Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν κατέχει ιδιαίτερα σημαντική θέση στην ελληνική ιστορική κουλτούρα και στη συλλογική μνήμη. Προηγήθηκαν άλλωστε αυτού οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ενώ ακολούθησαν η Μικρασιατική Εκστρατεία και η τραυματική Καταστροφή.
Κι όμως, εξαιτίας του Μεγάλου Πολέμου, των συμμαχιών που δημιουργήθηκαν και των συγκρούσεων που ξέσπασαν, η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο και βίωσε έναν «άτυπο» εμφύλιο πόλεμο ο οποίος έμελλε να έχει πολλαπλές επιπτώσεις ως και τη δεκαετία του 1940. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχαν διαφορετικές εκτιμήσεις για τη στάση της χώρας. Ο Κωνσταντίνος επέμενε στην ουδετερότητα της Ελλάδας, η οποία όμως εμμέσως ωφελούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις (τη Γερμανία και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία), ενώ ο Βενιζέλος προσδοκούσε οφέλη από τη συμμαχία με την Αντάντ (δηλαδή την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία και από το 1915 την Ιταλία).
Κωνσταντίνος κατά Βενιζέλου


Η αντίθεση Κωνσταντίνου και Βενιζέλου κλιμακώθηκε από τον Φεβρουάριο του 1915, όταν η Αντάντ ξεκίνησε επιχειρήσεις στη χερσόνησο της Καλλίπολης. Η άρνηση του Κωνσταντίνου να επιτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας οδήγησε στην παραίτηση του Βενιζέλου. Ο Δ. Γούναρης, ιδρυτής του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, ανέλαβε πρωθυπουργός, αλλά στις εκλογές του Μαΐου 1915 οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν. Οταν η Βουλγαρία ετοιμάστηκε να κινηθεί κατά της Σερβίας τον Σεπτέμβριο του 1915, ο Βενιζέλος επεδίωξε ξανά την ενεργό ανάμειξη της Ελλάδας, ενώ οι δυνάμεις της Αντάντ πραγματοποίησαν απόβαση στη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος εξωθήθηκε σε νέα παραίτηση που σήμανε την αρχή μιας ιδιαίτερα ασταθούς αλλά και συγκρουσιακής εποχής. Συγκροτήθηκαν οι βραχύβιες κυβερνήσεις των Αλ. Ζαΐμη και Στ. Σκουλούδη, ενώ στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915 οι Φιλελεύθεροι απείχαν. Τον ίδιο καιρό τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας καταστρατηγήθηκαν πανταχόθεν. Οι Γάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα με στόχο να βοηθήσουν στην αναδιοργάνωση του σερβικού στρατού, ενώ λίγους μήνες αργότερα γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Μακεδονία και έφτασαν ως το οχυρό Ρούπελ. Οι Βούλγαροι απλώθηκαν στη συνέχεια στην Ανατολική και σε τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας.
Η χώρα «κομμένη» στα δύο


