Mαζευτήκαμε σε ένα δωμάτιο του Μπάγκειου, του πάλαι ποτέ ξενοδοχείου που χτίστηκε με έξοδα του Iωάννη Μπάγκα στα τέλη του 19ου αιώνα. Ενα δείγμα της αρχιτεκτονικής του Τσίλλερ με τα σημάδια του μεγαλοπρεπούς παρελθόντος ακόμη εμφανή και το θλιβερό παρόν ακόμα εμφανέστερο στα κρακελαρισμένα και αποκολλημένα επιχρίσματα των σοβάδων. Παρ’ όλα αυτά στο μελαγχολικό σκηνικό της Ομόνοιας ξεχωρίζει σαν μια μικρή, έστω, αχτίδα φωτός έτσι όπως ζωντάνεψε χάρη στην Μπιενάλε της Αθήνας 2015-2017. Η αφορμή για τη συγκεκριμένη συνάντηση ήταν η συμμετοχή μας στην περιπατητική δράση Speleo- / Σπήλαιο- υπό την επιμέλεια και καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Φάνη Καφαντάρη. Στόχος να αναγνωρίσουμε και να χαρτογραφήσουμε κενά κτίρια γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, στο πλαίσιο ενός τριήμερου workshop που θα συνεχιστεί σε βάθος χρόνου, περίπου όσο κρατάει ο μακρύς ορίζοντας της Μπιενάλε, με απώτερο στόχο την εκκίνηση δημόσιας συζήτησης για τα κενά κτίρια.
Χωρίς καν να χρειαστεί να απομακρυνθούμε από το οπτικό πεδίο του Μπάγκειου, είχαμε αναγνωρίσει το «δίδυμο» νεοκλασικό του, «Μέγας Αλέξανδρος», άδειο και αυτό με τις μελαγχολικές ψευδοκαρυάτιδές του, το έρημο Ειρηνοδικείο, τα ξενοδοχεία Fashion House Hotel, La Mirage ή το Classical Acropol Hotel, αλλά και τα αν μη τι άλλο εσωστρεφή, αν όχι παροπλισμενα, πρώην Εξέλσιορ και Μέγαρο Ανδρικίδη. Περπατώντας ακτινωτά προς την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου, την αρχή της Θεμιστοκλέους και της Εμμανουήλ Μπενάκη, στην Αθηνάς ως τη Σοφοκλέους και το Ειρηνοδικείο της, στην πλατεία Βάθης και στην πλατεία Δικαιοσύνης τα κενά κτίρια πλήθαιναν με απογοητευτικούς ρυθμούς. Στα 70 έφτασε ο πρόχειρος υπολογισμός τους, αριθμός ακόμα καταθλιπτικότερος αν αναλογιστεί κανείς το μεγάλο εμβαδόν τους. Κτίρια-φαντάσματα όχι σε μια οποιαδήποτε περιοχή αλλά επάνω στον γεωγραφικό πυρήνα της Αθήνας, σε μια θλιμμένη Ομόνοια που προκαλεί έναν κόμπο στο στομάχι.
«Η θλίψη είναι περισσότερο εσωτερική κατάσταση. Νομίζω ότι προτιμώ τη λέξη «ανησυχία» με αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Ανησυχία για τους μετασχηματισμούς της πόλης στην οποία κατοικούμε. Οχι μόνο για αυτό που θα ακολουθήσει αλλά και για αυτό που προηγήθηκε, τη βάση δηλαδή αυτού που συμβαίνει τώρα» λέει ο Καφαντάρης. Με αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής τους μετασχηματισμούς του αστικού ιστού με πεδίο εστίασης την Ομόνοια και με την πείρα από τη συνεργασία του με τον καθηγητή κ. Παναγιώτη Τουρνικιώτη στη μελέτη του ΕΜΠ «Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα κέντρα Αθήνας και Πειραιά» η οποία είχε εκπονηθεί για λογαριασμό του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) το 2010-2012, ο Καφαντάρης εμμένει στην πολυπλοκότητα της κατάστασης.
Η απορρύθμιση του Κέντρου

