Ενα φεστιβάλ εμπνευσμένο από τα Μεγάλα Διονύσια. Αρχαίες ελληνικές τραγωδίες ανεβασμένες με όλη την πολυπλοκότητα, το χιούμορ, τη μουσικότητα, την πολιτική αμφισβήτηση, τη βία και την καθηλωτική δράση τους. Συναντήσεις, αναγνώσεις, ντιμπέιτ με θέμα τον «Οιδίποδα», τους «Βατράχους», τον Διόνυσο, τον Οίκο των Ατρειδών και την επιρροή του αρχαίου ελληνικού δράματος στη σύγχρονη σκέψη… Δεν πρόκειται για φαντασίωση. Ολα αυτά συμβαίνουν, όχι δυστυχώς στην Αθήνα αλλά στο Λονδίνο, εκεί όπου το γνωστό θέατρο Almeida φιλοξενεί ήδη από τον Ιούλιο όλες τις προαναφερθείσες εκδηλώσεις στο πλαίσιο του εξάμηνου φεστιβάλ «Αlmeida Greeks».
Από αυτές το μεγαλύτερο ενδιαφέρον προσελκύει το ανέβασμα της «Ορέστειας» σε νέα, τολμηρή εκδοχή που επεμβαίνει δραστικά στο πρωτότυπο. «Ο Ικε μάς φέρνει έναν Αισχύλο για τη σύγχρονη εποχή» έγραφε ο «Guardian» πριν από την πρεμιέρα αναφερόμενος στον 29χρονο σκηνοθέτη της παράστασης Ρόμπερτ Ικε, φερόμενο ως ένα από τα νέα μεγάλα ταλέντα του βρετανικού θεάτρου. H τριλογία του Αισχύλου, δήλωσε ο ίδιος στην εφημερίδα, «είναι η μητέρα του βίαιου οικογενειακού δράματος… Μοιάζει όλο και περισσότερο με τον προάγγελο των «Sopranos» (σ.σ. της αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς με θέμα τη ζωή ενός μαφιόζου)». Η παράσταση κέρδισε σε τέτοιον βαθμό τις εντυπώσεις ώστε από το μικρής χωρητικότητας Almeida στο Βόρειο Λονδίνο μεταφέρθηκε στα Trafalgar Studios στο West End.
«Θρυμματισμένες φαντασμαγορίες»
Τι είναι αυτό που μαγνητίζει την προσοχή του κόσμου όσον αφορά την εν λόγω «Ορέστεια»; Κατ’ αρχάς από τριλογία έγινε… τετραλογία. Ο Ικε προσέθεσε ένα pre-quel, στην αρχή της παράστασης, στη διάρκεια του οποίου παρακολουθούμε τι συνέβη προτού ο μπαμπάς Αγαμέμνων πάει στον πόλεμο. Μέσα σε ένα λαμπερό μίνιμαλ σκηνικό με συρόμενα γυάλινα χωρίσματα και αυστηρά λευκά έπιπλα ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων ακούει τις υποδείξεις των πολιτικών συμβούλων του ως προς τον καταλληλότερο τρόπο θυσίας της Ιφιγένειας –εκείνον, δηλαδή, που θα προκαλέσει τη λιγότερη ανακατωσούρα και την ασθενέστερη αντίδραση της κοινής γνώμης.
Ως αφηγηματικό πλαίσιο χρησιμοποιείται η ανάκριση του ενήλικου Ορέστη από έναν ψυχολόγο που προσπαθεί να βοηθήσει τον τραυματισμένο νέο να ανασύρει από το υποσυνείδητο όλες τις καταπιεσμένες αναμνήσεις του. Σύμφωνα με τον κριτικό των «New York Times», οι δυνατότερες σκηνές της παράστασης αποδεικνύονται οι μεγάλες, βίαιες συνθέσεις, «θρυμματισμένες φαντασμαγορίες που συνήθως βλέπουμε στους εφιάλτες» – όπως και οι εξομολογητικοί μονόλογοι της Κλυταιμνήστρας και της Ηλέκτρας. Οσον αφορά το τελευταίο μέρος της «Ορέστειας», ο Ικε μετατρέπει τη δίκη του Ορέστη σε «φιλοσοφική παραλλαγή ενός επεισοδίου της σειράς «Law and Order»». Αντικείμενο του προβληματισμού εδώ αναδύεται η ιδέα της δικαιοσύνης που γέρνει επικίνδυνα προς την πλευρά των ανδρών.
«Παραδοσιακή» εκδοχή
Εκτός από το αριστούργημα του Αισχύλου, το Αlmeida παρουσίασε ήδη τις «Βάκχες» του Ευριπίδη με τον Μπεν Γουίσοου στον ρόλο του Διονύσου, ενώ μια καινούργια «Μήδεια» έκανε επίσημη πρεμιέρα την περασμένη Πέμπτη σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου Ρούπερτ Γκουλντ. Ταυτόχρονα, σε άλλο δημοφιλές θέατρο της πόλης, το Shakespeare’s Globe, παίζεται και εκεί η «Ορέστεια», σε μια πιο «παραδοσιακή» εκδοχή, που κλείνει με μια πριαπική παρέλαση και ένα τεράστιο χρυσό πέος για τον εορτασμό της δικαίωσης του μητροκτόνου Ορέστη.
