Το Τείχος είχε μόλις πέσει και το κρύο ήταν τσουχτερό. Δεκάδες χιλιάδες Ανατολικοβερολινέζοι έσπευδαν να περάσουν «απέναντι» για να αντικρίσουν για πρώτη φορά έναν άλλον κόσμο θαμπωμένοι, έκπληκτοι, αποπροσανατολισμένοι. Ο νεαρός Κωνσταντίνος Πίττας ήταν παρών, εκστατικός κι εκείνος, όπως και το πλήθος γύρω του, καθώς έβλεπε να αλλάζει ο κόσμος μπροστά στα μάτια του. Ταυτόχρονα ωστόσο συνειδητοποιούσε ότι το «πρότζεκτ» του δεν ήταν πλέον επίκαιρο, είχε παροπλιστεί μόλις μέσα σε μία βραδιά. Μόλις γύριζε στην Ελλάδα, θα καταχώνιαζε στην αποθήκη του 24.000 αρνητικά φωτογραφιών από την Ευρώπη που είχε μόλις πεθάνει.
Τα πέντε χρόνια που είχαν προηγηθεί είχε ταξιδέψει στη Γηραιά Ηπειρο με ένα «θρυλικό και ελληνικότατο Pony» με ένα ρολόι καρφωμένο στο καντράν του αλλά και ένα πτυσσόμενο κρεβάτι για να κοιμάται όπου τον βρίσκει η νύχτα φωτογραφίζοντας εικόνες από 17 χώρες. Τον παρακινούσε μια ρομαντική διάθεση και μια ασίγαστη επιθυμία να γνωρίσει τις χώρες της Ευρώπης ένθεν και ένθεν του Τείχους και να τις παρουσιάσει μαζί σε ένα βιβλίο, σαν μια ενιαία ήπειρο χωρίς σύνορα. Ορμώμενος από τον νεανικό θαυμασμό του για τον σπουδαίο πολιτισμό της Κεντρικής Ευρώπης όπως τον συνέθεταν τα βιβλία του Κάφκα και τον έντυναν μελωδικά οι σονάτες του Μπετόβεν από τον βιρτουόζο αυστριακό πιανίστα Πάουλ Μπαντούρα-Σκόντα, είχε ακολουθήσει τη λιτή προτροπή της Μάτσης Χατζηλαζάρου που είχε γνωρίσει και είχε συναναστραφεί όταν είχε επιμεληθεί ένα πορτρέτο της: «Να φύγετε, κύριε Πίττα» του είχε πει, κι εκείνος ρίχτηκε στον δρόμο για να ανακαλύψει τους μακρινούς, ενίοτε πολύ μακρινούς, συγγενείς της οικογένειας στην οποία ανήκει και η Ελλάδα. Ταξίδεψε παντού, όμως ο «εγκλεισμός» των Ανατολικοευρωπαίων τον συγκλόνιζε. Είδε λοιπόν την εξαθλίωση στη Ρουμανία, την καταπίεση στην Τσεχοσλοβακία, «μια κάπως καλύτερη ζωή στην Ουγγαρία και στην Πολωνία». Σύντομα ωστόσο άφησε στην άκρη τις πολιτικές προεκτάσεις τών προς φωτογράφιση εικόνων και εστίασε το ενδιαφέρον στους ανθρώπους. «Το πιο ευγενές καθήκον είναι εκείνο που δεν σου το επέβαλλε κανείς, το βρίσκεις μόνος σου. Ενιωθα ότι είχα υποχρέωση να αναζητήσω τους ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας, τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Στα πρόσωπά τους εγγραφόταν το αναπόδραστο της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Παντού υπήρχε τελικά ο ίδιος άνθρωπος».
Από τη μικρή «καλαμποκού» του Παρισιού, στα παιδάκια μέσα σε ένα τρένο κοντά στο Αουσβιτς και στα ανέμελα φλερτ στο δημοφιλές θέρετρο της λίμνης Μπάλατον στην Ουγγαρία, ο Πίττας τριγυρνούσε ανάμεσα στους αδελφούς Ευρωπαίους με μια μικρή μηχανή τσέπης minox, «τη φωτογραφική μηχανή των κατασκόπων» με την οποία φωτογράφιζε περίπου διαισθητικά από το ύψος του στήθους αυτή την κοινή οικογένεια. «Την ίδια οικογένεια που τώρα λοιδορούμε και απαξιώνεται από ανθρώπους που δεν τη γνωρίζουν και ούτε την αγαπούν» όπως θα πει.
Ωσπου τον Μάρτιο του 2014 ανακάλυψε ξανά τα αρνητικά στην αποθήκη του. Ολα πλην εκείνων των εκατό φιλμ που του είχαν κατασχεθεί σε μια «σοσιαλιστική» χώρα επειδή δεν είχε καταθέσει το κατάλληλο «αντίτιμο» για αυτά όταν του ζητήθηκε στο τελωνείο. Οταν σκανάρισε ορισμένα από αυτά και τα ανάρτησε στο Διαδίκτυο, η ανταπόκριση ήταν μεγάλη από φίλους και γνωστούς. Να που τελικά οι φωτογραφίες που κάποτε είχε απορρίψει ως αταξινόμητες, μιας και «δεν ήταν ούτε ρεπορτάζ, ούτε τέχνη» έγιναν χάρη στο αμείλικτο πέρασμα του χρόνου οι «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης, 1985-1989» που δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Οπως δεν υπάρχει πλέον ούτε το Pony, ούτε τα γέλια των Γερμανών που έβλεπαν κάποτε ένα σαραβαλάκι στους δρόμους τους, παρά μόνο μια Ευρώπη αμήχανη που δεν ξέρει τι της ξημερώνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