Η υστερία ξεκίνησε έναν χρόνο πριν από την πρεμιέρα, δηλαδή τον Αύγουστο του 2014.
Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν λίγα λεπτά μετά την έναρξη της προπώλησης. Ηταν καινούργιο ρεκόρ για τα δεδομένα του θεατρικού Λονδίνου. Ενας άτυχος θαυμαστής που δεν πρόλαβε να εξασφαλίσει το πολυπόθητο χαρτάκι έγραψε στο Τwitter: «Συγχωρήστε με ενώ θα κλαίω για όλο το υπόλοιπο της ζωής μου εφόσον δεν υπάρχει καμία ελπίδα να δω τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς ως Αμλετ».
Οι θαυμάστριες του Κάμπερμπατς –γνωστές πλέον και ως Καμπερμπίτσες! –δεν αστειεύονται. Πολλές αποφάσισαν να ταξιδέψουν από την Ιαπωνία και την Ταϊβάν στο Λονδίνο μόνο και μόνο για να δουν το ίνδαλμά τους επί σκηνής. Από τη μέρα που άρχισαν οι παραστάσεις, στις 5 Αυγούστου, ορδές θεατών, κυρίως νεαρής ηλικίας, κατασκηνώνουν έξω από το θέατρο Barbican ελπίζοντας να προλάβουν ένα από τα τριάντα εισιτήρια που διατίθενται κάθε πρωί στο ταμείο προς δέκα λίρες το ένα. Πάνε το προηγούμενο βράδυ, φέρνουν μαζί τους κουβέρτες, κοιμούνται στο πεζοδρόμιο, τρώνε μπισκότα ή κράκερς και… προσεύχονται να σταθούν τυχεροί ή τυχερές. Η μαύρη αγορά φυσικά οργιάζει με τούτον τον «Αμλετ». Υπέρογκα ποσά έχουν διατεθεί για μια ευκαιρία στον Παράδεισο. Λέγεται ότι η υψηλότερη τιμή που έχει «πιάσει» ένα εισιτήριο είναι 2.096 ευρώ.
«Τι κρίμα! Σαίξπηρ για παιδιά»
Η υστερία για τον «Αμλετ» του Κάμπερμπατς παρέσυρε ακόμη και ευυπόληπτες εφημερίδες να παραβούν σημαντικούς κανόνες δεοντολογίας. Πρώτοι οι «Times» έσπασαν το πρωτόκολλο και έστειλαν τη θεατρική κριτικό τους Κέιτ Μάλτμπι να δει την παράσταση την παρθενική βραδιά των previews –πράγμα που θεωρείται αντιδεοντολογικό στην Αγγλία, να πάει δηλαδή ο κριτικός και να κρίνει επισήμως μια παράσταση ενώ αυτή βρίσκεται ακόμη σε δοκιμαστική. Η Μάλτμπι έγραψε την επομένη μια πολύ αρνητική κριτική με τίτλο «Τι κρίμα! Σαίξπηρ για παιδιά». Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε πληθώρα αντιδράσεων στα social media, με ηθοποιούς και θεατρικούς συγγραφείς να κατηγορούν τη Μάλτμπι ότι αυτό που έκανε δεν ήταν καθόλου δίκαιο.
Το κακό παράδειγμα των «Times» ακολούθησε η «Daily Mail», μόνο που σε αυτή την περίπτωση η κριτικός έφυγε εκστασιασμένη και έβαλε πέντε αστεράκια στην παράσταση. Εκτοτε ακολούθησαν πολλοί επαγγελματίες που επέδειξαν τη δέουσα υπομονή και αυτοσυγκράτηση δημοσιεύοντας τις απόψεις τους μετά την επίσημη πρεμιέρα στις 25 Αυγούστου. Διαβάζοντας τα κείμενά τους διαπιστώνει κανείς μια θετική εκτίμηση για τον πρωταγωνιστή και μια μάλλον αρνητική για τη σκηνοθεσία και το σύνολο της παράστασης. Χαρακτηριστικά αυτό που ενόχλησε ιδιαίτερα ήταν η μετακίνηση του διάσημου μονολόγου «Να ζει κανείς ή να μη ζει» στην έναρξη της παράστασης, πρωτοβουλία που θεωρήθηκε αυθαίρετη και εχθρική για τον ηθοποιό που καλείται εντελώς πρόωρα να μπει σε μια πολύ φορτισμένη στιγμή του ρόλου. Η αλήθεια είναι πως η σκηνοθέτις… συνετίστηκε και ο μονόλογος τώρα ακούγεται πολύ αργότερα (πάλι όχι στην αυθεντική του θέση).
