Σε έναν σταθμό του μετρό στο Μινσκ της Λευκορωσίας, Ιούλιος του 2004. Οι τοίχοι στην αποβάθρα είναι γεμάτοι με εκατοντάδες φωτογραφίες αγνώστων. «Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» ρωτώ τον Λευκορώσο που στεκόταν δίπλα μου.«Missing» («αγνοούμενοι») μου απαντά μονολεκτικά. Αγνοούμενοι από το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ το 1986 φυσικά, οι συνέπειες του οποίου υπήρξαν καταστρεπτικές για τη Λευκορωσία. Και το συγκλονιστικότερο χρονικό εκείνης της τρομερής καταστροφής το είχε γράψει μια Λευκορωσίδα, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η οποία εξαιτίας των διώξεων του καθεστώτος του διαβόητου Λουκασένκο εκείνη ακριβώς τη χρονιά εγκατέλειψε τη χώρα της και έζησε ως το 2011 αυτοεξόριστη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Ηταν όμως ένας θρύλος στη Λευκορωσία και τα βιβλία της κυκλοφορούσαν κρυφά από χέρι σε χέρι.
Το βιβλίο της για το Τσερνόμπιλ κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Περίπλους, ενώ ένα ακόμη, Οι μολυβένιοι στρατιώτες. Μαρτυρίες Σοβιετικών για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, εκδόθηκε το 2002 από τους Σύγχρονους Ορίζοντες.
Ερευνητικό ρεπορτάζ, προσωπικός τόνος


Η εφετινή απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας στην Αλεξίεβιτς δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ηταν από τα φαβορί. Σηματοδοτεί όμως μια σημαντική εξέλιξη στην ιστορία του βραβείου: είναι η πρώτη φορά που απονέμεται σε δημοσιογράφο. Τα βιβλία της Αλεξίεβιτς ανήκουν στο ερευνητικό ρεπορτάζ, το οποίο ωστόσο διακρίνεται από έναν έντονα προσωπικό τόνο. Εδώ η πραγματικότητα αντικαθιστά τη φαντασία απλούστατα επειδή την υπερβαίνει. Για την ίδια «το ντοκουμέντο μάς φέρνει πιο κοντά στην πραγματικότητα». Ετσι λοιπόν τα βιβλία της, τα οποία η ίδια αποκαλεί «πολυφωνικά μυθιστορήματα», συντίθενται από τις αφηγήσεις όσων έζησαν τα γεγονότα που περιγράφει από πρώτο χέρι: (λ.χ. τα θύματα του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνόμπιλ ή ο πόλεμος στο Αφγανιστάν μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των Σοβιετικών: των στρατιωτών που έλαβαν μέρος και των συγγενών τους στα μετόπισθεν).
Λέμε πως το Αφγανιστάν υπήρξε το Βιετνάμ των Σοβιετικών, ο δικός τους «βρώμικος πόλεμος», αλλά αυτό είναι μια απλουστευτική σύγκριση. Οι μαρτυρίες των επιζώντων στο βιβλίο της Αλεξίεβιτς δεν εξηγούν μόνο το τότε αλλά και το μετά. Και αυτό το τελευταίο επιβάλλει στον συγγραφέα όχι μόνο να βλέπει περισσότερα αλλά και να ακούει πιο προσεκτικά. Ετσι δεν είναι απλός μάρτυρας αλλά συμμέτοχος του δράματος μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων που καταγράφοντάς τες τις οικειοποιείται. Η Αλεξίεβιτς επιπλέον δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει απλώς τα γεγονότα αλλά να γράψει, όπως λέει η ίδια χαρακτηριστικά, «μια ιστορία των αισθημάτων», ποιες επιπτώσεις έχουν στον ψυχισμό, στη ζωή και στη συμπεριφορά τα όσα συγκλονιστικά έζησαν οι άνθρωποι και μέσα από τις αφηγήσεις τους ποια επίδραση έχουν στη δική μας ζωή.
Πραγματικότητα και όχι φαντασία


