H πρώτη εικόνα του Ντέιβιντ Μπάουι που θυμάμαι ήταν το εξώφυλλο της ζωντανής ηχογράφησής του, «Stage». Eνα άλμπουμ που βρέθηκε στο πατρικό μου σπίτι ως δώρο. Θυμάμαι αυτή την τόσο τέλεια δομημένη έκφρασή του να με κοιτά παγερά, κριτικά, σαν να μου λέει «ακόμη δεν με ξέρεις». Σε μία μεταχουντική Ελλάδα που μάζευε τα τραύματά της ακούγοντας με καθυστέρηση τα αριστουργήματα της δεκαετίας του ’60 και φυσικά τόνους πολιτικού τραγουδιού. Και μετά ήταν η φωνή του, ή τουλάχιστον η μία από αυτές, εκείνη του κρούνερ. Βαριά, επιβλητική, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Αυτή τη φωνή ακολουθήσαμε πιστά τα εκατομμύρια των θαυμαστών του σε ολόκληρο τον πλανήτη. Γιατί μας έδωσε ελπίδα εκεί που οι περισσότεροι απλώς μας χάριζαν τρία λεπτά διασκέδασης. Γιατί με τις τόσες αλλαγές κόντρα στη συντηρητική κοινωνία μιλούσε στον καθέναν ξεχωριστά και του έλεγε «είσαι διαφορετικός αλλά θα τα καταφέρεις». Γιατί τίποτε πάνω του δεν θύμιζε ένα κοινό θνητό. Ο Μπάουι ήταν ο σούπερμαν της μουσικής, ο starman, ένα πλάσμα έξω από τα συνηθισμένα. Στην πορεία της ζωής μου θα τον γνώριζα, θα έγραφα τη βιογραφία του και η μαγεία θα μεγάλωνε αλλά ποτέ δεν θα αντικαθιστούσε τις πρώτες εφηβικές ακροάσεις των βινυλίων του.
Πρωτιά στην πρωτοπορία


Στα πενήντα χρόνια που μεσουράνησε στην ποπ κουλτούρα ο Ντέιβιντ Μπάουι, η ζωή του και η καριέρα του αναγκαστικά περιγράφονται με νούμερα. Με πρωτιές που δεν αφορούν απαραίτητα πωλήσεις αλλά κυρίως πρωτιές στον πειραματισμό και στην πρωτοπορία.
Από την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, το «Space Oddity», φάνηκε ότι ο κόσμος δεν θα αργούσε να μιλήσει για έναν διαφορετικό καλλιτέχνη, για τον πρώτο σπουδαίο μετά την παρακμή του χιπισμού και της δεκαετίας του ’60.
Ο Ντέιβιντ Μπάουι ήρθε να μας πει μέσω της περσόνας του Ziggy Stardust ότι η σεξουαλική απελευθέρωση δεν ήταν αρκετή. Το νέο μότο ήταν πλέον «η μητέρα σου δεν ξέρει αν είσαι αγόρι ή κορίτσι» μιλώντας έτσι σε εκατομμύρια εφήβους «κλεισμένους στην ντουλάπα» πως υπήρχε εκεί αυτός για εκείνους. «Δεν είσαι μόνος, δώσε μου το χέρι σου» τους τραγουδούσε στο «Rock n roll suicide».
Ηταν όπως τον περιέγραφε πάντα ο Μπράιαν Ινο, o καλύτερος μεταφορέας της υψηλής τέχνης στις μάζες, είχε το ταλέντο να κάνει ό,τι έπιανε στα χέρια του δικό του. Είναι αυτό που έλεγε ο φίλος του Μικ Τζάγκερ: «Ποτέ μη φορέσεις ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια δίπλα στον Μπάουι. Την επόμενη ημέρα θα το φορά αυτός και θα είναι σαν να φορέθηκε για πρώτη φορά». Αυτός ήταν που έμαθε στο ευρωπαϊκό κοινό τους Velvet Underground, έκανε τον Μπάροουζ οικείο στο άμαθο πολλές φορές ροκ κοινό. Η μέθοδος των cut ups που χρησιμοποίησε κατά κόρον στις ηχογραφήσεις του ήταν η αγαπημένη των ντανταϊστών. Ο Μπουνιουέλ και ο Νίτσε παρήλασαν μέσα από αριστουργήματα όπως είναι το άλμπουμ «The Man Who Sold The World». Η μαύρη μουσική ήρθε πιο κοντά στο λευκό ακροατήριο όταν ηχογράφησε το «Young American» και ήταν ο πρώτος λευκός μουσικός που κάλεσαν στην εκπομπή «Soul Train». Eφερε το ευρύτερο κοινό πιο κοντά στη γερμανική πρωτοπορία, το Krautrock και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό όταν ηχογράφησε την περίφημη τριλογία του στο Βερολίνο.
