Δηλώνει μεγάλος θαυμαστής του Γιώργου Λούκου και των προγραμμάτων του στο Φεστιβάλ Αθηνών. Αγαπάει τη δουλειά των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών Ρόμπερτ Μπίβερς και Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και έχει επισκεφτεί επανειλημμένα την τοποθεσία Τέμενος στη Λυσσαρέα της Αρκαδίας όπου προέβαλλαν τις ταινίες τους. Φυσικά, γνωρίζει την παρουσία των ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό, τον Στέφανο Τσιβόπουλο στην Μπιενάλε της Βενετίας, την έκθεση της Κατερίνας Γρέγου στο Μποζάρ. Αναπόφευκτα, από τη στιγμή που βρέθηκε στην Αθήνα για να παραθέσει μια διάλεξη στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης για «Το Μουσείο του Μέλλοντος», ο διευθυντής της Tate Modern, Κρις Ντέρκον, φρόντισε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να χαρτογραφήσει ό,τι συμβαίνει στην πόλη αυτή τη στιγμή. Μιλάει με πάθος για τις εμπειρίες του ανατρέχοντας κάθε τόσο σε ένα μπλοκάκι με προχειρογραμμένες σημειώσεις όπου έχει σημειώσει τα δυσπρόφερτα ελληνικά ονόματα. Παρακολούθησε την απονομή του βραβείου ΔΕΣΤΕ και έμεινε ικανοποιημένος από τον νικητή. «Το είδος της δουλειάς του Αγγελου Πλέσσα εκφράζει τη νέα τάση στην τέχνη για συνύπαρξη, συνεργασία, μοίρασμα» θα πει.
Του άρεσε και η δουλειά του Γιάννη Παπαδόπουλου η οποία εντάσσει τον επισκέπτη στη «χορογραφία του χώρου». Θα δηλώσει όμως βαθύτατα γοητευμένος από δυο άλλες εκθέσεις. Το «Εργο στην Πόλη», του πολιτιστικού οργανισμού ΝΕΟΝ που παρουσιάζει εφέτος δουλειά της Μαρίας Λοϊζίδου στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, και τη συναρπαστικά χαοτική «ameτρία» στο Μπενάκη της Πειραιώς. «Μου αρέσουν οι εκθέσεις στις οποίες έχει γίνει έρευνα από τον καλλιτέχνη ή τον επιμελητή. Επίσης παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον όταν συνδυάζουν το παλαιό με το καινούργιο. Ενθουσιάστηκα με το πόσο άνετα αισθάνομαι με το «παλαιό». Ισως επειδή σε έναν αρχαιολογικό χώρο ή σε ένα μουσείο σαν το Κυκλαδικής Τέχνης μπορείς να αισθανθείς ξανά την πυκνότητα του χρόνου. Είναι μια ικανότητα που έχουμε χάσει αντιμετωπίζοντας διαρκώς την πίεσή του μέσα από όλα τα data, τα gps και τα ψηφιακά ρολόγια». Ο Κρις Ντέρκον μόλις έχει αρχίσει να αποκαλύπτει το περίγραμμα της ταυτότητας του μουσείου του μέλλοντος.
Σύντομα θα γίνει πιο σαφής: «Οπως βλέπετε, οι εκθέσεις αποκτούν σιγά-σιγά θεατρικότητα όπου η παρουσία του κοινού δεν είναι πλέον στατική. Τα μουσεία γίνονται «εξωστρεφείς συνοδοιπόροι» δεδομένου ότι αντιμετωπίζουν το κοινό τους ως μια παράμετρο της εμπειρίας που επιθυμούν να του προσφέρουν. Γι’ αυτό και τα μουσεία του μέλλοντος θα αφορούν πολύ περισσότερο τον κοινωνικό χώρο. Η εμπειρία του επισκέπτη θα βασίζεται στη συνεισφορά και τη συμμετοχή του, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε ή να επανεφεύρουμε την αρχιτεκτονική του μουσείου. Θα δείτε ότι θα οδηγηθούμε στο μέλλον προς μια πιο οριζόντια, πιο ταπεινή και πολύ πιο ευέλικτη αρχιτεκτονική».

