Πρόκειται, ίσως, για την πλέον πρωτότυπη αποτύπωση της έντασης στις ελληνογερμανικές σχέσεις με αφορμή (και) την πρόσφατη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες. Την υπογράφει ο Φρεντ Πλότκιν, ένας εκ των εγκυρότερων ειδικών στην όπερα στις ΗΠΑ, αποδίδοντας στη μεν Γερμανία το απολλώνιο, στη δε Ελλάδα το διονυσιακό στοιχείο. «Η πρώτη εμφανίζεται συνήθως ως σοφή και συνετή, η δεύτερη ως απρόσεκτη και κακομαθημένη» γράφει χαρακτηριστικά. «Ισως όλο αυτό θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε μια πάλη ανάμεσα στον Ελληνα Διόνυσο και στον Γερμανό Μίδα, το άγγιγμα του οποίου μετατρέπει τα πάντα σε χρυσό» συνεχίζει ο ίδιος. «Ας μην ξεχνάμε όμως» λέει με νόημα «ότι ο Διόνυσος ήταν αυτός ο οποίος προίκισε τον Μίδα με αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα».

Με την παραπάνω ιστορία ο Πλότκιν δεν φιλοδοξεί να παρέμβει στις τρέχουσες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις. Θέλει όμως να καταδείξει τον βαθμό στον οποίο η Ελλάδα έχει σφραγίσει το περιεχόμενο αλλά και την ορολογία της πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής της Ευρώπης, και δη όχι μόνο τη γερμανική αλλά και τη γαλλική και την ιταλική.
Εν αρχή ην η ίδια η Ευρώπη, την οποία, σύμφωνα με τον γνωστό σε όλους μας μύθο, άρπαξε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο και την οδήγησε στην Κρήτη. Εκεί ο πατέρας των θεών πήρε εκ νέου την κανονική του μορφή και έκανε δική του την Ευρώπη χαρίζοντάς της πολλά παιδιά… Η αρπαγή αυτή πρόσφερε το θέμα στην όπερα που συνέθεσε ο Γάλλος Νταριούς Μιγιό το 1927.
Η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτήρας της Ευρώπης διατηρεί ιδιαίτερη θέση στην ίδια την ιστορία του λυρικού θεάτρου: χαρακτηριστική η δίπρακτη όπερα του ιταλού Αντόνιο Σαλιέρι «Europa riconosciuta» («Αποκαλυφθείσα Ευρώπη» επί το ελληνικότερον) με την οποία εγκαινιάστηκε η θρυλική Σκάλα του Μιλάνου στις 3 Αυγούστου 1778. Το έργο δεν παρουσιάστηκε ξανά ως τις 7 Δεκεμβρίου 2004, αφού επιλέχθηκε –για προφανείς λόγους –από τον σουπερστάρ ιταλό μαέστρο Ρικάρντο Μούτι για την επανέναρξη της λειτουργίας του θεάτρου ύστερα από την πολυσυζητημένη τρίχρονη ανακαίνισή του, η οποία στη διάρκειά της τροφοδότησε ουκ ολίγες φορές τις σελίδες του διεθνούς Τύπου…
Μιλώντας για Ευρώπη, ο Πλότκιν αναφέρεται στον επίσημο ύμνο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ήτοι την περίφημη «Ωδή στη Χαρά» από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, πασίγνωστη στο άκουσμα ακόμη και για τον πλέον αμύητο στην κλασική μουσική. Ταυτόχρονα όμως επισημαίνει και την έλξη που άσκησε η Ελλάδα στον συνθέτη μέσα από το μπαλέτο του «Τα πλάσματα του Προμηθέα» που έκανε πρεμιέρα στις 28 Μαρτίου 1801 στο Burgtheater της Βιέννης. Μερικά χρόνια αργότερα, στα 1811, χρονολογούνται «Τα ερείπια των Αθηνών»: έργο σκηνικής μουσικής του Μπετόβεν (απ’ όπου και το πασίγνωστο «Τουρκικό Εμβατήριο» / «Marcia alla turca») για το ομότιτλο θεατρικό του Αουγκουστ φον Κότσεμπι το οποίο εκτυλίσσεται στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα και παρουσιάστηκε στα εγκαίνια του νέου θεάτρου της Πέστης στις 9 Φεβρουαρίου 1812. Στο πλαίσιό του, η θεά Αθηνά ξυπνά από τον αιώνιο ύπνο της και συνειδητοποιεί ότι η ένδοξη πατρίδα της έχει ερειπωθεί από βάρβαρα χέρια…
O ελληνικός μύθος διεκδικεί τα σκήπτρα της ραχοκοκαλιάς της όπερας. Εν αρχή ην ο Ορφέας, τον οποίο ο Πίνδαρος θεωρούσε «τον πατέρα των τραγουδιών», καθώς μάλιστα ο ίδιος συνόδευε τον εαυτό του στο τραγούδι με τη λύρα του. Ο ήρωας –συχνά από κοινού με την αγαπημένη του Ευρυδίκη –χάρισε την έμπνευση σε πάμπολλες όπερες από τα πρώτα κιόλας χρόνια του είδους. Ο Γκλουκ, γνωστός για το αριστούργημά του «Ορφέας και Ευρυδίκη», έγραψε τουλάχιστον 10 έργα με πρωταγωνιστές ελληνικούς χαρακτήρες: ανάμεσά τους η Αλκηστις, η Αντιγόνη, ο Απόλλωνας, η Ελένη, η Ιφιγένεια, ο Τηλέμαχος, ο Πάρις, ο Νάρκισσος… Ο Μότσαρτ, από την πλευρά του, χρησιμοποίησε ελληνικά θέματα σε δύο έργα του τα οποία κατατάσσονται στη λεγόμενη opera seria: στον «Μιθριδάτη, βασιλιά του Πόντου» και στον «Ιδομενέα, βασιλιά της Κρήτης». Οσο για τον Μπερλιόζ, οι επικοί «Τρώες» του άντλησαν την έμπνευσή τους από τον Τρωικό Πόλεμο.
Και ενώ ο Ρίχαρντ Στράους θεωρείται ο σύγχρονος συνθέτης ο οποίος χειρίστηκε με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο στο έργο του τον ελληνικό μύθο –χαρακτηριστικό, μεταξύ πολλών άλλων, το αριστούργημά του «Ηλέκτρα» -, το βιβλίο του Ντάνιελ Φόστερ «Η Τετραλογία του Βάγκνερ και οι Ελληνες» (2010) έρχεται να συνδέσει τις θεωρίες για το θέατρο και τη μοίρα στην αρχαία Ελλάδα με τη δημιουργία του Βάγκνερ. Την ίδια στιγμή εξερευνά «τους τρόπους με τους οποίους ο Βάγκνερ χρησιμοποιεί την ελληνική αισθητική προκειμένου να επεκτείνει τις δικές του ιδεολογικές επιδιώξεις».
Για πολλούς, η πλέον ελληνική όπερα του Βάγκνερ είναι ο «Ταγχόιζερ», με τον ήρωα του τίτλου να ταλανίζεται από το πάθος του για τη διονυσιακή Αφροδίτη και την απολλώνια Ελισάβετ. «Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, δεν είμαστε όλοι μας Ταγχόιζερ;» αναρωτιέται ο Πλότκιν. «Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι καταλυτικό ως προς την εκτίμηση της τρέχουσας κρίσης, με την έννοια ότι οι απολυτότητες είναι τελικά ελάχιστες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