Ερμήνευσε το «Πέτρος και ο Λύκος» του Τσαϊκόφσκι υπό τη διεύθυνση του Γεβγκένι Ορμαντι, έπαιξε τον Baal του Μπρεχτ για το BBC την ίδια ώρα που καθήλωνε τον κόσμο με τους χορευτικούς ήχους του Let’s Dance. Επανεφηύρε το εαυτό του κάθε φορά που ένιωθε ότι βρισκόταν σε τέλμα και κάθε φορά παρουσίαζε έναν καινούργιο άσο από το μανίκι, μία νέα περσόνα στη σκηνή. Στον κινηματογράφο παρότι δεν ήταν το δυνατό χαρτί του κατάφερε να ξεχωρίσει με μία τουλάχιστον τριάδα ρόλων στις ταινίες «O άνθρωπος που έπεσε στη γη», «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς» και «Prestige». Είναι ο άνθρωπος που πήρε την τελευταία συνέντευξη του γαλλοπολωνού σπουδαίου μοντέρνου εικαστικού Balthus, ενώ ο Ντέμιεν Χιρστ υπήρξε φίλος του.
Το όνομά του μετοχή


Ηταν ο πρώτος που κατέβασε δικό του τραγούδι στο Internet με το «Telling Lies» στις 11 Σεπτεμβρίου του 1996 βλέποντας το μέλλον και αργότερα έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έκανε το όνομά του μετοχή κερδίζοντας μέσα σε μία ημέρα 55 εκατομμύρια δολάρια.
Του άρεσε να σκηνοθετεί τον εαυτό του σε κάθε περίοδο της ζωής του και σε αυτό ήταν συνεπής μέχρι τον θάνατό του. Εχοντας δεκαετή αποχή από τη δημοσιότητα και τη δημιουργία λόγω του προβλήματος που είχε με την καρδιά του, το 2013 ταράζει τα νερά με την κυκλοφορία του «Where Are We Now?» και λίγο αργότερα του άλμπουμ «The Next Day». Το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τον θάνατό του ετοιμάζει πυρετωδώς το θεατρικό «Lazarus» που έκανε πρεμιέρα τον Νοέμβριο στη Νέα Υόρκη. Ταυτόχρονα με τη βοήθεια εξαιρετικών τζαζ μουσικών της Νέας Υόρκης ηχογραφεί αυτό που έμελλε να γίνει το κύκνειο άσμα του, το άλμπουμ «Blackstar». Μόνο που αυτός το ήξερε. Το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Lazarus» κυκλοφόρησε μόλις μία ημέρα πριν από τα 69α γενέθλιά του και εμείς ανύποπτοι δεν καταλάβαμε ότι σκηνοθετούσε τον ίδιο τον θάνατό του. Είχε ήδη προετοιμάσει φίλους, συνεργάτες και συγγενείς για το αναπόφευκτο αφού ο καρκίνος στο συκώτι τον ταλαιπωρούσε ήδη 18 μήνες και μας άφησε το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε, ένα ακόμη υπέροχο άλμπουμ. Μία εξαιρετική δουλειά όπου όλος ο πειραματισμός των τελευταίων δεκαετιών αποκτά υπόσταση, έτη φωτός και πάλι μακριά από τις σύγχρονες αδιάφορες κυκλοφορίες. Η αξιοπρέπειά του ακόμη και στο τέλος σε «εξοργίζει». Αποτεφρώνεται μόνος του χωρίς συγγενείς και φίλους γιατί θέλει να τον θυμόμαστε μόνο για αυτό που υπήρξε. Αυτό που τόσο έξυπνα έλεγε εκείνο το παλιό διαφημιστικό μότο «Υπάρχει το παλιό κύμα, υπάρχει το νέο κύμα και υπάρχει και ο Ντέιβιντ Μπάουι». Και θα υπάρχει.
Αντίο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