Η Μπιενάλε της Αθήνας στην Tate Modern, ένα σενάριο εργασίας

Δεν χρειαζόμαστε δηλαδή ένα εντυπωσιακό κτίριο τύπου Μπιλμπάο, ένα κτίριο-ορόσημο που θα αποτελεί ουσιαστικά έναν ευγενή κράχτη για την τέχνη που θα στεγάζει; «Οχι!» με διακόπτει σθεναρά ο Ντέρκον προτού καν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου. «Τα μουσεία με τα κτίρια-ορόσημα, όπως και τα μουσεία-ορόσημα, ανήκουν στο παρελθόν. Ναι, ξέρω, δεν ανοίγει το ΕΜΣΤ, και σε καμία περίπτωση δεν θα σας πω «να είστε χαρούμενοι χωρίς χρήματα» αλλά θα σας υποδείξω ότι ανοίγουν άλλα μουσεία. Ο ΝΕΟΝ, η Μπιενάλε της Αθήνας την οποία βραβεύσαμε μέσα από το European Cultural Foundation (σ.σ.: ο Ντέρκον ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής), η Documenta. Παρεμπιπτόντως, το ξέρετε ότι άλλαξε τον τίτλο της από «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» σε «Μαθαίνοντας στην Αθήνα»; Σκεφτείτε το: Μπορείς να περπατήσεις από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο Μπενάκη και να δεις την ameτρία, μετά να πας στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Κεραμεικού, και στη διαδρομή να επισκεφτείς γκαλερί όπως η The Breeder και η Kalfayan. Δεν ξέρω πόσοι θα επισκεφτούν την έκθεση της Μαρίας Λοϊζίδου, αλλά ήδη θεωρώ ότι είναι μια μεγάλη επιτυχία για όλα όσα θα προσφέρει σε όσους εν τέλει τη δουν. Είναι επιτυχία για τον διευθυντή του αρχαιολογικού χώρου που έδωσε την άδεια να πραγματοποιηθεί η έκθεση, και είναι άλλος ένας θρίαμβος για τον ΝΕΟΝ, ο οποίος δίνει τονωτικές ενέσεις στην πόλη με καταπληκτικές εμπειρίες, όπως ήταν η περίπτωση του Τίνο Σεγκάλ. Και να φανταστείτε ότι δεν έχουν καν μουσείο… Τελικά όμως συγκροτούν ένα μουσείο που βρίσκεται παντού μέσα στην Αθήνα. Ολη η πόλη συμμετέχει και αυτό είναι ένα παράδειγμα για την ευελιξία που θα έχει το μουσείο του μέλλοντος».

Οσο τον ακούς, τόσο διαπιστώνεις ότι ο Βέλγος Κρις Ντέρκον με τη μαγνητική παρουσία δεν είναι τυχαία διευθυντής σε ένα από τα καλύτερα μουσεία του κόσμου. Υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται «να είσαι μεγάλος για να ταράξεις τα νερά» και ότι η οικονομική παράμετρος «δεν είναι απαραίτητα τροχοπέδη για τη δυναμική παρουσία ενός μουσείου». Η Tate ωστόσο το καλοκαίρι του ’16 θα έχει επεκταθεί μέσα στο νέο εντυπωσιακό κτίριο των Χέρτζογκ και Ντε Μερόν και σίγουρα αυτός θα είναι ένας παράγοντας που θα επηρεάσει την επισκεψιμότητα του μουσείου. «Η Tate Modern αποτελεί το τελευταίο μουσείο της γενιάς του. Οι αχανείς, μονολιθικοί μουσειακοί χώροι θα ανήκουν από εδώ και πέρα στο παρελθόν. Επειτα, στο νέο κτίριο της Tate που θα ανοίξει το καλοκαίρι του 2016, θα αντιμετωπίζεται η νομαδικότητα της τέχνης που είναι η κατεύθυνση του μουσείου του μέλλοντος. Θα υπάρχουν δύο όροφοι όπου θα λαμβάνει χώρα το «Tate Exchange». Μικρότεροι πολιτιστικοί οργανισμοί ή κολεκτίβες θα μπορούν να φιλοξενηθούν, για να συνδιαλλαγούν, ακόμη και να διαμαρτυρηθούν αν το θελήσουν. Φαντάζεστε να παραχωρούσαμε αυτούς τους ορόφους στην Μπιενάλε της Αθήνας;».
