Στα νιάτα του ήταν το κακό παιδί της βρετανικής κριτικής. Προκλητικός, εριστικός, ανατρεπτικός. Με σχεδόν πενήντα βιβλία στην εργογραφία του και με σκοπό να συνεχίσει να γράφει -γιατί «είμαι ασυγκράτητος», όπως μας είπε- ο 72χρονος Τέρι Ίγκλετον είναι πλέον μέρος του συστήματος. Φοιτητής του Κέιμπριτζ, καθηγητής στην Οξφόρδη, καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και επισκέπτης καθηγητής πάμπολλων πανεπιστημίων, μεταξύ των οποίων και το αμερικανικό Γέιλ, είναι πλέον και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας. Ο Θεός, ο Μαρξ και το ποδόσφαιρο, η λογοτεχνική θεωρία και η κριτική, η κουλτούρα και η ιδεολογία είναι θέματα που τον έχουν απασχολήσει στην πυκνή συγγραφική παραγωγή του. Φίλος της Ελλάδας, την επισκέπτεται όποτε του δίνεται η ευκαιρία. Με αφορμή την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μια σύντομη παραμονή του στην Αθήνα, τον συναντήσαμε και συνομιλήσαμε μαζί του στο καφέ του ξενοδοχείου «Τιτάνια», την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου, την ίδια ώρα που στον ημιώροφο ο Παναγιώτης Λαφαζάνης έδινε τη διακαναλική συνέντευξη του κόμματός του.
Λ.Κ.: Είστε γνωστός με κύρια την ιδιότητα του κριτικού. Ποιος είναι ο ρόλος του κριτικού στην εποχή μας, όταν χάρη στο διαδίκτυο όλοι γίνονται εύκολα κριτικοί στα μπλογκ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
«Νομίζω ότι χρειάζεται να επαναδημιουργήσουμε, να επανεφεύρουμε τον ρόλο του κριτικού. Κατά παράδοση, ο κριτικός δεν ήταν απλώς ένας πανεπιστημιακός μελετητής. Τον 18ο αιώνα, είχε μια ευρύτερα ηθική, κοινωνική, πολιτική λειτουργία, την οποία, κατά κάποιον τρόπο, χάσαμε. Η κριτική έχει, τρόπον τινά, ιδιωτικοποιηθεί, έχει αποσυρθεί στη λογοτεχνική σφαίρα. Συνεπώς, δεν νομίζω ότι υπάρχει χώρος να διαδραματίσει ο κριτικός σημαντικό ρόλο σήμερα. Το αν θα αποκτήσει έναν σημαντικό ρόλο δεν εξαρτάται από εμάς, αλλά από τη γενικότερη ιστορική και πολιτική κατάσταση. Δεν μπορούμε να θεσπίσουμε με νόμο τη σπουδαιότητά μας. Θα μπορούσε όμως να προκύψει μια κατάσταση στην οποία πάλι ο κριτικός ή ο διανοούμενος να έχει πάλι έναν σημαντικό ρόλο. Για να γίνει αυτό απαιτείται κάποια διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας, διότι ο κριτικός και η δημόσια σφαίρα γεννήθηκαν μαζί, μέσα από συγκεκριμένες ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930, κριτικοί όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο Μπερχτ στάθηκε δυνατόν να υπάρξουν επειδή υπήρχε ένα μαζικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα με τις δικές του εφημερίδες, τις δικές του λέσχες, τα πολιτιστικά κέντρα του και αυτά υπήρξαν το εφαλτήριο για την ανάδυση αυτών των κριτικών, που ήταν κάτι παραπάνω από πανεπιστημιακοί καθηγητές. Ο κριτικός ως ακτιβιστής του πολιτισμού, αυτό είναι που αναζητούμε σήμερα και αυτό πρέπει να δημιουργήσουμε. Δεν το δημιουργούμε όμως μόνοι μας για τον εαυτό μας, το δημιουργεί η κοινωνία για εμάς. Υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ διανοουμένου και πανεπιστημιακού καθηγητή. Ο διανοούμενος περιφέρεται σε πολλά πεδία γνώσης, ο πανεπιστημιακός ακολουθεί ένα μονοπάτι. Δεν είναι κακό, αυτή είναι η δουλειά του. Για να έχουν όμως οι ιδέες σου απήχηση στην ευρύτερη κουλτούρα πρέπει να είσαι καλά εξοικειωμένος με περισσότερα από ένα επιστημονικά πεδία, όπως έκαναν οι ονομαστοί διανοούμενοι του 20ού αιώνα. Εγώ ξεκίνησα την καριέρα μου ως πανεπιστημιακός καθηγητής, αλλά, πολιτικά μιλώντας, δεν μπορούσα να περιοριστώ σε ένα πεδίο, διότι ένα ζήτημα, ένα αντικείμενο προς διερεύνηση διαχέεται σε πολλά πεδία του επιστητού».

