Ο χώρος τού είναι γνώριμος, οικείος. Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο τον «Ριχάρδο Γ’» του Σαίξπηρ και δεν κρύβει τη συγκίνησή του. «Νιώθω λίγο σαν τον δολοφόνο που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος» λέει χαμογελώντας επισημαίνοντας ότι «τόσο η δική μου πρόταση όπως και οι άλλες επιλογές είχαν γίνει από την προηγούμενη διοίκηση και υιοθετήθηκαν από την επόμενη. Κάτι διόλου αυτονόητο».
Σε αυτό το σπάνια παιζόμενο έργο ο ήρωας έχει αρνητικό πρόσημο. Αλήθεια, ο Ριχάρδος έχει θετικά στοιχεία;
«Πράγματι, είναι σπάνια ή λίγο παιζόμενο, κυρίως γιατί χρειάζεσαι έναν πολύ δυνατό Ριχάρδο. Και εγώ τον έχω. Το έργο είναι πολύ δυνατό από μόνο του. Είναι ένα από τα ελάχιστα του Σαίξπηρ με πολύ καθαρή δομή. Δεν θα έλεγα ότι είναι ένας αρνητικός ήρωας αλλά ένας τραγικός ήρωας. Ρίχνουμε το βάρος στους φόνους που έχει κάνει, αλλά ο Σαίξπηρ στέκεται ιδιαίτερα στον ρόλο της συνείδησης, η οποία σταδιακά παίρνει όλο και πιο πολύ χώρο και στο τέλος τον καταστρέφει. Η Ιστορία τον έχει κατά κάποιον τρόπο αθωώσει. Και εδώ μπαίνει το θέμα της παραμόρφωσης».

