Η Ελένη Καραΐνδρου με το νεανικό περπάτημα και την καθαρή σκέψη δεν δίνει πολύ συχνά προσωπικές συναυλίες, επομένως κάθε ευκαιρία που μας δίνεται για να τη δούμε να κάθεται στο πιάνο και να παίζει αποκτά αυτομάτως αξία. Οι δύο εμφανίσεις της στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (στις 16 και στις 17 Οκτωβρίου) έχουν όμως ξεχωριστή σημασία. Ενας λόγος είναι η ταύτιση του χώρου αυτού με το πρόσφατο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος το είχε μετατρέψει σε καταυλισμό προσφύγων για μία από τις πιο αξέχαστες σκηνές της ταινίας «Το λιβάδι που δακρύζει». Ενας άλλος λόγος, πολύ βασικός, είναι η παρθενική συνεργασία της με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού (και με συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη και του Τρίο Τζαζ των Ντέιβιντ Λιντς, Σταύρου Λάντσια και Γιώτη Κιουρτσόγλου).
«Το γεγονός ότι συνεργάζομαι πρώτη φορά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είναι σπουδαίο για μένα, γιατί όλα τα χρόνια που ήμουν στο Ωδείο και σπούδαζα η μύησή μου στην κλασική μουσική γινόταν κυρίως μέσω της ΚΟΑ, με τις περίφημες συναυλίες κάθε Δευτέρα» εξηγεί η ίδια.
«Πρόκειται για μια ορχήστρα με προϊστορία σημαντική, ήταν η ορχήστρα που διηύθυνε ο Μητρόπουλος. Βεβαίως, ας μην ξεχνάμε από πού άντλησα μουσικούς για να κάνω τις συναυλίες μου. Κυρίως από εκεί. Από πού άντλησα τους πολύ στενούς μου συνεργάτες; Από την Κρατική Ορχήστρα. Ο Βαγγέλης Χριστόπουλος ο ομποΐστας, για παράδειγμα. Οταν τον πρωτοάκουσα να παίζει, μου σηκώθηκε η τρίχα, είπα «αυτός ο άνθρωπος μπήκε στη ζωή μου». Δεν ήταν ο μόνος. Ο Νίκος Γκίνος, ο κλαρινετίστας, το πιο ωραίο κλαρίνο που έχω ακούσει στη ζωή μου. Ο Χατζιδάκις μόνο με αυτόν είχε συνεργαστεί. Ο Βαγγέλης Σκούρας, το πιο γλυκόλαλο κόρνο, για να αναφέρω ακόμη έναν».
Για τους μουσικούς που την εμπνέουν μπορεί να μιλάει ώρες ολόκληρες. «Οταν λέω ότι γράφω για αυτούς, εννοώ ότι γράφω για την ψυχή τους. Ενας πραγματικός ερμηνευτής κατέχει τα τεχνικά θέματα, αλλά έχει τη δυνατότητα να διεισδύει στη δική σου ψυχή, να λειτουργεί σαν medium και να εκφράζει αυτό που υποσυνείδητα θέλησες να εκφράσεις όταν έγραψες τη μουσική. Είναι πράγματα που δεν εξηγούνται αυτά. Κάθε ένας τέτοιος μουσικός είναι σαν alter ego μου. Οταν, για παράδειγμα, έγραψα το θέμα του αποχαιρετισμού για τον «Μελισσοκόμο», που έχει κάνει μεγάλη καριέρα παντού, το έπαιξα μια μέρα, το ηχογράφησα στην κασέτα μου και το ξέχασα μετά, γιατί όταν αισθάνομαι την ανάγκη να εκφραστώ δεν ξέρω ούτε γιατί το κάνω ούτε έχω έναν στόχο συγκεκριμένο. Κάποιες μέρες μετά πατάω το κουμπί για να ηχογραφήσω κάτι άλλο και το ακούω –παραλίγο να το σβήσω δηλαδή. Δάκρυσα όταν το άκουσα. Λέω «κάτι έχει αυτό το κομμάτι». Γιατί δεν ήταν σε μινόρε, ξεκινούσε σε ματζόρε, μύριζε κάτι ευτυχισμένο που χανόταν στο τέλος. Λέω «είναι καλό αυτό, είναι για την ταινία του Θόδωρου». Οταν άρχισα να το δουλεύω στο πιάνο, σκέφτηκα ότι ο Γιαν Γκαρμπάρεκ θα μπορούσε να το παίξει, γιατί έχει κάτι βαλκάνιο στο παίξιμό του, κάτι κοντινό μας, δεν ήταν ένας βόρειος που έπαιζε. Αργότερα κατάλαβα γιατί. Ο μπαμπάς του ήταν πολωνός πρόσφυγας στη Νορβηγία. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Εχει έναν λυγμό στο παίξιμό του, εκτός από το ότι είναι εξαίρετος μουσικός. Υποσυνείδητα το είχα γράψει για αυτόν το θέμα».
Στις συναυλίες της στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά θα παίξει, μεταξύ άλλων, πολλές από τις μουσικές που έχει γράψει για το θέατρο, τα πασίγνωστα κινηματογραφικά της θέματα, αλλά και κομμάτια που έγραψε για την τηλεοπτική σειρά «Δέκα», «γιατί και η δράση στο βιβλίο του Καραγάτση κάπου εκεί κοντά εκτυλίσσεται. Δεν θα έλεγα βέβαια ότι τις λίγες, επιλεγμένες συναυλίες που κάνω τις κάνω με κάποιο κριτήριο. Οταν μου προταθεί ένας χώρος, συνθέτω με επί μέρους ψηφίδες των έργων μου κάτι που θεωρώ ότι του ταιριάζει. Δεν έχω κάνει συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όμως πριν από 35 χρόνια πάτησα αυτή τη σκηνή, όταν το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου παρουσίασε μια κυρίως μουσική παράσταση, το έργο λεγόταν «Δαβίδ», αγνώστου χίου ποιητή του 18ου αιώνα. Είναι ένα απόκτημα της ελληνικής γραμματείας αυτό και είχα μελοποιήσει κάποια αποσπάσματα. Τώρα θα τραγουδήσει η Μαρία Φαραντούρη ένα τραγούδι που είχε πει η Μαρκέλα Χατζιάνο στη συναυλία μου στην Επίδαυρο το 1993. Το έγραψα για τη Μαρία Κάλλας. Μόλις είχα δει να σκορπάνε τη στάχτη της στο πέλαγο. Τα λόγια με πήγανε: «Οταν θωρώ τα δάση όλα ανθισμένα, τις κάμπους, τα βουνά λουλουδισμένα, εις τόσην ομορφιά ο νους μου φρίζει, πλήσια χαρά τις αίσθησές μου πλήζει, αμί εις λίγον καιρόν τα άνθη μαδούσιν, οι κρίνοι και τα ρόδα ξεψυχούσιν, λωλοί λοιπόν όσοι ελπίζουν εμπιστοσύνη εις ηδονήν, εις πλούτος για αξιοσύνη, σαν χορταράκια είναι όλα όπου μαραίνουν όταν θαρρείς πως δροσερά προβαίνουν». Δεν είναι καταπληκτικός στίχος;».

HeliosPlus