Λ.Κ.: Σε δύο από τα πρόσφατα βιβλία σας, στο The Event of Literature (2012) και στο How to Read Literature (2013) επιστρέφετε στη λογοτεχνία. Υπάρχει ακόμη θέση γι’ αυτήν στην κουλτούρα της εικόνας;
«Έχω αναλάβει μια εκστρατεία που ίσως ξαφνιάσει ορισμένους: προσπαθώ να πείσω τους φοιτητές πώς να διαβάσουν, πώς να δίνουν προσοχή στη γλώσσα. Θεωρώ ότι είναι μεγάλη χασούρα για την κοινωνία μας ότι η γλώσσα εργαλειοποιείται, ότι γίνεται χρηστική. Έχει ενδιαφέρον ότι ο μοντερνισμός, με το ενδιαφέρον του για τη γλώσσα και το νόημα, εμφανίστηκε την ίδια εποχή με τη μαζική κουλτούρα, στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο μοντερνισμός ήταν, μεταξύ άλλων, ένας τρόπος αντίστασης στη «μολυσματική» εξάπλωση της μαζικής εμπορευματοποιημένης παραγωγής. Ίσως ακούγεται παλιομοδίτικα φορμαλιστικό να λέω σήμερα ότι θέλω οι φοιτητές να δίνουν σημασία στην ανάγνωση αλλά υπάρχει μια αναγνωστική πολιτική που υπαγορεύει αυτή την προσπάθεια: Θέλω να μάθουν να δίνουν σημασία στην υλικότητα της γλώσσας, πράγμα που στην πραγματικότητα αντιστρατεύεται τις συμβατικές αντιλήψεις που έχει η κοινωνία μας για τη γλώσσα».
Γ.Μ.: Ένα από τα τελευταία σας βιβλία που προκάλεσαν το ενδιαφέρον και στην Ελλάδα ήταν το «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο» (εκδ. Πατάκη). Ήθελα να ρωτήσω αν ο όρος «ανισότητα», η έννοια «ανισότητα» που εσχάτως συζητείται εκτενώς (μολονότι δεν είναι κάτι καινούριο) μπορεί να επαναφέρει τις μαρξιστικές ιδέες στο προσκήνιο, έστω κι από την «πίσω πόρτα» καταπώς λέμε. Πώς το ακούτε αυτό;
«Επιτρέψτε μου, αρχικά, να σας πω τι συνέβη όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο βιβλίο (2011). Για λίγες ημέρες ήταν από τα πρώτα σε πωλήσεις στη λίστα της Amazon που αφορά τις επιχειρήσεις και το εμπόριο. Απίστευτο! Ήταν κάτι που μου προκάλεσε, οφείλω να σας πω, μια ελαφρά αμηχανία. Ήταν, όμως, η περίοδος της έντονης οικονομικής αβεβαιότητας και μπορώ εύκολα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι που το αγόρασαν δεν ενδιαφέρονταν να κατανοήσουν τόσο πολύ τον Μαρξ, όσο τον ίδιο τον καπιταλισμό. Διότι, όταν το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, τότε αρχίζουμε να το βλέπουμε πιο καθαρά, γίνεται πιο ορατός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί, και