«Η απορρύθμιση» τονίζει «των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο Κέντρο πλάι στην ευρύτερη επιταγή αποκέντρωσης των λειτουργιών του από τα τέλη του ’70 μπορεί να γέμισε τις λεωφόρους και τα προάστια αλλά άφησε για το Κέντρο ευαίσθητες ισορροπίες που η σύγχρονη σε εμάς οικονομική συνθήκη επιτάχυνε τη διάλυσή τους σε μεγάλο βαθμό. Εταιρείες και φορείς επιλέγουν τη μετεγκατάσταση ή κλείνουν, χονδρικό και λιανικό εμπόριο συμπιέζονται και μαζί και με μία σειρά άλλων δραστηριοτήτων παράγουν σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση ένα στάσιμο «κενό» στα κτίσματα. Σκεφθείτε για παράδειγμα τον κύκλο εργασιών στο πρώην Ειρηνοδικείο στην Ομόνοια και στο Εφετείο στη Σωκράτους. Αν αναλογιστούμε πως μαζί με αυτές τις λειτουργίες απομακρύνονται εργαζόμενοι και επισκέπτες που αντιστοιχούν σε αρκετές χιλιάδες ημερησίως και εκτός από την παρουσία τους σε αυτά τα κτίρια υποστήριζαν και ένα σύνολο περιφερειακών λειτουργιών, π.χ. καταστήματα ή ακόμα και ξενοδοχεία κάποτε, γίνεται κατανοητό πως το πλαίσιο αναφοράς για το «κενό» υπερβαίνει μια συζήτηση αισθητικής τάξης, κτίρια «στολίδια» που ρημάζουν κ.λπ.».
Κτίρια αφημένα στην τύχη τους

Εστω κι έτσι, με τη ματιά του παρατηρητή είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη «εγκατάλειψη» για την κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο της πόλης:

«Περιγράφοντας ένα κενό κτίριο ως εγκαταλειμμένο σημαίνει ότι κάποιος το έχει αφήσει στην τύχη του. Αν και αυτό μπορεί να ισχύει για κάποιες περιπτώσεις παλαιότερων κτισμάτων –πολλοί κληρονόμοι, αδυναμία αξιοποίησης, σύνθετο καθεστώς θεσμικής προστασίας κ.ά. -, ο χαρακτηρισμός «λειτουργικά μη ενεργά» ή ακόμα και «εν αναμονή», σε μια περισσότερο ελεύθερη απόδοση, είναι περισσότερο σκόπιμος. Αρκετά από αυτά ανήκουν σε δημόσια ή ιδιωτικά Ταμεία και φορείς χωρίς να έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Το κέντρο όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γενικότερα «άδειο», όπως συχνά σχολιάζεται. Η προηγούμενη δυναμική του όμως έχει σαφώς αλλάξει. Λογικό, η πόλη κινείται. Αν κάτι προκαλεί θλίψη είναι η άρνηση αναγνώρισης του χρονικού βάθους των διεργασιών του μετασχηματισμού του κέντρου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θα ήμουν αισιόδοξος με μια κατεύθυνση παραγωγικής ανασυγκρότησης του κέντρου για όλους, χωρίς αποκλεισμούς και μονοσήμαντους στόχους που θα απαντούσε σε χρόνια αιτήματα βιωσιμότητας: περιβαλλοντικής, κοινωνικής, λειτουργικής. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα και τη σταδιακή πλήρωση των κτιρίων».
Η περίπτωση του Μπάγκειου

