Ο αφοσιωμένος εδώ και χρόνια στη μουσική δημοσιογραφία Μιχάλης Τσαντίλας γράφει τραγούδια από τα μέσα της δεκαετίας του 90 κι όμως η πρώτη προσωπική του δουλειά, ένα άλμπουμ με τίτλο «Σκιά στο μυαλό», κυκλοφόρησε μόλις τον Ιούνιο του 2012 (από τον Μετρονόμο). Πριν από λίγους μήνες ήρθε η ανεξάρτητη έκδοση του αγγλόφωνου EP «What You See Is Just A Lie», η οποία έδωσε και την αφορμή να μιλήσουμε μαζί του.
Ποια ανάγκη σάς ώθησε στη δημιουργία του «What You See Is Just A Lie»; Γιατί είναι τόσο διαφορετική ηχητικά αυτή η δουλειά από το προηγούμενο άλμπουμ σας «Σκιά στο μυαλό»;
«Πίσω από τη δημιουργία κάθε τραγουδιού μπορεί να κρύβονται διάφορες ανάγκες: για έκφραση, για επικοινωνία, για ψυχοθεραπεία, για διοχέτευση άμορφης ενέργειας σε κάτι που θα έχει μια μορφή και έναν σκοπό… Υπάρχει επίσης η θέληση να αποτελέσω κι εγώ έναν κρίκο στην αλυσίδα εκείνων που επέλεξαν να εκτίθενται δημοσίως μέσα από τα τραγούδια, μια ανάγκη να ανήκω κάπου. Τέλος, σε ό,τι αφορά τους δύο μέχρι στιγμής δίσκους μου, υπάρχει και το ζήτημα του να «διώξω» από πάνω μου κάποια από τα τραγούδια που έχουν συσσωρευθεί τα 20 περίπου χρόνια που κάνω αυτή τη «δουλειά», ώστε να βρουν αυτά τους όποιους αποδέκτες τους και να μπορέσω κι εγώ να πάω παρακάτω. Η διαφορά στον ήχο της νέας δουλειάς έχει να κάνει με την πρόθεσή μου να δοκιμάσω στα τραγούδια μου νέα «ρούχα». Η δουλειά του Κώστα Παρίση στον πρώτο δίσκο ήταν εξαιρετική αλλά περισσότερο αντιπροσώπευε τα νεανικά μου γούστα. Πλέον θέλω να είμαι σε διάλογο με τις πιο σύγχρονες τάσεις και να βάλω δίπλα στα κλασικά ροκ όργανα τους ήχους των υπολογιστών. Και η επιλογή μου για να γίνει αυτό ήταν να συνεργαστώ με δύο παλιούς και αγαπημένους φίλους μου, τον συνθέτη και παραγωγό Χρήστο Χριστοδούλου και τον κιθαρίστα Χρήστο Σπυράκη. Παρότι γνώριζα τις ικανότητές τους, το τελικό αποτέλεσμα ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες και τη φαντασία μου».
Πόσο αυστηρός είστε όταν κρίνετε τα τραγούδια σας; Το γεγονός ότι γράφετε ο ίδιος μουσική σάς έχει βοηθήσει να κατανοείτε καλύτερα τους άλλους καλλιτέχνες όποτε χρειάζεται να γράψετε μια κριτική;
«Είμαι πολύ αυστηρός με τα τραγούδια μου, σε σημείο που συχνά όλα μού φαίνονται για πέταμα (γέλια). Σοβαρά τώρα, το γεγονός ότι ξεκίνησα να γράφω γύρω στο 1996-97 και ο πρώτος μου δίσκος κυκλοφόρησε το 2012 δηλώνει, εκτός των άλλων, και τον συνεχή προβληματισμό μου σχετικά με την αξία αυτών που φτιάχνω. Η ενασχόλησή μου αυτή είναι αναπόφευκτο να με έχει βοηθήσει να κατανοώ τους καλλιτέχνες, την ψυχοσύνθεση και την ευαισθησία τους. Θεωρώ όμως ότι αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να εμποδίζει την κριτική σκέψη μου, αλλά απλά να μου υπενθυμίζει ότι όσο «σκληρός» μπορεί να είμαι με το έργο άλλο τόσο σεβαστικός πρέπει να στέκομαι απέναντι στον δημιουργό».