τότε ακριβώς προσπαθούμε να θέσουμε νέα ερωτήματα. Νομίζω ότι η ανισότητα, ως όρος, ως έννοια, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Υπό μία έννοια, στον ύστερο καπιταλιστικό κόσμο –ή στον καιρό της μεταμοντέρνας κουλτούρας, πείτε το όπως θέλετε –υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την ισότητα. Θα σας έλεγα ότι η ισότητα είναι διαρκώς παρούσα, ότι είναι σχεδόν πάντοτε στη μόδα, αλλά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο: στον σημερινό πολιτισμικό διάλογο παρατηρούμε ότι διαρκώς καταστέλλεται η οικονομική διάσταση της ισότητας. Ο Μαρξ το είχε προβλέψει αυτό στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ότι η ανισότητα θα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, ότι δηλαδή το σύστημα θα εξακολουθεί να αναπαράγει την ανισότητα ως αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της λειτουργίας του. Παρατηρούμε, επομένως, μια παράξενη κατάσταση όπου, από τη μια πλευρά, έχουμε ένα σύστημα που, με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς, αναπαράγει την ανισότητα και, από την άλλη πλευρά, έχουμε την πολιτισμική συγκρότηση του ίδιου συστήματος που αναδεικνύει συνεχώς την ισότητα, την ισότητα των φύλων, την ισότητα των λαών, την ισότητα των εθνών, χωρίς όμως να θίγεται εντός του τόσο πολύ η θεμελιώδης διάσταση της ισότητας: η οικονομική. Νομίζω ότι ο μαρξισμός είναι σημαντικός επειδή μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει πάντοτε και μια υλιστική βάση σ’ όλα αυτά. Σκεφτείτε λ.χ. τι συζητείται στο πλαίσιο της λεγόμενης πολιτικής των ταυτοτήτων. Και εκεί, ασφαλώς, συζητείται η ισότητα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι η πολιτική των ταυτοτήτων αναδύθηκε τη στιγμή ακριβώς που άρχισε ο αριστερός λόγος να ατονεί. Η πολιτική των ταυτοτήτων ήλθε, εν μέρει, ως υποκατάστατο του τελευταίου, να γεμίσει ένα κενό, την περίοδο που οι οικονομικές και κοινωνικές συγκρούσεις άρχισαν να αμβλύνονται. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι η πολιτική των ταυτοτήτων δεν διεύρυνε σημαντικά την έννοια της ισότητας σε πολλά και νέα πεδία: των φύλων, της σεξουαλικότητας κτλ. Σημασία έχει όμως να λαμβάνουμε πάντοτε υπ’ όψιν το ιστορικό πλαίσιο αναφοράς».
