«Εγώ δεν πάω δεσμοφύλακας!». Ο Ορφέας είναι αμετάπειστος. Πρώην υπάλληλος της Δημοτικής Αστυνομίας, αρνείται σθεναρά τη μετάταξή του στις φυλακές Δομοκού. Κι ας ξέρει πως αν αρνηθεί θα βρεθεί άνεργος. Δεν τον ενδιαφέρει. Δεν τον αφορά μια τέτοια ζωή. Εχει βρει άλλη λύση εξάλλου. Θα πάει στην Αυστραλία! Ο θείος Τάκης, επιτυχημένος επιχειρηματίας στη Μελβούρνη, τον περιμένει! Οχι μόνο τον ίδιο, τον ανιψιό του, αλλά και την κοπέλα του, τη Μαρίνα, τη μεγάλη αγάπη του Ορφέα, που θέλει να γίνει ηθοποιός. Μαζί οι δυο τους θα κάνουν καινούργια αρχή. «Θα σε στείλω στη σχολή που πήγε η Νικόλ Κίντμαν» της λέει αστειευόμενος για να της δείξει πως όλα είναι πιθανά αν μείνουν ενωμένοι.
Ο πατέρας του Ορφέα, ο Δημήτρης, έχει αντίθετη άποψη. Δεν πιστεύει πως πρέπει να ξενιτευθεί ο γιος του. Οχι μόνο για να μη χάσει το παιδί του αλλά και επειδή τις ταπεινές, άχαρες δουλειές κάποιος πρέπει να τις κάνει. Αυτή την αρχή εφήρμοσε και στη δική του ζωή απορρίπτοντας καλοπληρωμένες θέσεις σε ιδιωτικά σχολεία προκειμένου να διδάσκει παιδιά όχι και τόσο ευνοημένα από τη μοίρα. Και όταν ο οργισμένος Ορφέας τον κατηγορεί για τη μιζέρια του, ο Δημήτρης απαντά στωικά: «Τόσο μόνο μπορούσα, τόσο έκανα». Μοναδική του ανταμοιβή, η πεποίθηση ότι έκανε το καλό και η ελπίδα ότι μια μέρα μετά από πολλά χρόνια οι μαθητές του, την ψυχή των οποίων μεταμόρφωσε, θα τον συναντήσουν στον δρόμο –εκείνος θα είναι γέρος πια και θα κουτσαίνει λίγο –και θα του δείξουν απερίφραστα την ευγνωμοσύνη τους.
Γκρεμισμένα όνειρα