Είναι καθόλου απελευθερωτικό το να κάνει κάποιος μόνος του την παραγωγή και την προώθηση μιας δισκογραφικής δουλειάς ή του δημιουργεί τελικά μόνο δυσκολίες αυτό;
«Στον τομέα της παραγωγής είναι σίγουρα απελευθερωτικό. Δεν έχεις, ας πούμε, από πάνω σου κάποιον να σου λέει «δώσε μας κάτι που να μπορεί να παιχτεί στα ραδιόφωνα», απλά κυνηγάς το αποτέλεσμα που έχεις στο μυαλό σου. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν έρχεται η ώρα της προώθησης. Παρότι θεωρητικά είναι θετικό να μπορείς και σε αυτόν τον τομέα να πάρεις ο ίδιος όλες τις αποφάσεις, είναι τόσο χαώδης η διαδικασία του να βρεις αυτούς στους οποίους θέλεις να φτάσει ο δίσκος σου, το να τους ενημερώσεις, το να τους ταχυδρομήσεις τη δουλειά σου, το να φροντίζεις συνεχώς την παρουσία σου στα social media, απαιτεί τόσο πολύ χρόνο και χρήμα όλο αυτό που τελικά βάζει σε δοκιμασία την αντοχή σου και την ίδια την πίστη σου σε αυτό που κάνεις. Εν ολίγοις, δεν θα το άλλαζα με τίποτα!».


Πώς σας φαίνεται η αγγλόφωνη μουσική σκηνή στην Ελλάδα σήμερα;
«Μια χαρά μού φαίνεται η συγκεκριμένη σκηνή, υπάρχει μεγάλη κίνηση, δημιουργία, πολυχρωμία… Το τι αξίζει πραγματικά και τι θα μείνει τελικά από όλο αυτό, ειδικά με τις παρούσες συνθήκες, δεν το ξέρω, όπως και δεν είμαι σίγουρος για το αν τελικά έχει πραγματικό νόημα να εκφράζεται κανείς μέσω μιας ξένης γλώσσας. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν βλέπω τον εαυτό μου ως μέλος αυτής της υποομάδας, κι ας κυκλοφόρησα μόλις ένα αγγλόφωνο EP. Γενικά θα μου άρεσε να υπήρχε μία σκηνή, η ελληνική, και μέσα σε αυτή να υπάρχει διάλογος μεταξύ όλων των τάσεων».
Υπάρχει καλλιτέχνης που δεν σας έχει απογοητεύσει ποτέ;
«Ας πούμε ότι υπάρχουν κάποιοι που, ακόμη και όταν «σκόνταψαν», το έκαναν με ενδιαφέροντα, κατά την άποψή μου, τρόπο. Ακόμη και στους λιγότερο καλούς δίσκους του Διονύση Σαββόπουλου, για παράδειγμα, υπάρχουν πράγματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου, που μου αποκαλύπτουν νέες πτυχές του. Ακόμη πάντως κι αν κάποιος από εκείνους που εκτιμώ υποπέσει σε καλλιτεχνική αποτυχία, αυτό δεν θα με κάνει να ξεχάσω τα όσα έχω εισπράξει προηγουμένως από αυτόν».
Πώς είναι να επισκέπτεται κανείς ξανά κομμάτια που έχει γράψει σε παλαιότερη φάση της ζωής του;
«Είναι περίεργο, κυρίως επειδή είναι δύσκολο να καταλάβεις ή να θυμηθείς για ποιον λόγο γράφτηκε το καθετί, είναι κάπως σαν να μην αναγνωρίζεις απόλυτα τον εαυτό σου σε αυτά. Αυτό βέβαια μπορεί και να σε απελευθερώσει, αφού είναι σαν να σου έστειλε κάποιος τα τραγούδια και να σου είπε «κάνε ό,τι θες με δαύτα»».


Συναυλίες σκοπεύετε να κάνετε;
«Σκοπεύω, αλλά είναι κι αυτό δύσκολο, καθότι το να διατηρήσεις μια ομάδα μουσικών γύρω σου, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορείς να παίζεις συχνά αφού δεν έχεις κάποιο κοινό που θα σε ακολουθεί παντού, είναι σχεδόν αδύνατο. Ελπίζω να καταφέρω πάντως κάποια στιγμή να παρουσιάσω τα νέα τραγούδια με πλήρη μπάντα και με ήχο που να πλησιάζει όσα κάναμε στο νέο EP. Σκέφτομαι έντονα και κάτι διαφορετικό όμως: να κάνω κάποιες εμφανίσεις σε μικρούς χώρους, όπου θα παίζω μόνος, με το πιάνο ή την κιθάρα μου, όχι μόνο τα δικά μου τραγούδια αλλά και εκείνα άλλων που με σημάδεψαν ως ακροατή και τραγουδοποιό».


Ποιος είναι ο αγαπημένος στίχος σας από τo EP σας;
«Είναι ένα τετράστιχο από το «Darkness Coming» που λέει: «Black rain’s gonna make a mess/ ain’t no kind of blessing or curse/ the truth is not for them to know/ but they’ll never let it go». Προπαθεί, νομίζω, να αποτυπώσει αυτό που κάνουμε οι άνθρωποι, να αναζητούμε οιωνούς και να βλέπουμε προθέσεις στο καθετί, στην προσπάθειά μας να δώσουμε ένα νόημα και έναν σκοπό σε όσα μας συμβαίνουν, σε όσα βρίσκονται πέραν της κατανόησης και του ελέγχου μας. Παρότι το έγραψα πριν από 15 περίπου χρόνια, δεν θα άλλαζα ούτε λέξη».

HeliosPlus