«Οταν σμίγει ο κόσμος της όπερας με τον κόσμο της μόδας, το αποτέλεσμα είναι μια δημιουργική έκρηξη» έγραψαν οι «Sunday Times» του Λονδίνου μετά την πολυαναμενόμενη παραγωγή της όπερας «Cosi fan tutte» («Ετσι κάνουν όλες») του Μότσαρτ στη Βασιλική Οπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Μίλερ και κοστούμια του Τζόρτζιο Αρμάνι. Το απόσπασμα υπενθυμίζει εύστοχα η Ελενα Ματθαιοπούλου στον πρόλογο του βιβλίου της «Σχεδιαστές μόδας στην όπερα» το οποίο κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καπόν (προηγήθηκε η έκδοση στην αγγλική γλώσσα το 2011 από τον οίκο Thames&Hudson Ltd).
H συγγραφέας εξερευνά την πολλά υποσχόμενη σχέση ανάμεσα στους δύο λαμπερούς κόσμους διαπιστώνοντας πως είναι προορισμένοι από τη φύση τους να συνυπάρχουν. Τρανταχτά ονόματα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: η όπερα ως η πλέον θεατρική –και συνολική καθώς συνδυάζει διαφορετικές εκφάνσεις –από όλες τις τέχνες έχει εμπνεύσει πολλούς από τους σημαντικότερους σχεδιαστές μόδας. Ο Κριστιάν Λακρουά, ο Καρλ Λάγκερφελντ, η Μιούτσια Πράντα, ο Εμάνουελ Ουνγκαρό, οι Βίκτορ και Ρολφ είναι μερικοί μόνο από όσους συνεργάστηκαν ως κοστουμίστες με μεγάλα λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο και δη σε παραγωγές που συζητήθηκαν ιδιαίτερα.
Σε αντίθεση, πάντως, με τη μακρά πορεία που συνδέει τη μόδα με το μπαλέτο και χρονολογείται από το 1920 και τα Ρωσικά Μπαλέτα του Ντιάγκιλεφ, η προσέγγισή της με την όπερα είναι πολύ πιο πρόσφατη. Αρχισε το 1980, όταν ο Αρμάνι σχεδίασε το εντυπωσιακό κοστούμι για το μονόπρακτο μονόδραμα «Erwartung» («Προσδοκία») του Σένμπεργκ στη Σκάλα του Μιλάνου.
Από το ρούχο στο κοστούμι


Πώς έγινε, άραγε, και το λυρικό θέατρο άσκησε έκτοτε τόσο μεγάλη έλξη στους διάσημους σχεδιαστές, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλον υπέκυψαν στις «σειρήνες» του; Η απάντηση, σύμφωνα με την Ελενα Ματθαιοπούλου, βρίσκεται στην «επανάσταση» η οποία συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες και άλλαξε ριζικά τους δύο κόσμους καταλύοντας τα «σύνορα» μεταξύ τους. «Τα τελευταία περίπου 40 χρόνια ο κόσμος της μόδας μεταμορφώθηκε σταδιακά σε «θέατρο» και το ρούχο σε «κοστούμι» όσον αφορά τόσο την έμπνευση όσο και τον τρόπο παρουσίασης των κολεξιόν στο κοινό» γράφει χαρακτηριστικά. «Παλιότερα» συνεχίζει «οι κολεξιόν παρουσιάζονταν στις πελάτισσες στα σαλόνια των οίκων μόδας. Στόχος τους ήταν η δημιουργία –και η πώληση κατόπιν παραγγελίας –ρούχων που μπορούσαν να φορεθούν άμεσα και κάλυπταν τις πραγματικές ανάγκες της ζωής πραγματικών γυναικών. Σήμερα οι παρουσιάσεις των κολεξιόν είναι σόου, θεατρικά θεάματα, συχνά «θεματικά», όπως π.χ. η πρόσφατη κολεξιόν του έλληνα μετρ Λάσκαρη, εμπνευσμένη από τον Ελ Γκρέκο, που παρουσιάζουν φαντασμαγορικά ως και εξωπραγματικά ρούχα που δεν στοχεύουν ποτέ να φορεθούν ούτε καν να κατασκευαστούν για εμπορικούς λόγους».
Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες αλλαγές στην όπερα με τη μετατροπή της σε «πιστευτό» θέατρο –χάρη στην επανάσταση της Κάλλας που ανύψωσε το δράμα στο επίπεδο της μουσικής κατακτώντας την ολοκληρωμένη υποκριτική πράξη –διευκόλυναν περαιτέρω τη σύγκλιση των δύο κόσμων.
Η σύμπραξη δύο κόσμων


Στο εν λόγω βιβλίο η σχέση ανάμεσα στη μόδα και στην όπερα «φωτίζεται» μέσα από δέκα κορυφαίους σχεδιαστές και τα κοστούμια που δημιούργησαν για παραγωγές σε μεγάλα λυρικά θέατρα: περιέχονται σκίτσα για όπερες όπως ο «Ντον Τζιοβάνι», η «Κάρμεν», η «Αΐντα», το «Ετσι κάνουν όλες», ο «Μαγικός αυλός» σε λυρικές σκηνές όπως η Σκάλα του Μιλάνου, η Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, η Βασιλική Οπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, καθώς και τα σημαντικότερα διεθνή φεστιβάλ.
Για ποιον λόγο, αλήθεια, ένας σχεδιαστής αποφασίζει να ασχοληθεί με την όπερα; Πώς βιώνουν οι μετρ της μόδας τον ρόλο τους ως σχεδιαστών κοστουμιών με δεδομένο ότι, σε αντίθεση με τον χώρο τους όπου οι ίδιοι είναι οι απόλυτοι κύριοι, εν προκειμένω οφείλουν να υποτάξουν το προσωπικό τους όραμα στις επιθυμίες του σκηνοθέτη; Τελικά, με έναν τρόπο μαγικό, το «μυστικό» της επιτυχημένης σύμπραξης των δύο κόσμων κρύβεται ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο: στο γεγονός, δηλαδή, ότι όλοι (σχεδιαστές, σκηνοθέτες, διευθυντές θεάτρων, ερμηνευτές) νιώθουν κερδισμένοι από αυτήν.
Ο Μαρκ Μποάν, η Αθήνα και ο Γκόγια


Η περίπτωση του Μαρκ Μποάν, επικεφαλής του οίκου Dior για περίπου 30 χρόνια (1960-1989), έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας καθώς η παραγωγή του «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ το 1996 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου συνέπραξε κατόπιν προσκλήσεως του Ρουτζέρο Ραϊμόντι, σκηνοθέτη της συγκεκριμένης παράστασης, στάθηκε ορόσημο στην καριέρα του. «Οταν δέχτηκα την πρόταση του Ραϊμόντι πρότεινα ως κεντρική ιδέα τον Γκόγια και εκείνος συμφώνησε αμέσως» λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του στη συγγραφέα. «Ηθελα μια σκηνή λουσμένη στο φως, στον ήλιο και στα χρώματα της Σεβίλλης ιδίως για τις σκηνές με τους χωρικούς των οποίων η φιέστα έπρεπε να είναι πολύ ηλιόλουστη και κεφάτη, μια έκρηξη της χαράς της ζωής. Ετσι τα κοστούμια τους ήταν σε αποχρώσεις ώχρας και πορτοκαλί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