Εννοείτε την αναπηρία του;
«Ο Σαίξπηρ διαμόρφωσε τα στοιχεία που συνθέτουν τον Ριχάρδο και τα έριξε σε ένα καλούπι θέλοντας να μιλήσει για την παραμόρφωση της Ιστορίας. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα του έργου. Πώς η παραμόρφωση του σώματος συμβολίζει τη γενικότερη παραμόρφωση της Ιστορίας και την παραμόρφωση του πολιτικού σώματος, δηλαδή των πολιτών. Για εμένα ο Ριχάρδος Γ’ είναι το πιο πολιτικό έργο του Σαίξπηρ γιατί αναδεικνύει το θέατρο ως τη μεγαλύτερη μορφή πολιτικής έκφρασης του ανθρώπινου νου. Το θέατρο είναι το μεγαλύτερο πολιτικό μέσο που έχει επινοήσει ο άνθρωπος. Και ταυτοχρόνως αναδεικνύει την πολιτική ως το μεγαλύτερο θέατρο που κάνει η κοινωνία. Ιδιαίτερα με τα γεγονότα που έχουμε βιώσει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας είναι το έργο που καθρεφτίζει τη σύγχρονη Ιστορία μας».
Ο ήρωας στοχεύει κυρίως στην απόκτηση της εξουσίας και όχι στην άσκησή της…
«Το κίνητρο δεν είναι η εξουσία αλλά η απόδειξη ότι το σωματικό μειονέκτημα που έχει είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα. Οτι, παρά την αναπηρία του, έχει απεριόριστες δυνατότητες κατακτήσεων. Μόλις καθήσει πάνω στον θρόνο αναρωτιέται: «Και τώρα τι κάνουμε; Θα τον κρατήσουμε για πάντα ή θα φύγει σε ένα λεπτό;». Δεν ξέρει τι να την κάνει. Δεν έχει κανένα όραμα. Τα κίνητρά του είναι αμιγώς προσωπικά. Και αυτή είναι η μεγάλη ειρωνεία. Ενώ τα κίνητρα είναι εντελώς προσωπικά, το έργο είναι πολύ πολιτικό. Πιστεύω ότι τα πολιτικά οράματα βρίσκονται εκ των υστέρων για να καλύψουν τις προσωπικές ανάγκες που έχει κάθε άνθρωπος».
Ποια είναι η σκηνοθετική σας ματιά;
«Δεν πρόκειται για επικαιροποιημένη παράσταση ούτε για παράσταση εποχής. Μπορεί να διακρίνει κανείς στοιχεία και από τα δύο. Με ενδιαφέρει η ουσία. Δεν βλέπω το έργο σαν μια τραγωδία, αλλά σαν ένα σκοτεινό καρτούν και αυτό αντανακλάται στο σκηνικό, στα κοστούμια, στο παίξιμο. Δεν είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά μια πολιτική αλληγορία με έντονα χαρακτηριστικά ενός γκροτέσκου καρτούν».
Κυρίαρχο θέμα είναι και η σχέση με τη μάνα του, με τις γυναίκες…
«Η μάνα καταριέται και τον εαυτό της που άφησε αυτό το τέρας να βγει από τη μήτρα της αλλά και τον ίδιο. Με την κατάρα της μάνας φεύγει για την τελευταία του μεγάλη μάχη. Είναι κομβική η σχέση μαζί της, όπως και με τις γυναίκες, που όσο και να φαίνεται ότι τις εξοντώνει, τελικά είναι αυτές που υπόγεια συμμετέχουν στην πτώση του».
Σας τρομάζει αυτό που ζούμε;
«Πολύ. Ημουν πάντα, και τώρα ακόμη πιο πολύ, απαισιόδοξος. Βλέπω τον κόσμο να στενεύει, να σκοτεινιάζει. Ούτε το φως βλέπω να μεγαλώνει, ούτε δρόμους να ανοίγονται. Ειδικά στην Ευρώπη, την οποία θεωρούσαμε παράδεισο, τώρα τη βλέπω να πηγαίνει προς το χειρότερο. Η παγκοσμιοποίηση έφερε ένα αντίθετο ρεύμα και εκεί που πήγε να διαχυθεί προς τις υπό ανάπτυξη χώρες, τώρα έρχονται τα απόμερα αυτής της ιστορίας και πνίγουν τους εμπνευστές της».
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, πού βρίσκεται η Ελλάδα;
«Ανάμεσα. Και αυτό είναι μια πράξη ισορροπίας πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Φοβάμαι ότι το σκοινί όπου να ‘ναι σπάει. Και θα πρέπει να διαλέξει. Δεν θέλω να οραματιστώ κακά συμβάντα, αλλά είναι πολύ κοντά μας. Και είναι δύσκολο να παραμείνεις ουδέτερος».
Κύριε Χουβαρδά, πώς σχολιάζετε την αντιπαράθεση μέσα στο Εθνικό;
«Ενα κρατικό θέατρο μπορεί να λειτουργήσει σωστά μόνον με σύμπνοια και μόνον με την υποστήριξη του ΔΣ προς τον καλλιτεχνικό διευθυντή ο οποίος επιλέγεται για να εφαρμόσει ένα όραμα. Η δυαρχία ή η διάχυση των ευθυνών δεν είναι καλό πράγμα. Με λυπεί το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η ένταση. Τιμώ όλους όσοι είναι μέσα στο ΔΣ αλλά ο Στάθης Λιβαθινός είναι η επιλογή της συγκεκριμένης κυβέρνησης για αυτή τη θέση και το να μπαίνουν εμπόδια σε αυτόν τον δρόμο γιατί ο νόμος δεν είναι δημοκρατικός και δίνει υπερεξουσίες στον διευθυντή, νομίζω ότι δεν βοηθάει. Γιατί ο νόμος δεν δίνει υπερεξουσίες».

πότε & πού:

«Ριχάρδος Γ’» του Σαίξπηρ. Με τους Δημήτρη Λιγνάδη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Σοφία Σεϊρλή κ.ά. Πρεμιέρα 10/12/2015.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