Το κτίριο που φιλοξενεί την Μπιενάλε της Αθήνας, η οποία μετά το πέρας του πρώτου, μικρού κύκλου της (ολοκληρώθηκε στις 29/11) θα συνεχιστεί σε βάθος διετίας, παραχωρήθηκε στους διοργανωτές από το Μπάγκειο Ιδρυμα όπου ανήκει και ο «Μέγας Αλέξανδρος». Οπως λέει ο διαχειριστής του Ιδρύματος κ. Φίλιππος Δραγούμης: «Από την τελευταία τους χρήση, περίπου το 1993, δεν υπήρχε ζήτηση για τα κτίρια. Ψάχναμε κάποιον επενδυτή, όμως στάθηκε αδύνατο να βρεθεί λόγω της κατάστασης στην Ομόνοια και αργότερα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Στο μεταξύ το κεφάλαιο του Ιδρύματος συρρικνώθηκε δεδομένου ότι ήταν σε μετοχές της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος λόγω της διαθήκης του Μπάγκα, οπότε σκεφθήκαμε ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να τα παραχωρήσουμε στον Δήμο Αθηναίων για να τα εντάξει στο ΕΣΠΑ και να μετατραπούν σε κοιτίδες επιχειρηματικότητας –το Ιδρυμα Ωνάση είχε εκπονήσει μάλιστα τη μελέτη αποκατάστασης. Αυτό όμως τελικά δεν επετεύχθη γιατί χάθηκαν οι προθεσμίες για τη χρηματοδότηση. Θεωρήσαμε ότι είναι καλύτερο να τα ανοίξουμε, έστω και ημιτελή, για διάφορες δραστηριότητες όπως αυτή της Μπιενάλε και να τα φτιάξουμε σιγά σιγά χωρίς να περιμένουμε τη μεγάλη επένδυση. Ηδη υπάρχει ζήτηση για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και στο «Μέγας Αλέξανδρος». Εχει αρχίσει μια κίνηση στην Ομόνοια, υπάρχει ζήτηση για τα ισόγεια καταστήματα και διοργανώσεις σαν την Μπιενάλε συμβάλλουν στην αναζωογόνηση της περιοχής».

Η Ενωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων απαντά στο ρεπορτάζ για το ΤΑΠ
Η Πανελλήνια Ενωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων με επιστολή την οποία υπογράφουν ο πρόεδρός της Γιάννης Μαυρικόπουλος και ο γραμματέας της Γιώργος Δημακάκος απαντά στο δημοσίευμα του «Βήματος» της περασμένης Κυριακής για το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.

Η επιστολή έχει ως εξής:

«Σχετικά με δημοσίευμα της έγκριτης εφημερίδας σας την Κυριακή 29.11.2015 με τίτλο “Το αμαρτωλό ΤΑΠ και οι προκλήσεις του” θα θέλαμε να διευκρινίσουμε τα εξής:

Δεν υπάρχει “σκάνδαλο Κνωσού” παρά μόνο μια δυσλειτουργία των πωλητηρίων (με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ταμειακές μηχανές, αποδείξεις κ.τ.λ.) πανελλαδικά, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν ευθύνες.

Επίσης σας ενημερώνουμε ότι ως σήμερα δεν έχει προκύψει χρήση φωτοτυπημένου – πλαστού εισιτηρίου.

Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει και από το site της ΠΕΥΦΑ, έχουμε στείλει υπομνήματα και δελτία Τύπου στα οποία φαίνεται καθαρά ότι είμαστε υπέρ της ομοιόμορφης ενδυμασίας, αλλά επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει στις υπάρχουσες οικονομικές συγκυρίες, η ΠΕΥΦΑ συμφώνησε για τη διανομή καλοκαιρινών μπλουζών τύπου Polo χρώματος λευκού και ήδη έχουν παραγγελθεί και αποθηκευτεί ούτως ώστε να χρησιμοποιηθούν με την έναρξη της θερινής περιόδου (1η Απριλίου 2016).

Η μόνη διαφωνία μας ήταν ότι υπήρξε καθυστερημένη παραλαβή των συγκεκριμένων μπλουζών (λήξη θερινής περιόδου)».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