Γ.Μ.: Απ’ ό,τι φαίνεται, κ. Ίγκλετον, υπάρχει μια δυσκολία σήμερα να έλθει ο μαρξισμός στη μόδα, για να χρησιμοποιήσω μια φράση που είπατε πιο πάνω. Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα: πώς μιλάει ή πώς θα έπρεπε να μιλάει κανείς για τον μαρξισμό στην εποχή μας. Έτσι δεν είναι;
«Ναι, νομίζω ότι έχετε δίκιο. Έχω δε την αίσθηση ότι η Αριστερά πρέπει να δει με μεγαλύτερη ειλικρίνεια το εξής: είναι γεγονός ότι ο σταλινισμός δεν υφίσταται πλέον στην πραγματικότητα αλλά είναι επίσης γεγονός ότι παραμένει ισχυρή η φρικτή και δηλητηριώδης κληρονομιά που έχει αφήσει πίσω του. Σκεφτείτε μόνο ότι υπάρχουν άνθρωποι που όταν γίνεται σήμερα λόγος για τον μαρξισμό σκέφτονται αυτομάτως τον σταλινισμό. Είναι σαν να γίνεται λόγος για τον Πάπα Φραγκίσκο λ.χ. και να σκέφτεται κανείς αυτομάτως την Ιερά Εξέταση. Είναι λάθος αλλά μπορεί κανείς να το κατανοήσει, μπορεί να κατανοήσει γιατί συμβαίνει αυτό. Κοιτάξτε, εμένα δεν με προβληματίζει τόσο το αν οι άνθρωποι είναι μαρξιστές, με προβληματίζει περισσότερο το κατά πόσον είναι αντικαπιταλιστές. Και, ξέρετε, υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι που δεν είναι ακριβώς μαρξιστές αλλά ακολουθούν άλλα σοσιαλιστικά ή προοδευτικά ρεύματα σκέψης, και αυτό είναι πάρα πολύ καλό. Ο μαρξισμός όμως παραμένει, πέραν πάσης αμφιβολίας, η κυρίαρχη τάση της σοσιαλιστικής σκέψης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και η μοναδική. Επιτρέψτε μου να το πω κι αλλιώς: δεν έχει και τόση σημασία αν συμφωνούν όλοι με τις μαρξιστικές ιδέες για την ιστορία, σημασία έχει να διαδηλώνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ενάντια στις πρακτικές της Γουόλ Στριτ».
Λ.Κ.: Ο Τέρι Ίγκλετον είναι μαρξιστής και Καθολικός… λένε όσοι επιχειρούν να σας ταξινομήσουν. Αλλά και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας σας, The Gatekeeper (2002) παραπέμπει στα παιδικά σας χρόνια όταν ήσασταν παπαδάκι της Καθολικής Εκκλησίας…

«Ωωω… Μαρξ και Καθολικισμός, πολλή πίστη φαίνεται ότι έπεσε εδώ! Θα μπορούσα για κάποιους να είμαι και αστρολόγος ακόμη! Πάντως, σε συνέχεια όσων είπα νωρίτερα, δεν θα υπερασπιζόμουν κιόλας μέχρι θανάτου μια ορθόδοξη ανάγνωση του Μαρξ, πιο πολύ με ενδιαφέρει το αντικαπιταλιστικό κίνημα, με την ευρύτερη έννοια. Όσο για τον Καθολικισμό, ανατράφηκα μέσα σε αυτόν και εξακολουθώ να εκτιμώ πολύ αυτήν την κουλτούρα. Διότι ο χριστιανισμός δεν είναι ένα σύνολο αφηρημένων «πιστεύω», είναι κουλτούρα -όπως και ο ιουδαϊσμός-, δεν μπορείς να την αφήσεις πίσω σου. Ούτε θεωρώ ότι υπάρχει λόγος να το κάνω. Από την άλλη πλευρά, από θεολογική σκοπιά, πιστεύω ότι οι περισσότερες εκδοχές του θεολογικού λόγου είναι ακατέργαστες και λανθασμένες και δεν αξίζει τον κόπο να τις υπερασπιστεί κανείς. Σήμερα, οι περισσότεροι αριστεροί είναι άθεοι. Οι περισσότεροι έχουν μια εντελώς αφελή άποψη για το τι είναι η θρησκεία. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Ο παλιός μου σύντροφος Ρίτσαρντ Ντόκινς και ο Κρίστοφερ Χίτσενς απορρίπτουν και οι δυο την ιδέα του Θεού επειδή, βάσει επιστημονικών δεδομένων, δεν πιστεύουν ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Θεωρούν ότι το δόγμα της δημιουργίας έχει σχέση με το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος. Κάθε πρωτοετής φοιτητής της Θεολογίας θα τους έλεγε όμως ότι το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο. Σε ό,τι με αφορά, θα έλεγα ότι εξακολουθεί να με ελκύει μια λογική, ριζοσπαστική εκδοχή του χριστιανισμού. Πάντα παραπέμπω στα καταπληκτικά λόγια ενός καλού φίλου που δεν ζει πια, του δομινικανού θεολόγου Χέρμπερτ ΜακΚέιμπ, ο οποίος έλεγε: «Το μήνυμα των Γραφών είναι σαφές: Αν δεν αγαπάς, πέθανες, κι αν αγαπάς, θα σε σκοτώσουν»…».