«Οποτε χρειαστείς το παιδί θα ‘ρθει κοντά σου» παρηγορεί ο Τάκης τον αδελφό του. «Ναι, να μου κλείσει τα μάτια, όπως έκανα εγώ στον δικό μας πατέρα» λέει κουνώντας πικραμένος το κεφάλι ο ιδεαλιστής φιλόλογος. Το δράμα του Ορφέα και του Δημήτρη τοποθετείται έτσι σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μετανάστευσης και γκρεμισμένων ονείρων που βίωσαν όλες οι γενιές ανεξαιρέτως. Τώρα, το τελευταίο βράδυ πριν από τον αποχωρισμό τους, πατέρας και γιος μοιράζονται ένα μανταρίνι στα σκαλοπάτια, ενώ η γλυκιά θαλπωρή των αναμνήσεων –τότε, πριν από το διαζύγιο, στο χωριό, κάτω από τη μηλιά, γελούσαν με ένα αστείο –φέρνει την πρόσκαιρη ανακωχή.
«Δεν πάω πουθενά» είπε με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι μαρμαρωμένος πάνω στις κυλιόμενες σκάλες τού «Ελευθέριος Βενιζέλος». Το κορίτσι του δεν είναι καλά. Η Μαρίνα έπαθε νευρική κατάρρευση. Το έμαθε στο τηλέφωνο, λίγο προτού μπει στο αεροπλάνο. Ο ουρανός σκοτείνιασε αλλά ο Ορφέας δεν δείλιασε. Τα παράτησε όλα και γύρισε πίσω. Πίσω στη Μαρίνα. Εκανε το καθήκον του, ακριβώς όπως είχε κάνει πριν από πολλά χρόνια ο πατέρας του. Υπάρχουν δυστυχώς κάποιοι άνδρες που είναι «αισθηματίες» –κάτι ήξερε ο Καζαντζίδης, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ίσως κάποτε συναντήθηκε τυχαία με τον θείο Τάκη στη Μελβούρνη.
Και έτσι πέθανε το όνειρο του Ορφέα. Τα έχασε όλα. Η Μαρίνα έφυγε με υποτροφία για Νέα Υόρκη. Η καβαφική προτροπή «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις…» ηχεί κούφια στα αφτιά του νέου με τις τσακισμένες φτερούγες. «Εγώωωωω; Τη ζωή μου θα την ξεφτιλίζω όσο θέλω!» ουρλιάζει στον πατέρα του. «Εγώωωω θα τη γαμήσω τη ζωή μου!».
Τις τελευταίες ώρες του Ορφέα μας τις διηγείται ο Κέρβερος ή Butcher (Χασάπης) ή… (το τρίτο παρατσούκλι μας το αφήνει έκπληξη). Αυτόν, τον «χειρότερο δολοφόνο», επέλεξε ο ήρωας για να του δώσει το φιλί του θανάτου. «Το μαχαίρι, εγώ ήμουν το μαχαίρι, εγώ, εγώ, εγώ» μας εξομολογείται ανερυθρίαστα ο εγκληματίας. Η αποκάλυψη αυτή όμως ωχριά μπροστά στην αποκάλυψη του αληθινού ονόματός του: «Κι άμα θέλετε να ξέρετε, Μιχάλη με λέγανε! Και τη μάνα μου Μαρία!».
Στερεοτυπικό μελόδραμα

Δεν έχω λόγια –έγραψα ήδη αρκετά, φοβούμαι –για να περιγράψω το «Καγκουρώ». Στερεοτυπικό μελόδραμα, κακέκτυπο αντίστοιχων που μεσουράνησαν τη δεκαετία του ’50, με τον οργισμένο νέο-θύμα της άδικης κοινωνίας, τον φτωχό πλην ευσυνείδητο δάσκαλο ψυχών και πατέρα του, τη φαινομενικά εύθραυστη νεαρή με τα μεγάλα όνειρα που τους παρατάει όλους για να γίνει σταρ και τον σκληρό βαρυποινίτη με τις κρυμμένες υπαρξιακές ανησυχίες («εγώ αυτό που είμαι το έχω χάσει μέσα στα τόσα ονόματα και στις λέξεις»). Με την επίφαση του κοινωνικού δράματος παρουσιάζεται μια ιστορία τετριμμένη, γεμάτη γλυκερό, κραυγαλέο και εύκολο συναίσθημα, χτισμένη πάνω σε έναν διάλογο πνιγμένο στα κλισέ.
Η σκηνοθεσία κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Ακολουθεί τον δρόμο της υστερίας, των φωνών, της δήθεν εκτόνωσης που θέλει τη μουσική στη διαπασών, τους ηθοποιούς να πετάνε πράγματα, να φωνάζουν, να χορεύουν ανέμπνευστα, έτσι απλώς για να δείξουν ότι η παράσταση έχει «νεύρο», «πάθος» κ.ο.κ. Το παίξιμο των ηθοποιών είναι ως επί το πλείστον ψεύτικο, αδούλευτο, επιδεικτικό, χωρίς καμία εσωτερική δύναμη. Θεωρεί πως μόνο φωνάζοντας θα ακουστεί και αρκείται σε μια επιφανειακή νευρικότητα, χάρτινη κινησιολογία και φωνή με «πόζα» για να δημιουργήσει ένα εξίσου ψεύτικο σύμπαν που διώχνει μακριά ακόμη και τον πιο καλοπροαίρετο επισκέπτη.

HeliosPlus