Ο γιος του ρακοσυλλέκτη
Μία από τις πιο σημαντικές στιγμές που έχω ζήσει ποτέ σε κινηματογραφικό φεστιβάλ ήταν το 2001 στο Βερολίνο, όταν είδα από κοντά τον Κερκ Ντάγκλας, τιμώμενο πρόσωπο τότε, στα 85 του, της διοργάνωσης. Με την ταλαιπωρημένη υγεία του ο Ντάγκλας δεν σου επέτρεπε να τον καταλαβαίνεις ξεκάθαρα όταν μιλούσε στη συνέντευξη Τύπου. Εβλεπες όμως έναν άνθρωπο από ατσάλι, ακούραστο και απτόητο, όπως σε τόσες και τόσες ταινίες (τι να πρωτοθυμηθείς αλήθεια, από τους «Σταυρούς στο μέτωπο» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ ως το «Αίμα στον Πράσινο Βάλτο» του Τζον Στέρτζες και από το «Detective Story» του Γουίλιαμ Γουάιλερ ως τον «Συμβιβασμό» του Ελία Καζάν;), ενώ έκανε μια αναδρομή στην τεράστια καριέρα του αναφέροντας ότι ένα από τα πράγματα που τον έκαναν να νιώσει υπερήφανος ήταν όταν το 1960 «έβαλα το όνομα του Ντάλτον Τράμπο ξανά στην οθόνη». Ο Ντάγκλας μιλούσε για τον θρυλικό αριστερό σεναριογράφο, τον έναν από τους «Δέκα ανεπιθύμητους του Χόλιγουντ» της περιόδου του μακαρθισμού, ο οποίος αναγκάστηκε να γράφει με ψευδώνυμο, γεγονός που τον είχε οδηγήσει στην αποξένωση. Ο Ντάγκλας, που εκτός από ηθοποιός υπήρξε επίσης ένας ευφάνταστος, δημιουργικός παραγωγός, έβαλε το όνομα του Ντάλτον Τράμπο στα ζενερίκ της ταινίας «Σπάρτακος» που σκηνοθέτησε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με παραγωγό τον ίδιο τον Ντάγκλας και σεναριογράφο τον Τράμπο. «Να είσαι καλά, Κερκ, που μου ξανάδωσες τ’ όνομά μου» του είχε πει ο Τράμπο. Ηταν το τέλος της βασιλείας της μαύρης λίστας.
Σκληρός αλλά τίμιος και δίκαιος. Να τρεις χαρακτηρισμοί που ταιριάζουν απολύτως στον πατέρα του Μάικλ Ντάγκλας που κάπως καθυστερημένα, στα 30 του, έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του στην ταινία «Αμαρτωλές γυναίκες» επαναλαμβάνοντας έναν ρόλο που είχε προωτοπαίξει στο θέατρο. Γιος αγράμματου ρωσοεβραίου μετανάστη, παλιατζή το επάγγελμα, ο Ισούρ Ντανιέλβουτς Ντέμσκι, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Κερκ Ντάγκλας, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε σε απίστευτες συνθήκες φτώχειας τις οποίες περιγράφει με ζωηρά χρώματα στην αυτοβιογραφία του «Ο γιος του ρακοσυλλέκτη» (εκδόσεις Bell). Πάλεψε σκληρά για να τα καταφέρει, αλλά τελικά τα κατάφερε χωρίς ποτέ να ξεχάσει ποιος είναι. Μιλάμε συχνά για αδικίες στα Οσκαρ και η περίπτωση του Ντάγκλας είναι ένα καλό παράδειγμα. Προτάθηκε τρεις φορές για το Α’ ρόλου («Πάθος για ζωή» ως Βίνσεντ βαν Γκογκ, «Ο πρωταθλητής» ως μποξέρ και «Detective story» στον ρόλο ενός σκληρού αστυνομικού), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.
«Το μεγαλύτερο ψέμα είναι αυτό που λέμε στον εαυτό μας στα παραποιημένα οράματα που έχουμε για αυτόν, επίτηδες αγνοώντας ορισμένα στοιχεία του, υπογραμμίζοντας κάποια άλλα» λέει στην αυτοβιογραφία του. «Αυτό που μένει δεν είναι τα ψυχρά γεγονότα μιας ζωής αλλά πώς τα ερμηνεύουμε εμείς. Αυτό είναι ο πραγματικός εαυτός μας».