Λ.Κ.: Το ερώτημά μου είναι, αποτελεί η αθεΐα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον δυτικό, χριστιανικό, κόσμο; Γνωρίζουμε τι γίνεται στην Ανατολή, με την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
«Υπάρχει μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με την παθολογία του φονταμενταλισμού, στην οποία εντάσσεται το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Σε ό,τι αφορά την αθεΐα, δεδομένων των επαίσχυντων εκδοχών του χριστιανισμού με τις οποίες μπορεί να έρθει αντιμέτωπος κάποιος στο πλαίσιο της Εκκλησίας στην οποία ανήκει, θα μου έκανε εντύπωση αν ήθελε ένας άνθρωπος λογικός, έντιμος και ευφυής να πιστέψει στον χριστιανισμό. Το άτομο αυτό όμως θα πρέπει να προσέξει να μην γίνει σαν εκείνον που απορρίπτει τον μαρξισμό επειδή τον ταυτίζει με τον σταλινισμό. Αν θέλεις να απορρίψεις κάτι, θα πρέπει να αναμετρηθείς με την καλύτερη εκδοχή του, ειδάλλως η απόρριψη είναι εύκολο πράγμα. Είχα την τύχη στα πρώτα μου χρόνια ως φοιτητής στο Κέιμπριτζ, όταν γινόταν πολλή συζήτηση για τον χριστιανισμό, να γνωρίσω μια εκδοχή του χριστιανισμού που έβγαζε νόημα, είτε πίστευες είτε όχι, και δεν μπορούσες να τον απορρίψεις με ευκολία».
Γ.Μ.: Σας προτείνω να πούμε και δυο λόγια για το εφετινό σας βιβλίο που κυκλοφορεί τούτη την περίοδο στον αγγλοσαξονικό χώρο και έχει τον τίτλο «Hope Without Optimism» (Ελπίδα χωρίς αισιοδοξία). Τι σημασία αποδίδετε σ’ αυτή τη διάκριση;

«Θέλησα, αρχικά, να γράψω για την ελπίδα επειδή είχα την αίσθηση ότι ήταν η πιο αδικημένη μεταξύ των τριών αρετών (σ.σ. Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη). Νομίζω ότι η έννοια της ελπίδας δεν έχει συζητηθεί πολύ, κάτι που μού φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου προσπαθώ να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα: τι είναι η ελπίδα, όχι απλώς να υπογραμμίσω πώς διαφέρει η ελπίδα από την αισιοδοξία. Μπορούμε άραγε να υιοθετήσουμε, όπως λέω και στο βιβλίο, μια «τραγική ελπίδα»; Έτσι συμβαίνει στην τραγωδία: ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αποπνικτική, οριακή κατάσταση και στο τέλος αυτό που βλέπουμε να απομένει είναι και πάλι ένα είδος ελπίδας. Η αυθεντική ελπίδα έχει έναν απολύτως τραγικό χαρακτήρα. Η αισιοδοξία, νομίζω, είναι κάτι που σχετίζεται περισσότερο με τη διάθεση των ανθρώπων, είναι ευμετάβλητη και γι’ αυτό θεωρώ ότι δεν είναι ρεαλιστική. Αισιόδοξος είναι κάποιος που απλώς έχει μια «θετική» στάση απέναντι στα πράγματα μόνο και μόνο επειδή έτσι πρέπει να είναι ή επειδή ο ίδιος είναι έτσι ή νιώθει έτσι… Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι μια ορθολογική περίπτωση αυτή, δεν μπορείς λ.