Η πραγματικότητα λοιπόν υπερβαίνει τη φαντασία –και άρα δεν μπορεί να επινοηθεί. Μπορεί όμως να μείνει στο περιθώριο και να μην αποκαλυφθεί, όπως συνέβη με τα όσα καταγράφονται στο πρώτο βιβλίο της Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας (1985), όπου μιλούν οι γυναίκες που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ήταν διόλου λίγες. Υπολογίζονται σε 1.000.000. Ή όπως συμβαίνει στο όχι απλώς ασυνήθιστο αλλά σοκαριστικό βιβλίο της του 1993 με τίτλο Γοητευμένοι με τον θάνατο, το οποίο έχει θέμα τις αυτοκτονίες που σημειώθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ενωση μετά τη διάλυσή της.
Για την Αλεξίεβιτς, στα τέλη του 20ού αιώνα ζήσαμε δύο μεγάλες καταστροφές: το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι συνέπειες όμως από την πρώτη παρουσιάζονται πιο δυσβάστακτες επειδή εξαιτίας της άλλαξαν ο γενετικός κώδικας και η τοπογραφία τεράστιων εκτάσεων. Σε μια αποστροφή η ίδια χαρακτηρίζει το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ πολύ χειρότερο από το Γκουλάγκ και το Ολοκαύτωμα επειδή άλλαξε το μέλλον. Γι’ αυτό και τις αφηγήσεις των επιζώντων τις χαρακτηρίζει «ιστορίες από το μέλλον».
Οι μαρτυρίες για τη λογοτεχνία μικρή σημασία έχουν αν δεν μεταβάλλονται σε αναμνήσεις. Μόνο έτσι ο πόνος γίνεται τέχνη αλλά και το αίμα δεν γίνεται νερό. Η συγγραφέας αυτή έδωσε φωνή στους αφανείς: για την ακρίβεια, μέσα στη φωνή τους άκουσε τη δική της φωνή.
Κάποτε η Οριάνα Φαλάτσι είχε πει πως μπήκε στη δημοσιογραφία για να γίνει συγγραφέας. Για την Αλεξίεβιτς δεν υπάρχει διαχωρισμός. Η μαρτυρία και το ντοκουμέντο είναι η νέα μορφή πεζογραφίας, το νέο είδος μυθιστορήματος που έχει τη δύναμη να μας λέει ευθέως τι διακυβεύεται όσον αφορά την ανθρώπινη μοίρα και τη ζωή μας σε αυτή τη γη. Το πλήθος των βιβλίων-μαρτυριών και των χρονικών για τα όσα συμβαίνουν καθημερινά και αλλάζουν τη ζωή μας εξηγεί εν μέρει γιατί, όπως λέει, μυθοπλαστικό μυθιστόρημα θα έγραφε μόνο αν ζούσε τον 19ο αιώνα.
Δεν είναι φυσικά τα πράγματα τόσο απόλυτα. Αλλά στα χρονικά που γράφει μπορεί το θέμα να αντλείται από το παρόν, όμως οι αφηγήσεις που το συνθέτουν κινούνται σε μεγάλο βάθος χρόνου, σε ολόκληρες γενιές. Και αυτό είναι δάνειο από τη μυθοπλασία που χρωματίζει τη δημοσιογραφική αφήγηση και της προσδίδει την ποιότητα της διάρκειας.

Το νέο πρόσωπο της δημοσιογραφίας
Γεννημένη στην ουκρανική πόλη Ιβανο-Φρανκόβσκ από πατέρα Λευκορώσο και μητέρα Ουκρανή έζησε στο Μινσκ, όπου μετακόμισε η οικογένειά της, και από πολύ νωρίς αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Ακολουθώντας από άλλους δρόμους τα διδάγματα της «νέας αμερικανικής δημοσιογραφίας» μετέτρεψε το ρεπορτάζ σε αφήγηση υψηλού επιπέδου. Και αθροίζοντας και συνθέτοντας με γοητευτικό τρόπο τις μικρές ιστορίες των αφανών μίλησε για το παγκόσμιο δράμα: για το δύσκολο παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Οι καθεστωτικοί συγγραφείς στη Λευκορωσία τής επιτέθηκαν για έλλειψη πατριωτισμού, φθάνοντας στο σημείο να ισχυριστούν ότι δεν ανήκει στη λογοτεχνία της Λευκορωσίας, αφού τα βιβλία της δεν τα έγραψε στα λευκορωσικά αλλά στα ρωσικά. Διαφορετική γνώμη όμως έχουν τα εκατομμύρια των αναγνωστών σε όλον τον κόσμο. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε τώρα και τους Ελληνες που επί τη ευκαιρία της βράβευσής της με το Νομπέλ θα ανακαλύψουν μια αυθεντική και αναμφισβήτητα πρώτης γραμμής συγγραφέα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