Γιατί αυτή η πρωτοφανής επιτυχία;
Ο Μάικλ Μπίλινγκτον του «Guardian» γράφει ότι η παράσταση είναι «γεμάτη από μισοψημένες ιδέες» και υποστηρίζει πως «τα οπτικά ευφυολογήματα έχουν υποκαταστήσει την έρευνα του κειμένου». Η σκηνή όπου ο Αμλετ ντύνεται στρατιωτάκι και μπαίνει στο γιγάντιο κάστρο-παιχνίδι του κρίθηκε ως εξόφθαλμη εικονοποίηση της παλινδρόμησης του ήρωα στην παιδική ηλικία που καθόλου δεν συνεισφέρει στην ανάδειξη της περίφημης «τρέλας» του ήρωα.
«Γεμάτη από σκηνικό θέαμα και εννοιολογικές τσιμπιές και τεχνάσματα, αυτός ο «Αμλετ» δεν γίνεται ποτέ βαρετός. Αλλά δεν γίνεται επίσης ποτέ ιδιαίτερα συγκινητικός –εκτός από εκείνες τις φορές όπου ο Αμλετ του Κάμπερμπατς μένει μόνος με τις σκέψεις του πασχίζοντας να προσδώσει νόημα σε έναν θορυβώδη, πιεστικό κόσμο που ζητάει τόσα πολλά από εκείνον» γράφει ο Μπεν Μπράντλεϊ των «New York Times».
Γενικώς, παρά τις ενστάσεις, ο Κάμπερμπατς αναδύεται νικητής από την αναμέτρηση με έναν από τους απαιτητικότερους ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου.
Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί τη γοητεία, τη χαρισματική παρουσία ή το ταλέντο του 39χρονου βρετανού ηθοποιού Μπένεντικτ Κάμπερμπατς. Εγινε διάσημος το 2010 όταν υποδύθηκε εξαιρετικά τον Σέρλοκ Χολμς σε μια ιδιαίτερα δημοφιλή σειρά του BBC. Εκτοτε εμφανίστηκε σε διάφορες μεγάλες ταινίες («12 χρόνια σκλάβος») ώσπου υποδύθηκε δυναμικά τον βασανισμένο μαθηματικό Αλαν Τούρινγκ στην ταινία «Το παιχνίδι της μίμησης» –ερμηνεία που του χάρισε πέρυσι μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου.
Πού οφείλεται η υστερία; Ο κριτικός των «New York Times» σηκώνει τα χέρια ψηλά: γράφει πως ο Κάμπερμπατς «είναι το αντικείμενο μιας τεράστιας λατρείας, τον λόγο ύπαρξης της οποίας δεν έχω κατανοήσει (ίσως πρέπει να είσαι γυναίκα για να το κάνεις)».

Εξοστρακίζοντας το τσίρκο

Ο κριτικός του «Daily Telegraph» Ντόμινικ Κάβεντις δίνει μεγάλη βαρύτητα στην κουλτούρα των selfies και των social media. Σε κείμενο που έγραψε αποκλειστικά για «Το Βήμα» υποστηρίζει: «Καθώς έχει καταστεί πλέον δυνατό να «αποκτήσουμε» οποιοδήποτε πολιτιστικό προϊόν επιθυμούμε –τόσα τραγούδια, ταινίες, φωτογραφίες κ.τ.λ. που μπορούμε να «κατεβάσουμε», να «μεταδώσουμε», να «μοιραστούμε» -, το ζωντανό θέατρο έχει αρχίσει να επωφελείται: φαντάσου να μπορείς να πεις ότι είδες τον «Αμλετ» του Κάμπερμπατς, φαντάσου να μπορείς να το αποδείξεις online! Φαντάσου την αίσθηση αποκλεισμού όλων εκείνων που δεν μπόρεσαν να βρουν εισιτήρια!