χ. να επιχειρηματολογήσεις εναντίον της. Από την άλλη μεριά νομίζω ότι η ελπίδα πρέπει να αγκαλιάζει έναν νηφάλιο ρεαλισμό. Υπό μία έννοια θα έλεγα ότι ο ρεαλισμός συγκαταλέγεται, επίσης, στις μεγάλες αρετές. Χωρίς ρεαλισμό δεν μπορεί, στην ουσία, να γίνει τίποτα. Το να προσπαθήσεις να δεις την κατάσταση όπως πραγματικά είναι, είναι η βάση της ελπίδας, πράγμα πιθανώς ακατόρθωτο, πράγμα επίσης εξαιρετικά απαιτητικό, πλην όμως αυτή είναι η βάση της ελπίδας. Ασφαλώς πρέπει κανείς ν’ αναγνωρίζει και τις περιπτώσεις όπου η ελπίδα είναι αδύνατη, κι αυτό είναι μέρος του ρεαλισμού όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ. Το Ολοκαύτωμα για παράδειγμα, είναι η πιο οφθαλμοφανής περίπτωση, όπου ακόμη και η προσπάθεια να κάνει κάποιος λόγο για ελπίδα, τον τοποθετεί αυτομάτως εκτός πραγματικότητας. Από την άλλη μεριά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ελπίδα μπορεί να είναι πιο ρεαλιστική από την απελπισία, και αναφέρομαι εδώ σε περιπτώσεις όπου είναι απολύτως ορθολογικό και εφικτό να ελπίζει κανείς. Στο βιβλίο λέω χαρακτηριστικά: μπορεί να βρούμε έναν τρόπο να θεραπεύσουμε τον καρκίνο, δύσκολα όμως θα βρούμε έναν τρόπο να σταματήσουμε τις δολοφονίες, δεν υπάρχει ελπίδα υπό την έννοια αυτή. Είναι όμως απ’ όλες τις απόψεις ορθολογικότατο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να βρεθούμε σε μια κατάσταση που είναι καλύτερη απ’ αυτή στην οποία βρισκόμαστε τώρα. Νομίζω δε ότι όσοι άνθρωποι το αρνούνται αυτό –και θεωρούν ότι το μέλλον θα είναι πάνω-κάτω το ίδιο, με κάποιες επιπρόσθετες επιλογές ενδεχομένως οι οποίες ωστόσο δεν θα επιφέρουν μεγάλες διαφορές –δεν είναι καθόλου ρεαλιστές, κατά την άποψή μου. Γιατί αν κάτι η πορεία της ιστορίας αμφισβητεί συστηματικά είναι αυτού του είδους η αντίληψη, ότι τα πράγματα προχωρούν απαράλλαχτα. Η μεγαλύτερη φαντασίωση, με άλλα λόγια, είναι ότι το πράγματα θα παραμένουν ίδια, ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αλλιώς».