Εκείνη που δεν πήρε ο άνεμος
Σε αντίθεση με τον Κερκ Ντάγκλας, η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, η μόνη επιζήσασα των πρωταγωνιστών τού «Οσα παίρνει ο άνεμος» (1939), κέρδισε δύο Οσκαρ Α’ ρόλου για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Δώσ’ μου πίσω το παιδί μου» (1941) και «Η κληρονόμος» (1949). Ωστόσο, η Ντε Χάβιλαντ, η οποία γίνεται 100 χρόνων τον Ιούλιο, δεν θεωρήθηκε ποτέ πραγματικά σπουδαία ηθοποιός και η συμβολή της στην εξέλιξη του αμερικανικού κινηματογράφου απέχει έτη φωτός από εκείνη του Ντάγκλας. Ακόμη και η αυτοβιογραφία της «Every Fenchman Has One», που εκδόθηκε το 1962, ήταν ένα άνευρο κείμενο μέσα από το οποίο προσπαθούσε να υμνήσει τη ζωή των Γάλλων, η οποία ανέκαθεν τη γοήτευε.
Για την ηθοποιία της αρκεί να πούμε τούτο: ο κριτικός Τζέιμς Αγκί για το νουάρ μελόδραμα «Σκοτεινός καθρέφτης» έγραψε για την Ντε Χάβιλαντ εν έτει 1946 (και ενώ είχε πάρει το πρώτο της Οσκαρ): «Υπήρξε για πολύ καιρό μία από τις ομορφότερες γυναίκες στο σινεμά. Τελευταία δεν είναι απλώς πιο όμορφη από ποτέ αλλά έχει αρχίσει να παίζει κιόλας». Επαιξε όμως σε εμβληματικές ταινίες, οκτώ με συμπρωταγωνιστή τον Ερολ Φλιν, περιπέτειες της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ όπως «Οι περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών», «Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας», «Κάπτεν Μπλαντ» και «Μοντέρνος Καζανόβας» (αργότερα ομολόγησε ότι ήταν ερωτευμένη με τον Φλιν).
Η μεγαλύτερη αδελφή της Τζόαν Φοντέν γεννήθηκε (όπως και η Φοντέν) στο Τόκιο. Πατέρας τους ήταν ο διαπρεπής δικηγόρος Γουόλτερ Ογκόστος ντε Χάβιλαντ και μητέρα τους η ηθοποιός του θεάτρου Λίλιαν Φοντέν, όνειρο της οποίας ήταν και οι δύο κόρες της να ακολουθήσουν καριέρα ηθοποιού (μάλιστα η μητέρα της την ονόμασε Ολίβια για χάρη της Ολίβια της «12ης νύχτας» του Σαίξπηρ).
Και όμως αυτό το όνειρο επρόκειτο να μετατραπεί σε εφιάλτη διότι, αν για κάτι οι δύο αδελφές έμειναν στην ιστορία, ήταν η αιώνια διαμάχη τους! Πρώτη η Ντε Χάβιλαντ έγινε μεγάλη σταρ παίζοντας στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» του Βίκτορ Φλέμινγκ (ρόλος που της χάρισε την πρώτη υποψηφιότητά της στα Οσκαρ).
Εναν χρόνο αργότερα όμως η Τζόαν Φοντέν γεύθηκε επίσης την πρώτη μεγάλη επιτυχία της. Ο παραγωγός τού «Οσα παίρνει ο άνεμος» Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ επέλεξε τη Φοντέν για τον βασικό γυναικείο ρόλο της «Ρεβέκκας» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, παρότι αρχική σκέψη ήταν η Ντε Χάβιλαντ!
Οι σχέσεις της Φοντέν με την Ντε Χάβιλαντ παρέμειναν για πάντα ψυχρές. Οι δύο αδελφές ακολούθησαν παράλληλες πορείες, αν και η καριέρα της Φοντέν (που πέθανε πρώτη το 2013 σε ηλικία 96 ετών) δεν είχε καλή εξέλιξη μετά την αποτυχία του μιούζικαλ «Darling, how could you?» στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