Ο Ντέρκον μιλάει συνέχεια για το μέλλον αλλά δεν δίνει πρωταρχική έμφαση στις δυνατότητες που θα προσφέρει στο μουσείο τού αύριο η τεχνολογία, δεν οραματίζεται έναν εικονικό κόσμο τέχνης όπου θα απολαμβάνουμε την τέχνη μας καλωδιωμένοι. «Αποτελεί παράδοξο αλλά όση περισσότερη παρουσία έχουμε ως μουσείο online, για παράδειγμα μέσα από ψηφιακές εκθέσεις που διοργανώνουμε, τόση μεγαλύτερη επιτυχία έχουμε όσον αφορά την επισκεψιμότητα. Ο κόσμος έχει ανάγκη από μια ισορροπία. Θέλει να βιώνει τη μεταβλητότητα του φυσικού χώρου αλλά χρειάζονται και την εμπειρία της μεταβλητότητας του ψηφιακού χώρου. Το πιο σημαντικό σε ό,τι κάνεις είναι να δίνεις στο κοινό σου την ευκαιρία να παίρνει τις δικές του αποφάσεις. To μουσείο είναι από τους ελάχιστους χώρους όπου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Μπορείς να δεις τέχνη, να συνδιαλλαγείς μαζί της και να πεις στον εαυτό σου «δεν την καταλαβαίνω» χωρίς κανένας να μπορεί να σε κρίνει, μπορείς να μείνεις όσο χρόνο θέλεις και να περιδιαβείς τις αίθουσές του με όποιον τρόπο επιθυμείς. Μπορείς να πας ραντεβού, να συναντήσεις τους φίλους σου για καφέ, να έχεις μια κανονική κοινωνική ζωή μέσα σε αυτό».

Από το infotainment στο bildung
Ο Ντέρκον δεν θα είναι για πολύ ακόμη στο τιμόνι της Tate Modern. Από το 2017 ο επιτυχημένος επιμελητής τέχνης θα γίνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ιστορικού θεάτρου Volksbühne, στο Βερολίνο. Ετσι, θα γυρίσει στη χώρα από όπου έφυγε όταν άφησε πίσω του την Haus der Kunst του Μονάχου για να αντιμετωπίσει την πρόκληση του Λονδίνου. Ποιες είναι άραγε οι διαφορές στους τρόπους που αντιμετωπίζεται και προάγεται η τέχνη στις δύο χώρες; «Στη Βρετανία η τέχνη παρουσιάζεται ως μια μορφή infotainment, ψυχαγωγίας, ως μια γιορτή. Στη Γερμανία χαρακτηρίζεται από το λεγόμενο «bildung»: έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα». Οσον αφορά την Ελλάδα, για την οποία γνωρίζει τόσο πολλά, το μόνο που μπορεί να παραθέσει είναι μια στατιστική. «Οταν το European Cultural Foundation πραγματοποίησε έρευνα για τη συμμετοχή του κοινού των ευρωπαϊκών χωρών σε πολιτιστικές δραστηριότητες, η Ελλάδα έλαβε μόλις 4,8%, μία από τις χαμηλότερες θέσεις».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