Γ.Μ.: Και μια ερώτηση καθαρά πολιτικού χαρακτήρα. Πώς σας φαίνεται ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο νέος ηγέτης των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία; Νομίζω ότι ο συντηρητικός πρωθυπουργός Τζέιμς Κάμερον δεν νιώθει και τόσο άβολα, ούτε απειλούμενος… Τι λέτε;
«Κάποιος είπε ότι οι Τόρις δεν μπορούν να πιστέψουν στην καλή τους τύχη… Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν είναι κάτι το εκπληκτικό. Κανείς δεν πίστευε, ούτε καν ο ίδιος ο Κόρμπιν, ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι τέτοιο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, αντιλαμβάνεστε τι εννοώ… Το φαινόμενο αυτό, αυτού του είδους η ριζοσπαστικοποίηση δεν αφορά μόνο τη Μεγάλη Βρετανία, την βλέπουμε και στην Ελλάδα, όψεις της μπορούμε να διακρίνουμε και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Γενικότερα πιστεύω ότι δεν πρόκειται για μια πολιτική μάχη μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς, πιστεύω ότι είναι περισσότερο μια μάχη για το ίδιο το νόημα της πολιτικής, στο βαθμό που η πολιτική σχετίζεται ακόμη με την εξουσία των ελίτ που από ένα σημείο και μετά δεν γίνεται αποδεκτή από τον κόσμο και αρχίζει να την απορρίπτει. Στην Ελλάδα ο κόσμος ακόμη συζητά στα καφενεία και στους δρόμους για την πολιτική. Η περίπτωσή σας είναι διαφορετική από τη δική μας ασφαλώς, αλλά στη Μεγάλη Βρετανία ο κόσμος δεν συζητά πλέον για την πολιτική στις παμπ και δεν συζητά επειδή έχει αποξενωθεί απ’ αυτή. Ο Κόρμπιν όμως αποτελεί μέρος μιας σχεδόν παγκόσμιας αντίδρασης, ενός σχεδόν παγκόσμιου φαινομένου. Διερωτώνται κάποιοι: ο Κόρμπιν είναι αποδεκτός από το κόμμα του, είναι όμως αποδεκτός από την κοινωνία εν γένει; Είναι αλήθεια ότι οι Βρετανοί δεν τα πηγαίνουν και τόσο καλά με τις ακραίες πολιτικές επιλογές και είναι σίγουρο ότι δεν είναι κρυπτοτροτσκιστές… Από την άλλη κάποιες όψεις της πολιτικής που θέλει να προωθήσει ο Κόρμπιν, όπως είναι η επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, βρίσκουν σύμφωνο το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Και, προσέξτε, ακόμη και αν ένα μεγάλο κομμάτι των Βρετανών δε συμφωνεί μαζί του ως προς το σύνολο της πολιτικής του ατζέντας, ακόμη κι έτσι, συμπαθούν τον ίδιο τον Κόρμπιν. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Και τον συμπαθούν ακριβώς επειδή δεν τον θεωρούν «πολιτικό» με τη στενή ή στενότατη έννοια του όρου. Ίσως αυτό να τον βοηθήσει. Οι άνθρωποι δείχνουν να τον εμπιστεύονται, πιστεύουν ότι τους λέει την αλήθεια. Θα δούμε όμως πώς θα εξελιχθεί και αυτό το φαινόμενο. Παρατηρούμε πάντως πόσο απρόβλεπτη είναι η πολιτική, δεν ξέρεις ποτέ τι σε περιμένει στην επόμενη γωνία…»


Αποσπάσματα από την διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

«Το πανεπιστήμιο έχει κυριαρχηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο από δύο σαφώς περιοριστικούς παράγοντες: την τεχνολογία και την οικονομία. Πρόκειται για μια συνθήκη, η οποία θα μπορέσει να μεταβληθεί μόνο αν αναπτυχθεί ένα πνεύμα κριτικής αντίστασης απέναντί της».

Έτσι άρχισε τη διάλεξή του στην κατάμεστη αίθουσα του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών ο ακαδημαϊκός δάσκαλος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Τέρι Ίγκλετον, ένας κριτικός που έχει μεταφραστεί και διαβαστεί πολύ στην Ελλάδα.

