Ενα σπάνιο ταμπεραμέντο και μια φλόγα χαρακτήριζαν τη Δέσπω Διαμαντίδου, έναν άνθρωπο γενναιόδωρο, μια ηθοποιό με ξεχωριστή σταδιοδρομία εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Της σκηνής και της μεγάλης οθόνης. Αυτή η πληθωρική περσόνα με τη ρωσική καταγωγή, που δεν φοίτησε σε ελληνικό σχολείο αλλά τέλειωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, ήταν απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Κάρολο Κουν.

«Πίσω από το σπίτι μας στον Πειραιά υπήρχε το θέατρο του Τσόχα. Καθόμουν συχνά απ’ έξω και χάζευα ό,τι γινόταν μέσα, άλλοτε παίζανε όπερα, άλλοτε γινόταν μια συναυλία. Δεν αποκλείεται αυτές οι ώρες έξω από το θέατρο, όσο κι αν μεγαλώνοντας ξεθωριάσανε, να υπήρξαν αφορμή για να θελήσω κι εγώ να βγω στη σκηνή. Ως παιδί ωστόσο μου άρεσε πάρα πολύ η μουσική. Οι γονείς μου δεν με εμπόδισαν ούτε σε αυτό, με στείλανε να κάνω τραγούδι»
είχε θυμηθεί μιλώντας για τα παιδικά της χρόνια και την πρώτη επαφή της με την τέχνη του θεάτρου.
Επίδαυρος και κινηματογράφος


Η πρώτη της εμφάνιση στο σανίδι ήταν στον Χορό της «Μήδειας» του Ευριπίδη το 1942, ενώ με τον ρόλο της λαίδης Καρολίνας στο έργο του Tζέιμς Μπάρι «Δεν φταίει το αστέρι μας» συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν. Ακολούθησαν οι θίασοι του Κώστα Μουσούρη, των Βάσως Μανωλίδου και Μαίρης Αρώνη, καθώς και του Δημήτρη Χορν. Στέλεχος του Εθνικού, ήταν η κορυφαία στην «Ορέστεια» του Αισχύλου που ανέβασε ο Δημήτρης Ροντήρης στο Ηρώδειο –αργότερα έπαιξε την Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Ξεχωριστή είναι και η διαδρομή της στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ και «Η τρελή του Σαγιό» του Ζιροντού.
Από το 1947 ξεκίνησε και η κινηματογραφική καριέρα της με «Τα παιδιά της Αθήνας», για να κορυφωθεί το 1960 με τη συμμετοχή της στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» πλάι στη Μελίνα Μερκούρη. Οι δυο τους μοιράστηκαν μια βαθιά και αληθινή φιλία. Παρέμειναν αχώριστες ως το τέλος της Μελίνας.

«Ο Ντασσέν με πήρε και είχα αμφιβολίες και φοβόμουνα μην του κάνω ζημιά. «Μη με πάρεις εμένα», του ‘λεγα, «καλύτερα να πάρεις μια άλλη ηθοποιό που να ‘χει παίξει τέτοιους ρόλους». Είχα συνηθίσει να παίζω τραγωδίες, να παίζω συνεχώς δράματα, ποτέ δεν μου δίνανε κωμωδία. Με το «Ποτέ την Κυριακή» «καθιερώθηκα» και στην κωμωδία. Μου άλλαξε την καριέρα. Τώρα παίζω απ’ όλα. Και πριν έπαιζα απ’ όλα, αλλά δεν μου δίνανε κωμικούς ρόλους. Ετσι με δεχτήκανε, χάρη στον Ντασσέν»
είχε πει σε μια συνέντευξή της το 1981 (εφημερίδα «Εγνατία»).
Αμέσως μετά ακολούθησαν πολλές ταινίες: ήταν η «μητέρα» της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην «Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), κλασική φιγούρα σε κάποια από τα μελό της εποχής με τα οποία διέσχισε τη δεκαετία του ’60. Επαιξε στο «Τοπκαπί» του Ντασσέν και στα εξαιρετικά «Κόκκινα φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, στον ρόλο της Μαντάμ Παρί (1963), στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», πάλι του Γεωργιάδη. Το 1965 εμφανίστηκε στην παραγωγή του Τζέιμς Πάρις «No Mr Johnson», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.
Η Δέσπω Διαμαντίδου δεν έμεινε έξω ούτε από τον νέο ελληνικό κινηματογράφο: η σύγχρονη φιγούρα και το πηγαίο ταλέντο της δεν έμειναν ανεκμετάλλευτα από τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Ούτε και έξω από τα βραβεία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 2003 έπαιξε στη μικρού μήκους ταινία της Ειρήνης Βαχλιώτη «Skipper Straad» που βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Δράμας και Θεσσαλονίκης. Και αυτή έμελλε να είναι η τελευταία εμφάνισή της.
Η καριέρα στο εξωτερικό


