Ηταν πέρυσι την άνοιξη όταν άνοιξε και αναδείχθηκε ο αρχαιολογικός χώρος του Λυκείου του Αριστοτέλη στην οδό Ρηγίλλης. Τότε η Κατερίνα Ευαγγελάτου τον εντόπισε καθώς πηγαινοερχόταν στο Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. «Αμέσως σκέφτηκα ότι εδώ πρέπει να γίνει μια παράσταση και από τον περασμένο Οκτώβριο αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να γίνει εδώ. Ηθελα να έχει οπωσδήποτε κείμενο του Αριστοτέλη, αλλά να μην είναι μια ελεύθερη σύνθεση. Εψαχνα μια δραματουργία». Κατέληξε στον «Ρήσο» που (ίσως) αποδίδεται στον Ευριπίδη, γιατί, όπως επισημαίνει, «είναι ένα βαθιά ιδιόμορφο έργο, κατά άλλους προβληματικό, και δύσκολο να το κατατάξεις. Και έχει κάποια κοινά στοιχεία με τον χώρο».
Και εξηγεί:

«Οπως εδώ, στο Λύκειο, βλέπουμε απομεινάρια ερειπίων που σε καλούν να ανακαλύψεις τι μπορεί να κρυβόταν εδώ, έτσι και ο «Ρήσος» είναι ένα έργο του οποίου τα κλειδιά ακόμη ψάχνουμε. Δεν ξέρουμε πότε γράφτηκε με απόκλιση 100-200 χρόνων, ούτε από ποιον και ούτε σε ποιο είδος κατατάσσεται.
Στον χώρο έχουμε ένα παλίμψηστο, με ευρήματα αρχαίας και ρωμαϊκής περιόδου, έναν στρατώνα που λειτουργούσε ως το 1960, και όλα αυτά μαζί δημιουργούν ένα παράξενο πάντρεμα που αφήνει πολλά στη φαντασία. Ετσι κι ο «Ρήσος». Κατέληξα λοιπόν σε αυτό το έργο που είναι πολύ γοητευτικό και δύσκολο, χωρίς την καθαρότητα του είδους ή τη στιβαρότητα της δραματουργίας. Ο χώρος και το έργο για αρχαιολόγους και ανθρώπους του θεάτρου παραμένουν ένα ερώτημα».

Η παράσταση και ο περίπατος


Το πρώτο 25λεπτο της παράστασης το κοινό είναι όρθιο, σαν σε περίπατο. «Οι ηθοποιοί βρίσκονται ανάμεσα στα αρχαία και έτσι προσφέρονται διαφορετικές θεάσεις δράσεων» λέει η σκηνοθέτρια. «Μετά οι θεατές καταλήγουν σε δύο σημεία περιμετρικά του χώρου όπου και θα παρακολουθήσουν το υπόλοιπο. Παίζουμε σε όλον τον αρχαιολογικό χώρο».
Το έργο μάς τοποθετεί στο στρατόπεδο των Τρώων, σε έναν πρόχειρο καταυλισμό που έχει στήσει ο Εκτορας, καθώς εκείνη την ημέρα έχουν κερδίσει τους Ελληνες. Τον ξυπνάει όμως η φρουρά του επειδή βλέπει φωτιές στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Τότε αποφασίζει να στείλει τον Δόλωνα ως κατάσκοπο στους Ελληνες και την ίδια στιγμή οι Ελληνες στέλνουν κατάσκοπο τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Καταφθάνει στην πλευρά των Τρώων ο Ρήσος, ο βασιλιάς της Θράκης. Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης τον φονεύουν και του κλέβουν τα άλογα. Ο φόνος αυτός συμβαίνει με την παρότρυνση της θεάς Αθηνάς και αυτό είναι «άλλη μια ιδιομορφία του έργου», όπως εξηγεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ενώ είναι αυτή η ίδια θεά που μεταμορφώνεται σε Αφροδίτη, «κάτι που είναι εντελώς μοναδικό». «Γι’ αυτό και εμείς» συνεχίζει «βάλαμε τον ηθοποιό που παίζει τον Εκτορα (σ.σ.: Αργύρης Πανταζάρας) να παίζει και την Αθηνά, άρα και την Αφροδίτη».