Ενόψει της αναγόρευσής του την Παρασκευή, σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ο Ίγκλετον, που έχει διδάξει επί δεκαετίες στην Οξφόρδη και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και έχει δημοσιεύσει πάνω από πενήντα βιβλία, έθεσε κατά τη διάρκεια της διάλεξής του ένα καίριο ερώτημα: «Έχουν πεθάνει σήμερα οι ανθρωπιστικές επιστήμες;»

«Η κρίση και οι ανθρωπιστικές επιστήμες πηγαίνουν μαζί» παρατήρησε ο ομιλητής: «Αρχικά οι βιομηχανικές κοινωνίες δημιούργησαν αξίες που ήταν σύμφωνες με το πνεύμα των ανθρωπιστικών επιστημών. Είναι τα χρόνια όπου οι επιστήμες βρίσκονται ακόμη μακριά από τις αγριότητες του καπιταλισμού, διατηρώντας την κριτική τους αυτονομία. Στις ημέρες μας όλα αυτά έχουν αλλάξει. Το πανεπιστήμιο είναι υποταγμένο στις πιέσεις της οικονομίας. Πρόκειται για μια κατάσταση που επιβαρύνει τόσο το πανεπιστήμιο όσο και τις τέχνες, οι οποίες εμποδίζονται να λειτουργήσουν ελεύθερα μέσα σε έναν ολοκληρωτικά εμπορευματοποιημένο κόσμο. Ο κόσμος ήταν χρησιμοθηρικός και στην πρώτη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά τότε οι τέχνες διατηρούσαν την ελευθερία τους όχι εξαιτίας του οποιουδήποτε πολιτικού προσανατολισμού τους, αλλά χάρη στην αινιγματική φύση της ύπαρξής τους. Σήμερα αναδύεται για τις τέχνες ένας καινούργιος ρόλος: ο ρόλος της απόρριψης της εύκολης παραδοχής και της σύμβασης, ο ρόλος της απαλλαγής από την εργαλειοποίηση της γλώσσας και της κατάκτησης μιας ριζοσπαστικής κριτικής ικανότητας».

Και οι ανθρωπιστικές επιστήμες; «Μέσα στην κρίση» τόνισε ο Ίγκλετον «οι ανθρωπιστικές επιστήμες έμειναν χωρίς χρηματοδότηση και μοιραίως περιθωριοποιήθηκαν. Ζούμε σε μιαν εποχή όπου πρέπει να πάψουμε να προσφέρουμε νομιμοποιητικό καταφύγιο στην ιδεολογία της τεχνολογίας. Η προφητεία του Μαρξ για μιαν ελεύθερη ανθρωπότητα η οποία θα ευνοήσει την επανεκκίνηση της Ιστορίας δεν είναι ούτε εσχατολογική ούτε ανεπίκαιρη. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες θεμελίωσαν τις πολιτισμικές αξίες και την ηθική τους κοινότητα σε μια κουλτούρα η οποία ήταν ακόμη διαχωρισμένη από την πολιτική. Τώρα οι επιστήμες έχουν γίνει κομμάτι της πολιτικής, έχουν μετατραπεί σε πεδίο σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων. Έτσι το ζήτημα πια για τις επιστήμες δεν είναι η διαφορά και η απόστασή τους από την πολιτική σφαίρα, αλλά η δυνατότητά τους να μεταμορφώσουν την πραγματικότητα και ταυτοχρόνως να μεταμορφωθούν οι ίδιες».

Κατά πόσο είναι εφικτό να συμβούν όλα αυτά; «Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση για το επαναστατημένο μέλλον» πρόλαβε την πιθανή ένσταση ο Ίγκλετον: «Αρκεί, όμως, η πιθανότητα της ανάστασης, η ελπίδα για μιαν εδραία μεταστροφή».

Τον Ίγκλετον προλόγισε ο πρώην υπουργός Παιδείας, Πολιτισμού και Θρησκευμάτων Αριστείδης Μπαλτάς, ο οποίος είπε πως εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο του είναι η σύνδεση της λογοτεχνικής θεωρίας με την κριτική κοινωνική θεωρία του Μαρξ.

Αναφερόμενος στη θητεία του στο υπουργείο Παιδείας, ο Αρ, Μπαλτάς υπογράμμισε πως η απελθούσα κυβέρνηση φρόντισε για την υποστήριξη όχι μόνο των θετικών, αλλά και των ανθρωπιστικών επιστημών, διαβεβαιώνοντας πως θα συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση σε περίπτωση επανεκλογής της.

Τον Βρετανό ακαδημαϊκό δάσκαλο προλόγισαν επίσης ο καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλης Σπουρδαλάκης και η επίκουρη καθηγήτρια Νεώτερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Θεωρίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Αγγελική Σπυροπούλου.