Με βρήκε να κοιτάζω έναν πίνακα στο καθιστικό και να προσπαθώ να καταλάβω αν είναι ζωγραφική ή φωτογραφία. Είναι ένα έργο της από την προηγούμενη δουλειά της, «Still Life», η οποία παρουσιάστηκε το 2011. Μια νεκρή φύση με λουλούδια. μουσικά όργανα και αντικείμενα τα οποία βρίσκονται μέσα στο σπίτι της. Η νέα δουλειά της Ιωάννας Ράλλη είναι ωστόσο πολύ διαφορετική, όπως κάθε φορά που παρουσιάζει το επόμενο βήμα της. Τα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση «Ονειρα και Σύμβολα» της Γκαλερί Ζουμπουλάκη δεν τα έχει μόνο σκηνογραφήσει αλλά τα έχει κατασκευάσει εξ ολοκλήρου η ίδια. Μορφές από λεπτό χαρτί, σύρμα και αλουμινόχαρτο συναπαρτίζουν κόσμους τους οποίους εν συνεχεία έχει φωτογραφίσει μέσα από τον φακό μιας παλιάς Hasselblad 6×6 σε φόντο ζωγραφισμένο από την ίδια. «Ο συνδυασμός της κατασκευής και της φωτογραφίας συγκεράζει όλα τα στοιχεία που αποτελούν τον κόσμο μου. Πάντα έφτιαχνα πράγματα και πάντα ζωγράφιζα. Ο,τι με ενδιαφέρει περιλαμβάνεται σε αυτή τη δουλειά» θα πει. «Είναι εσωτερικές εικόνες, σκηνές από όνειρα και από μια εσωτερική αναζήτηση. Από πολύ μικρή με ενδιέφεραν οι εικόνες του ασυνείδητου και η εσωτερική πορεία που ακολουθεί ένας άνθρωπος ώστε να γίνεται πιο πολύ ο εαυτός του. Να πετάει στην πορεία ό,τι δεν είναι δικό του και να ανακαλύπτει στοιχεία της προσωπικότητάς του. Αυτό από το οποίο είναι φτιαγμένος».
Το σήμα από την Ντάναγουεϊ


Σε έναν τοίχο του σπιτιού κρέμεται ένα άλλο έργο της, ζωγραφικό αυτή τη φορά, στο οποίο πέφτει αμέσως το μάτι χάρη στα ολοζώντανα χρώματά του. «Γιατί δεν εκθέτετε τα ζωγραφικά σας έργα;» τη ρωτώ. «Δεν είμαι ζωγράφος, είμαι φωτογράφος» απαντά με απόλυτη σιγουριά. Είναι μια παραδοχή και μια συνειδητοποίηση που δεν ήρθε δίχως κόστος. Το κόστος της μιας κάποιας ψυχικής φθοράς και αγωνίας τις οποίες βιώνει όποιος δεν είναι από μικρός αποφασισμένος για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Γιατί η Ιωάννα Ράλλη, κόρη του πολιτικού και πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Ι. Ράλλη (1918-2006), έπρεπε να ταξιδέψει πολύ μακριά για να αποκαλύψει στον εαυτό της ότι ήταν η φωτογραφία το μέσο που τη συγκινούσε. «Δεν υπήρχε ποτέ κανένας καλλιτέχνης στη δική μου οικογένεια και δεν υπήρχε κανενός είδους ενθάρρυνση. Οταν δεν έχεις σχέση με όλα αυτά, δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την κλίση σε ένα παιδί. Επειτα το μότο της οικογένειάς μου ήταν «στην οικογένειά μας δεν υπήρξαν ποτέ καλλιτέχνες», οπότε κι εγώ το είχα ενστερνιστεί. Δεν είχα σκεφτεί να πάω προς αυτή την κατεύθυνση ούτε για αστείο». Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά με τα μαθήματα, ο νους της ήταν στο βόλεϊ και στα εξωσχολικά βιβλία που κρατούσε κάτω από το θρανίο. «Τι διαβάζουμε σήμερα, Ράλλη;» της έλεγαν οι καθηγητές και εκείνη διαβάζοντας ονειρευόταν τη φυγή από την Ελλάδα, γιατί, όπως λέει, «αισθανόμουν ότι υπήρχε κάτι μέσα μου το οποίο έπρεπε να εξελίξω». Η Φέι Ντάναγουεϊ της είχε στείλει στο μεταξύ ένα σήμα αλλά εκείνη δεν είχε δώσει τη δέουσα προσοχή. «Είχα δει «Τα μάτια της Λόρα Μαρς», ένα έργο που με είχε συγκλονίσει μολονότι δεν μου άρεσαν καθόλου τα θρίλερ. Αργότερα, όταν άρχισε να χτυπάει η καρδιά μου για τη φωτογραφία, σκέφθηκα ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι με είχε σημαδέψει αυτή η ταινία. Προφανώς υπήρχε μέσα μου η προδιάθεση χωρίς εγώ να το γνωρίζω».
Η απολιτίκ κόρη του Ράλλη