Αλλά η ορεστειο-μανία δεν εξαντλείται στην πρωτεύουσα: ένα ακόμη ανέβασμα θα πραγματοποιηθεί στο Μάντσεστερ στα τέλη Οκτωβρίου, σε μια νέα εκδοχή που «συμπυκνώνει ριζικά την επική τριλογία σε ένα έργο», όπως διαβάζουμε στο σάιτ του Home Theatre. Στην παράσταση αυτή τον Χορό θα αποτελούν κάτοικοι της πόλης.
Η Royal Shakespeare Company δεν θα μπορούσε να μη συνεισφέρει και αυτή στην ενασχόληση του αγγλικού θεάτρου με τους αρχαίους τραγικούς: παρουσιάζει την «Εκάβη» του Ευριπίδη στο Stratford-upon-Avon διασκευασμένη από την Ιρλανδή Μαρίνα Καρ, γνωστή για το πάθος της με τους μύθους της αρχαιότητας και ειδικά με τη «Μήδεια». Στην εκδοχή αυτή η βασίλισσα της Τροίας (Ντερμπλ Κρότι) σφύζει από περιφρόνηση για τους Ελληνες, γεγονός βέβαια που δεν την εμποδίζει να κοιμηθεί με τον αρχηγό τους, τον Αγαμέμνονα. Η Εκάβη σκιαγραφείται γενικότερα ως «η θυματοποιημένη ενσάρκωση της πλούσιας τρωικής κουλτούρας, ενώ οι Ελληνες, αντιθέτως, παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό ως μια συμμορία βαρβάρων», σύμφωνα με τον «Guardian».

Ζιλιέτ Μπινός και πνευματικά δικαιώματα
Μια διάσημη «Αντιγόνη» διέσχισε τον Ατλαντικό και βρέθηκε στο Μπρούκλιν. Ο λόγος για τη Ζιλιέτ Μπινός που ερμήνευσε στην Brooklyn Academy of Music την ηρωίδα του Σοφοκλή σε μια παράσταση που πρωτοανέβηκε πέρυσι τον Μάρτιο στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία του Βέλγου Ιβο βαν Χόβε και μετάφραση της καναδής ποιήτριας Αν Κάρσον. Ο σκηνοθέτης, αν και είχε δηλώσει πως επηρεάστηκε από την είδηση των άταφων σωμάτων των επιβατών του αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών που συνετρίβη στην Ουκρανία, επέλεξε τελικά να αποφύγει τον συγκεκριμένο χωροχρόνο και να δώσει μια αίσθηση παντός καιρού, παντός τόπου: μοντέρνα ρούχα, θολά βίντεο, γραφεία και συρταριέρες, έναν δερμάτινο καναπέ και μια μεγάλη φωτεινή «τρύπα» στον τοίχο, που γίνεται πότε ήλιος και πότε φεγγάρι. Δυστυχώς, ο Βαν Χόβε –παρότι θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχημένος και ικανός –δεν κατάφερε εδώ να εξασφαλίσει τη συναισθηματική εμπλοκή του κοινού του. Ούτε η Μπινός να δώσει μια συγκροτημένη, μεστή ερμηνεία: πότε αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές, πότε παραμένοντας επίπεδη, πότε υποκύπτοντας σε υστερικά ξεσπάσματα, άφησε μια μάλλον απογοητευτική συνολική εντύπωση ως Αντιγόνη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, Αγγλοι, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί σκύβουν με αγωνία πάνω στα μεγάλα κείμενα της αρχαιότητας. Με διάθεση πειραματική, ψάχνουν να βρουν σημερινές απαντήσεις σε διαχρονικά ερωτήματα, να εντοπίσουν αποκαλυπτικές αναλογίες, να ξυπνήσουν το κοινό, να προκαλέσουν αντιδράσεις και συζητήσεις. Δεν τα καταφέρνουν πάντοτε. Το σημαντικό, όμως, είναι πως δεν το βάζουν κάτω. Επιστρατεύουν τους καλύτερους, παραγγέλνουν μεταφράσεις, προχωρούν σε διασκευές, προσθέτουν, αφαιρούν, συμπυκνώνουν, απλοποιούν, υπερτονίζουν, χάνονται, τρομάζουν, επιμένουν και, πότε-πότε, σπάνε το φράγμα του χρόνου και των δυσκολιών και γεννάνε κάτι σημαντικό.

«Αν η Ελλάδα εξαργύρωνε αυτές τις μέρες τα πνευματικά δικαιώματα από τα έργα των πιο διάσημων συγγραφέων της, η χώρα μπορεί να μη χρεοκοπούσε ποτέ»
γράφει χαριτολογώντας ο Μπεν Μπράντλεϊ των «New York Times». Η πραγματική αδράνεια, όμως, δεν είναι… εισπρακτική. Αφορά την ουσιαστική αδιαφορία μας για την αξιοποίηση του σπουδαίου αυτού πολιτιστικού κεφαλαίου που αξίζει την αμέριστη φροντίδα και προσήλωσή μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