Σε αυτό το κλίμα, τον Αύγουστο του 1916 βενιζελικοί αξιωματικοί πρωτοστάτησαν στο «Κίνημα της Θεσσαλονίκης» επιδιώκοντας τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αλλά και την απόκρουση των βουλγαρικών δυνάμεων από ελληνικά εδάφη. Ηδη από τον Δεκέμβριο του 1915 η Επιτροπή Εθνικής Αμυνας είχε συγκροτηθεί στη Θεσσαλονίκη φοβούμενη βουλγαρική εισβολή. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την κατάληψη της Καβάλας από τους Βουλγάρους. Ο Βενιζέλος μετέβη από την Κρήτη όπου είχε συγκροτήσει προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1916. Η χώρα ουσιαστικά κόπηκε στα δύο. Μια «ουδέτερη ζώνη» χώριζε τις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των δύο κυβερνήσεων. Στην Αθήνα ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης ο Ν. Καλογερόπουλος και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος. Μετά την άρνηση της κυβέρνησης να παραδώσει πολεμικό υλικό, δυνάμεις της Αντάντ κατέλαβαν τον Πειραιά, ενώ ξέσπασαν συγκρούσεις με ένοπλες ομάδες πολιτών που προέρχονταν κυρίως από τους φιλοβασιλικούς συνδέσμους των Επιστράτων. Η εξωτερική πολιτική αποτελούσε μία μόνο πτυχή του ζητήματος, αφού σύντομα έγινε σαφές ότι υπέφωσκαν ιδιαίτερα έντονες πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών. Διαφορές ανάμεσα σε μια παλιά και σε μια νεότερη πολιτική τάξη, ανάμεσα στην «παλαιά Ελλάδα» και στις λεγόμενες «νέες χώρες» αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, τάξεις και συλλογικότητες πολλαπλασίασαν την ένταση των γεγονότων.
Η απονομιμοποίηση του καθεστώτος μετά τις παραιτήσεις του Ελ. Βενιζέλου αλλά και η κυριαρχία απολυταρχικών και συντηρητικών φιλοβασιλικών δυνάμεων προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις. Η αίσθηση της εθνικής ταπείνωσης, από την άλλη πλευρά, λόγω των απροκάλυπτων επεμβάσεων της Αντάντ, πολλαπλασίασε την κριτική στις πολιτικές του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στην Αθήνα ξέσπασαν βίαιοι διωγμοί κατά βενιζελικών πολιτών, που έμειναν στην Ιστορία ως «Νοεμβριανά», με πρωτοβουλία κυρίως των Επιστράτων. Η Αντάντ απέκλεισε την «Παλαιά Ελλάδα», ενώ τον Δεκέμβριο του 1916 ο Ελ. Βενιζέλος αναθεματίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο στο Πεδίον του Αρεως.
Η κυριαρχία του φανατισμού


Σταδιακά η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επέκτεινε την επιρροή της σε άλλες περιοχές, ενώ η Αντάντ πίεσε τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τη χώρα και να αντικατασταθεί από τον γιο του Αλέξανδρο. Τον Ιούνιο του 1917 ο Βενιζέλος συγκρότησε νέα κυβέρνηση Φιλελευθέρων στη χώρα, «νεκρανασταίνοντας» τη λεγόμενη «Βουλή των Λαζάρων» του 1915. Εξέχοντες πολιτικοί του αντίπαλοι εξορίστηκαν, ενώ ξεκίνησαν εκκαθαρίσεις στον στρατό και στη διοίκηση.
Το Κίνημα της Θεσσαλονίκης κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία του Εθνικού Διχασμού. Ωστόσο όλες οι εξελίξεις και τα γεγονότα του Διχασμού ανέδειξαν ένα ιδιαίτερα σύνθετο πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό τοπίο. Οι διαφωνίες βασιλιά και Βενιζέλου για τη στάση της Ελλάδας στον πόλεμο έχουν φυσικά ρόλο στην υπόθεση. Αλλες πλευρές του Διχασμού όμως δεν πρέπει να υποτιμώνται. Ελίτ και λαϊκά στρώματα βρέθηκαν σε διάσταση, φορείς και πρόσωπα του παλαιότερου πολιτικού κόσμου συγκρούστηκαν με ανερχόμενες δυνάμεις, διαφορές ανάμεσα στις «παλιές» και στις «νέες» χώρες της ελληνικής επικράτειας έγιναν ορατές, οργανώσεις παραστρατιωτικού χαρακτήρα όπως οι Επίστρατοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται, ο ιδεολογικός και πολιτικός φανατισμός κυριάρχησε. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα βγήκε στο πλευρό των νικητών αλλά ήταν διχασμένη και αποσταθεροποιημένη. Η δίνη της Μικρασιατικής Εκστρατείας και η Καταστροφή που επακολούθησε επρόκειτο να την οδηγήσουν σύντομα σε μια νέα εποχή.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