Μετά το σχολείο έφυγε το ’76 για το εξωτερικό, αρχικά στο Λονδίνο και έπειτα στη Βοστώνη, για σπουδές στην Επικοινωνία στο Boston University. Εκεί γνώρισε μια παρέα Ελλήνων, καλλιτέχνες οι περισσότεροι, και συγκεκριμένα μια κοπέλα η οποία ήταν ζωγράφος και την παρότρυνε να ζωγραφίζει. «Μου έδινε χαρτιά και μου έλεγε «μπορείς, κάν’ το!». Σε αυτήν το χρωστώ. Υπήρχε τόση υποστήριξη από τη μεριά της ώστε πρώτη φορά σκέφθηκα ότι μπορούσα κι εγώ να το αποτολμήσω. Παράλληλα χρειάστηκε να πάρω δύο μαθήματα στο τελευταίο έτος, ένα πάνω στη φωτογραφία και ένα στη γραφιστική. Διαπίστωσα ότι ήμουν πολύ καλή και στα δύο». Οταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, αποφάσισε να πάει σε μια σχολή Καλών Τεχνών για να φτιάξει portfolio και να συνεχίσει με μάστερ στη γραφιστική. Οι γονείς πίσω στην Ελλάδα τα έχασαν λίγο αλλά κράτησαν την ψυχραιμία τους. «Μου είχαν εμπιστοσύνη. Μου είπαν: «Δεν καταλαβαίνουμε τι κάνεις αλλά αφού το θέλεις, κάν’ το». Και μένα και την αδελφή μου (σ.σ.: τη Ζαΐρα Ράλλη-Παπαληγούρα) μας άφησαν ελεύθερες να κάνουμε τις επιλογές μας».
Η Ιωάννα Ράλλη δεν θέλησε ποτέ να ασχοληθεί με την πολιτική και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εργάστηκε ως γραφίστρια. «Ο πατέρας μου το είχε πάρει απόφαση και γελούσε. Ελεγε: «Η κόρη μου η καλλιτέχνις, η απολιτίκ». Με αποδέχτηκε πολύ γενναιόδωρα». Συνεργάστηκαν μαζί στην εικονογράφηση του βιβλίου του «Μικρές ιστορίες για παιδιά», ενώ εκείνη επιμελήθηκε και τα εξώφυλλα των υπόλοιπων βιβλίων του. Μια αγαστή σχέση, αν και δεν είναι πάντα εύκολο να έχεις πατέρα πολιτικό.
«Μας έψαχναν τις τσέπες»


«Οταν ήμουν μικρή, δεν τον βλέπαμε. Στη δικτατορία τον ζήσαμε γιατί ήταν σπίτι, και ύστερα όταν δεν δούλευε πια, όταν είχε μεγαλώσει. Στη διάρκεια της δικτατορίας είχαμε έναν τύπο στο σπίτι ο οποίος μάς έψαχνε τις τσέπες μήπως είχε κρύψει κάποιο σημείωμα ο πατέρας μας για να το μεταφέρει αλλού. Τον ακολουθούσαν παντού, ήταν στη φυλακή, πήγε στην εξορία. Και μετά, όταν βρέθηκε στα πράγματα, οι μισοί δεν ήξερα αν με πλησιάζουν με υστεροβουλία ενώ οι άλλοι μισοί, όταν ήμουν 15 χρόνων για παράδειγμα, δεν μου μιλούσαν γιατί ήταν αριστεροί. Οταν πήγα στην Αμερική, με ρωτούσαν «πώς σε λένε;», τους απαντούσα «Ιωάννα» και δεν τους ενδιέφερε καθόλου ούτε το επίθετό μου ούτε ποιος είναι ο μπαμπάς μου. Ηταν μια ανακούφιση». Τώρα, όπως λέει, κανείς δεν μοιάζει να ξέρει ποιος ήταν ο πατέρας της. «Πιο παλιά πήγαινα στο καθαριστήριο και όταν άκουγαν το όνομά μου με ρωτούσαν «έχεις σχέση με τον πολιτικό;». Εδώ και πολλά χρόνια αυτό δεν συμβαίνει. Τώρα με ρωτάνε: «Ράλλη; Πώς γράφεται; Ενα λάμδα ή δύο;»».

πότε & πού:

«Ονειρα και Σύμβολα» στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, πλατεία Κολωνακίου, ως τις 20/2.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