Η Δέσπω Διαμαντίδου έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1967, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της δικτατορίας, το 1974. Ηταν άλλωστε αντίθετη με το καθεστώς που είχαν επιβάλει οι συνταγματάρχες, με βαθιές δημοκρατικές ιδέες. Στην Αμερική ξεκίνησε ένας νέος επαγγελματικός κύκλος με τη θεατρική διασκευή τού «Ποτέ την Κυριακή», το γνωστό «Ιλια Ντάρλινγκ». Τις παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ ακολούθησε ο ρόλος-σταθμός στην πορεία της, όταν αντικατέστησε τη Λότε Λένια στο «Καμπαρέ» (Φράου Φράιντερ), ενώ από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ήταν στις οφ Μπρόντγουεϊ παραστάσεις, όπως στο «Παραβάν» του Ζαν Ζενέ, σε σκηνοθεσία Μίνωος Βολανάκη.
Την ίδια εποχή ήρθε και η συνεργασία με τον Γούντι Αλεν στον «Ειρηνοποιό». Η ίδια θυμόταν πάντα την πρώτη συνάντηση μαζί του.

«Στην Ελλάδα παιδεύτηκα αρκετά για να κάνω μια ορισμένη καριέρα, ενώ στην Αμερική χρειάστηκε μόνο ένας χρόνος για να κερδίσω όσα κέρδισα εδώ σε δεκαεπτά. Είναι γεγονός ότι εκεί υπάρχει κάποια αξιοκρατία και πρέπει να υπάρχει»
είχε πει στην ίδια συνέντευξη στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Εξαιρετική μεταφράστρια


Με τα χρόνια πλάι στον τίτλο της ηθοποιού προστέθηκε και αυτός της εξαιρετικής μεταφράστριας, μια που η ίδια μιλούσε πέντε γλώσσες. Ελεύθερο και αντισυμβατικό πνεύμα, η Δέσπω Διαμαντίδου ήταν πιστή φίλη και μια γυναίκα που είχε εμπνεύσει έρωτες και πάθη, όπως εκείνη με τον νεότερό της, μαθητή ακόμη της Δραματικής Σχολής, Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Με το χάρισμα της επικοινωνίας συγκέντρωνε δίπλα της ανθρώπους κάθε ηλικίας, ενώ η επαφή της με τη νεότερη γενιά ήταν αξιοσημείωτη. Το σπίτι της στο Κολωνάκι παρέμεινε ως το τέλος μια ανοιχτή πόρτα για καλλιτέχνες και διανοουμένους.
Στην κηδεία της, παρουσία του μοναχογιού της Μάριου Φιλιππίδη, από τον γάμο της με τον Ανδρέα Φιλιππίδη (είχαν χωρίσει και εκείνος είχε ξαναπαντρευτεί με τη Λιλή Παπαγιάννη, με την οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις η Δέσπω), όλοι αποχαιρέτησαν μια σπουδαία γυναίκα. Μια γυναίκα που με το ταμπεραμέντο, τη φωνή και τα μεγάλα μάτια της άφησε το στίγμα της στην τέχνη.

Σταθμοί της ζωής της
  • 1916. Γεννιέται στον Πειραιά στις 13 Ιουλίου η Δέσποινα Διαμαντίδου.
  • 1942. Πρώτη εμφάνιση στον Χορό της «Μήδειας» του Ευριπίδη.
  • 1943. Πρώτος σημαντικός ρόλος η λαίδη Καρολίνα στο έργο «Δεν φταίει το αστέρι μας» του Tζέιμς Μπάρι, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
  • 1960. Συμμετέχει στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν, με τη Μελίνα Μερκούρη.
  • 1967. Φεύγει για τις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε ως το τέλος της δικτατορίας (1974).
  • 1975. Παίζει στην ταινία του Γούντι Αλεν «Ο ειρηνοποιός».
  • 2004. Πεθαίνει στις 18 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 88 χρόνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