Ναι, φυσικά ο Κάμπερμπατς είναι ένας φίνος ηθοποιός –και ο Αμλετ μια κορυφαία πρόκληση για να δοκιμάσει το ταλέντο του. Προφανώς εξασκεί μια γοητεία που πάει πέρα από τη μόδα του Σέρλοκ και συνδέεται με το χάρισμά του ως αρσενικού. Οι αποκαλούμενες Καμπερμπίτσες όμως (οι γυναίκες θαυμάστριες) υπήρξαν ιδιαίτερα απαιτητικές όσον αφορά τη δυνατότητα να φωτογραφηθούν και να «συναντήσουν» τον σταρ μετά την παράσταση –το αίτημά τους σχεδόν μετατράπηκε σε καμπάνια που κινδύνευσε να απειλήσει τη δημοφιλία του ηθοποιού όταν εκείνος αρχικά αρνήθηκε. Υπάρχει συνεπώς μια μαζική υστερία που τον περικυκλώνει και τον μετατρέπει σε αντικείμενο λατρείας. Αυτό εμμέσως τροφοδοτεί το ενδιαφέρον για την παράσταση εντείνοντας την απομόνωσή του αλλά και την πίεση που δέχεται. Η παράσταση δεν κάνει τίποτα για να προβάλει αυτή τη διάσταση της σύγχρονης εμπειρίας. Η Οφηλία περιφέρεται με μια παλιομοδίτικη κάμερα και φωτογραφίζει τα πάντα, δεν υπάρχει όμως καμία αίσθηση «εισβολής» της τεχνολογίας στη ζωή μας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Κάμπερμπατς είναι ο πρώτος (και σίγουρα δεν θα είναι ο τελευταίος) πρίγκιπας Αμλετ της εποχής των social media (όλα έχουν επιταχυνθεί από τότε που ο Τζουντ Λο υποδύθηκε τον ίδιο ρόλο το 2009), θα ήταν όμως λάθος να αποδώσουμε κυνικά κίνητρα στον ηθοποιό ή στην υπόλοιπη δημιουργική ομάδα. Νομίζω πως αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα πώλησης των εισιτηρίων, την τρικυμία του μιντιακού ενδιαφέροντος και τον παγκόσμιο χαρακτήρα του καλλιτεχνικού γεγονότος. Σχεδόν μοιραία η παράσταση δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη φήμη της, νομίζω όμως πως η αρετή της βρίσκεται στο ότι μπορείς κάλλιστα να εξοστρακίσεις το τσίρκο που την περιβάλλει αν αποφασίσεις πραγματικά να την παρακολουθήσεις –και έτσι δύναται να δώσει σε θεατές που πάνε για άσχετους λόγους μια σαιξπηρική ικανοποίηση που οι ίδιοι δεν είχαν καθόλου υπολογίσει όταν έβγαζαν τα εισιτήριά τους. Περιμένω με αγωνία να δω ποιες θα είναι οι αντιδράσεις όταν αυτός ο «Αμλετ» παιχθεί στο σινεμά. Φαντάζομαι ότι οι θεατές θα είναι πολύ λιγότερο απορροφημένοι στη δική τους επιτυχία –που κατάφεραν να μπουν στην αίθουσα –και ίσως τελικά δώσουν στην παράσταση την προσοχή που της άρμοζε εξαρχής. Υποψιάζομαι επίσης ότι θα έχει καλύτερη εικόνα και ήχο στη μεγάλη οθόνη –και ίσως έτσι αυτός ο «Αμλετ» καταγραφεί ως ο πρώτος μαγνητοσκοπημένος «Αμλετ» που θα επισκιάσει από οθόνης όσα επέτυχε επί σκηνής!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