Ηταν περίπου 20 λεπτά μετά τις 5 το απόγευμα της Τρίτης 3 Νοεμβρίου όταν το νερό άρχισε να τρέχει και πάλι στη θρυλική Fontana di Trevi προκαλώντας τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των πολλών παρισταμένων, ντόπιων και ξένων. Κάμερες, επαγγελματικές φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα «επιστρατεύθηκαν» για να απαθανατίσουν το νέο πρόσωπο του διασημότερου σιντριβανιού της Ρώμης που συνδέθηκε όσο τίποτε άλλο ίσως με την ανεμελιά και τη νυχτερινή ζωή της ιταλικής πρωτεύουσας και έγινε έτι διασημότερο διεθνώς χάρη στην ταινία «Dolce Vita» του Φελίνι με την περίφημη σκηνή με την Ανίτα Εγκμπεργκ.
Η Fontana di Trevi «επέστρεψε» ύστερα από 17 μήνες εργασιών αναστήλωσης που χρηματοδοτήθηκαν από τον οίκο μόδας Fendi, με τη δαπάνη να υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία διήρκεσε λιγότερο του αναμενομένου (516 ημέρες αντί των 600 που είχαν αρχικά υπολογιστεί), ενώ η πρόσβαση στο μνημειακό μπαρόκ σιντριβάνι –που ολοκληρώθηκε το 1762 –διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια των παρεμβάσεων.
«Στοίχημα» και εντυπώσεις


Το «στοίχημα» φαίνεται ότι τελικά κερδήθηκε καθώς οι εντυπώσεις από το απόγευμα των εγκαινίων έτσι όπως καταγράφηκαν στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν κατά γενική ομολογία θετικές. Χαρακτηριστικές οι εντυπώσεις του αρχαιολόγου Ντάριους Αρια, διευθυντή του Αμερικανικού Ινστιτούτου Ρωμαϊκών Σπουδών, ο οποίος δήλωσε ενθουσιασμένος από το νέο σύστημα φωτισμού: «Το φως είναι πιο σοφιστικέ» εξηγεί σε αμερικανικό μέσο. «Είναι πολύ πιο μαλακό. Δεν σε αποσπά, μπορείς να δεις όλες τις λεπτομέρειες. Υπάρχουν πολλά επιπλέον φώτα εδώ κι εκεί προκειμένου να τονίζουν το καθαυτό μνημείο» συνεχίζει την επόμενη στιγμή επισημαίνοντας ότι οι τωρινές εργασίες είναι πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από την αποκατάσταση της δεκαετίας του ’90. Σε μια «πράξη αγάπης απέναντι στη Ρώμη» ο οίκος Fendi ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει με την αποκατάσταση τεσσάρων ακόμη σιντριβανιών της ιταλικής πρωτεύουσας.
Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ένας οίκος μόδας αναλαμβάνει οικονομικά την αποκατάσταση ενός ιταλικού μνημείου. Η περίπτωση του προέδρου της Tod’s, δισεκατομμυριούχου Ντιέγκο ντέλα Βάλε που ανέλαβε την αναστήλωση του Κολοσσαίου προκάλεσε πολλές συζητήσεις διεθνώς. Λίγες ημέρες νωρίτερα από τα εγκαίνια της «νέας» Fontana di Trevi εξάλλου άλλο ένα εμβληματικό σημείο της Ρώμης, τα Ισπανικά Σκαλιά (τα περίπου 140 πέτρινα σκαλοπάτια του 18ου αιώνα στο κέντρο της πόλης που οδηγούν από την Piazza di Spagna στον λόφο του Pincio) έκλεισαν για το κοινό προκειμένου να αρχίσουν οι εργασίες αποκατάστασης οι οποίες χρηματοδοτούνται από τον οίκο Bulgari και αναμένεται να κοστίσουν περί το 1,5 εκατ. ευρώ. Το έργο προβλέπεται να ολοκληρωθεί την άνοιξη του 2016: τα σκαλιά ωστόσο θα παραμείνουν κλειστά ως τις 7 Δεκεμβρίου, οπότε και θα ανοίξει μια πλάγια ράμπα η οποία θα επιτρέψει την πρόσβαση. «Η Ρώμη στάθηκε πάντα πηγή έμπνευσης για την Bulgari, οπότε θεωρούμε ότι έχουμε την υποχρέωση να επιστρέψουμε στην πόλη κάτι από όσα μας έδωσε» δήλωσε χαρακτηριστικά εκπρόσωπος του οίκου άμα τη ενάρξει των εργασιών.
Αντίλογος στην «υιοθεσία»


Ωστόσο η «υιοθεσία» της ιταλικής πολιτιστικής κληρονομιάς από τον ιδιωτικό τομέα –τους διάσημους οίκους μόδας εν προκειμένω –δεν είναι χωρίς αντίλογο. Παρ’ όλο που τα τελευταία αυτά χρόνια της κρίσης η δύσκολη οικονομική συγκυρία και οι περιορισμένες συνακόλουθα δυνατότητες από πλευράς κράτους έχουν ωθήσει τόσο κυβερνητικούς όσο και αυτοδιοικητικούς παράγοντες όχι μόνο στην αποδοχή αλλά και στην παρότρυνση του ιδιωτικού τομέα να αναλάβει τα (μεγάλα) κόστη της συντήρησης των μνημείων, οι αντιδράσεις δεν λείπουν. Ορισμένοι κάνουν λόγο για «ντισνεοποίηση» της πολιτιστικής κληρονομιάς και για «αμερικανικού τύπου επαναλανσάρισμα» που μπορεί να οδηγήσει στην «Πομπηία της Πράντα» ή στον «Κεκλιμένο Πύργο της Gucci». Τέτοιου τύπου αντιρρήσεις έχουν να κάνουν με τα διαφημιστικού τύπου ανταλλάγματα που παρέχονται στους οίκους μόδας ως παροχή για την οικονομική συμβολή τους στα απαιτητικά έργα της αποκατάστασης.
Συντήρηση και αισθητική


«Φοβάμαι ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν έχει μια συγκεκριμένη γραμμή» δήλωνε πριν από μερικούς μήνες στον βρετανικό «Guardian» η καθηγήτρια Αρχαιολογίας Λουίζα Κατόνι. «Τίθεται ασφαλώς θέμα αποκατάστασης και συντήρησης αλλά ταυτόχρονα είναι και ζήτημα αισθητικής». Μέχρι στιγμής τις περισσότερες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η υπόθεση του Κολοσσαίου, η οποία είναι άλλωστε και η πιο δαπανηρή, με το κόστος να υπερβαίνει τα 30 εκατ. ευρώ. Αναφορικά με τη Fontana di Trevi πάντως ο διευθύνων σύμβουλος δήλωσε και πάλι στον «Guardian» πως το μόνο αντάλλαγμα για τον οίκο θα είναι μια πλάκα «στο μέγεθος ενός κουτιού παπουτσιών» που θα δηλώνει τη συμμετοχή του στο project. «Το κράτος δεν είναι σε θέση να φροντίσει τα πάντα» είπε χαρακτηριστικά. «Θέλουμε να βοηθήσουμε, όχι να έχουμε το όνομά μας με τεράστια γράμματα επάνω στο σιντριβάνι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