορία του καρναβαλιού, την ιστορία της πόλης, τα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για αυτήν, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την ιστορία από τον μύθο, όπως δεν ξεχωρίζεις τα όρια ανάμεσα στην απόκρυψη και την αποκάλυψη. Και αυτό φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τις ψευδολυρικές κοινοτοπίες με τις οποίες είναι γεμάτο το Διαδίκτυο.
Εξαιτίας των τρομοκρατικών επιθέσεων των ισλαμιστών τα μέτρα ασφαλείας ήταν εξαιρετικά αυξημένα. Διατυπώθηκαν μάλιστα και προτάσεις να μην επιτραπούν οι μάσκες στο φετινό καρναβάλι, που απορρίφθηκαν. Τι θα ήταν το καρναβάλι και τι θα ήταν η Βενετία του καρναβαλιού χωρίς τις μάσκες; Την Μπάουτα, την Κολομπίνα, τον Πανταλεόνε, την Γκάουκα και τη Μορέτα; Θα ήταν σαν να αφαιρούσε κανείς ένα μεγάλο μέρος από το παρελθόν της στο οποίο βρίσκεται βυθισμένη αυτή η πανάκριβη εταίρα που λικνίζεται επάνω στα αιώνια νερά των καναλιών της και της λιμνοθάλασσας.

Πετάξτε τη μάσκα στο Σαν Μικέλε
Τα οργιαστικά χρώματα του καρναβαλιού μπορούν να σου προκαλέσουν τέτοιον κορεσμό που να θελήσεις να τα βγάλεις από πάνω σου για λίγο. Σαν να προσπαθείς να πετάξεις τη μάσκα της ίδιας της πόλης. Ετσι, πήρα μια μέρα το βαπορέτο και πήγα μια στάση πριν από το Μουράνο στο νησάκι-κοιμητήριο του Σαν Μικέλε, το νησί των νεκρών, το Αβαλον της Μεσογείου, όπου δεν «κοιμούνται» ιππότες, όπως στο Αβαλον των Υπερβορείων, αλλά επιφανή τέκνα της πόλης και διασημότητες.
Αν το καρναβάλι είναι ο θρίαμβος του πάνω κόσμου στον οποίο σαν την aqua alta που ανεβάζει τα νερά των καναλιών ανεβαίνει και ο κάτω κόσμος των νεκρών αυτής της πόλης στον πάνω, η επίσκεψη σε τούτο το νησί-κοιμητήριο είναι αναγκαία για όποιον θέλει να μπει στον προθάλαμο του παρελθόντος της Γαληνοτάτης. Αναγκαία μάλιστα για έναν Ελληνα, αφού στο ορθόδοξο τμήμα του νεκροταφείου είναι θαμμένοι πολλοί επιφανείς έλληνες της πόλης. Εκεί όμως βρίσκονται και οι τάφοι άλλων επιφανών, όπως ο Στραβίνσκι και η σύζυγός του Βέρα, καθώς και ο Σεργκέι Ντιαγκίλιεφ.
Στον τάφο του Στραβίνσκι έχουν εναποτεθεί φρεσκοκομμένα λουλούδια. Στου Ντιαγκίλιεφ κάποιες μπαλαρίνες της εποχής μας έχουν αποθέσει τα παπουτσάκια τους του χορού, όπου πάνω τους έχουν γράψει με μαρκαδόρο το όνομά τους και τη σχετική ημερομηνία. Ο κορυφαίος χορογράφος θριάμβευσε εν ζωή στο Παρίσι αλλά αυτό είναι το Παρίσι του Κάτω Κόσμου.
Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, που βρήκε εδώ το λαμπερό ομοίωμα της δικής του πόλης των καναλιών, της Αγίας Πετρούπολης, βρίσκεται θαμμένος στο τμήμα για τους προτεστάντες. Είναι δύσκολο να βρεις τον τάφο του, διότι δεν έχει σταυρό. Και ακόμη πιο δύσκολο να καταλάβεις γιατί αυτός ο εβραϊκής καταγωγής Ρώσος είναι θαμμένος στην ίδια πτέρυγα με έναν αντισημίτη, τον Εζρα Πάουντ, που έφτασε νέος εδώ, το 1908, και τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή A lume spento (Με τα κεριά σβηστά) στο τυπογραφείο ενός ορφανοτροφείου με δικά του έξοδα.
Οταν είχα έλθει για πρώτη φορά στο Σαν Μικέλε η ερωμένη του Πάουντ, Ολγα Ρατζ, ζούσε ακόμη. Τώρα εκείνη η βιολονίστρια που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, έπαιζε εκπληκτικά τα κονσέρτα του Βιβάλντι, κοιμάται δίπλα του. Καθώς στεκόμουν εκεί ο απόηχος των Τεσσάρων εποχών του Βιβάλντι, που παίζονται σχεδόν σε κάθε καρναβάλι της Βενετίας, ερχόταν μέσα από το φως του ηλιοβασιλέματος, όπως άρχισε να πέφτει πάνω σε τούτο το επί γης βασίλειο των νεκρών.
Κατόπιν, μπροστά στον τάφο του Μπρόντσκι συνάντησα ένα ζευγάρι μεσηλίκων Ολλανδών. Η κυρία είχε διαβάσει εκείνο το εξαίσιο λακωνικό βιβλίο του Μπρόντσκι για τη Βενετία, το Υδατογράφημα. Σε λίγο μας πλησίασε κι ένα ζευγάρι νεαρών Ρώσων. Ο άνδρας μάς έδειξε κάτι στη βάση του τάφου, δίπλα στα λουλούδια. Ηταν ένα τσιγάρο. Αφού ο Μπρόντσκι όσο ζούσε κάπνιζε πέντε πακέτα τσιγάρα τη μέρα, είχε δικαίωμα για ένα τσιγάρο στη μετά θάνατον ζωή. Κάπως έτσι θα πρέπει να έβλεπε και το καρναβάλι, σκέφτηκα, μια έκφραση της μετά θάνατον ζωής, όπως θεωρούσε και τις διαδηλώσεις και τις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Είχε ζήσει μια από αυτές στην Αθήνα, όταν την είχε επισκεφθεί στη δεκαετία του 1980 και την αναφέρει στο θαυμάσιο δοκίμιό του Πτήση από το Βυζάντιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