«Δραματουργικά τώρα η παράσταση παραπέμπει στην έννοια του ονείρου αλλά και του παιδικού παιχνιδιού, ενώ το έργο παραμένει ένα κράμα με στοιχεία σατυρικού δράματος, κωμωδίας, δράματος και σάτιρας. Δεν είναι τραγωδία γιατί ο φόνος εχθρού από εχθρό, και μάλιστα σε πόλεμο, δεν καθιστά τραγωδία. Για μένα το έργο τοποθετείται στο μυαλό του Εκτορα. Από τα σωζόμενα είναι το μοναδικό που διαδραματίζεται νύχτα και αυτό είναι κάτι που δημιουργεί παρεξηγήσεις και μπερδέματα»
λέει και εξηγεί ότι τοποθέτησε ως εισαγωγή, στην αρχή, στον περίπατο, την «Πραγματεία περί ενυπνίων» του Αριστοτέλους. «Ετσι οι θεατές σιγά-σιγά παρασύρονται, μπαίνουν στο όνειρο, μπαίνουν στο κεφάλι του Εκτορα, και αυτό είναι η παράσταση. Ο Εκτωρ ονειρεύεται όλους τους ήρωες της Ιλιάδας σαν να είναι παιδιά και να παίζουν πόλεμο σε έναν εγκαταλελειμμένο αρχαιολογικό χώρο. Ενα παιχνίδι που ξεκινά με ιλαρή ατμόσφαιρα και εξελίσσεται σε δράμα».
Με τα κοστούμια να έχουν μια αύρα παλαιότερης εποχής από παιδιά που παίζουν κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όλη η ατμόσφαιρα διαθέτει στοιχεία ονείρου. Με τη συμμετοχή και του φυσικού τοπίου, μοναδικό σκηνικό είναι τα δύο παρατηρητήρια, τα στρατηγεία του Εκτορα. «Εκκίνηση για μένα αυτή τη φορά ήταν ο χώρος. Σαν ένας κρατήρας μαγικός μέσα στη μέση της πόλης, σαν να είμαστε στον ομφαλό της Αθήνας. Εδώ έχουμε συνομιλία με το Ωδείο του αρχιτέκτονα Δεσποτόπουλου, τις πολυκατοικίες της Ρηγίλλης, τη ΛΑΕΔ και το Βυζαντινό Μουσείο. Μια διαρκής υπενθύμιση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα».

«Είμαστε κάτω από τα ανθρώπινα»
Χαρούμενη που προστίθεται ένας χώρος στο αστικό αθηναϊκό περιβάλλον, η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκέφτεται να συνεχίσει αυτές τις δράσεις και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους καθώς υπάρχει ενδιαφέρον από την πλευρά του υπουργείου Πολιτισμού και του ίδιου του υπουργού, όπως τονίζει. «Είναι πολύ ενθαρρυντικό αν καταφέρουμε να βρούμε κοινά σχέδια με τους αρχαιολόγους. Αυτή ήταν μια πρώτη απόπειρα και είχε πολλές δυσκολίες. Η πρώτη άλλωστε αντίδραση στο αίτημά μου ήταν… αποκλείεται. Αλλά τα καταφέραμε. Για μένα η εικόνα ενός αρχαιολογικού τόπου που παίρνει ζωή είναι μεγάλο κέρδος».

«Το θέατρο αντέχει δύσκολα, πολύ δύσκολα. Είναι η πιο δύσκολη εποχή για μας που κάνουμε θέατρο στην Ελλάδα. Από τη μια υπάρχει πολύ πάθος και πολλή διάθεση και από την άλλη οι συνθήκες είναι δραματικές. Η γενιά μου πρόλαβε κάποια ανθρώπινα στοιχεία στο θέατρο. Τώρα σιγά-σιγά είμαστε κάτω από τα ανθρώπινα»
καταλήγει.
Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών με την εταιρεία Λυκόφως του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου και τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, του υπουργείου Πολιτισμού, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, του Ωδείου Αθηνών, της Λέσχης Αξιωματικών και του Βυζαντινού Μουσείου. Η παράσταση πραγματοποιείται με την άδεια του ΚΑΣ.

πότε & πού:

«Ρήσος» του Ευριπίδη.

Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης.
Σκηνοθεσία – δραματουργία: Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Χορογραφία: Πατρίτσια Απέργη.
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα.
Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος – Στέλλα Κάλτσου.
Παίζουν: Ορφέας Αυγουστίδης, Αργύρης Πανταζάρας, Προμηθέας Αλειφερόπουλος κ.ά.

Λύκειο του Αριστοτέλη, Ρηγίλλης. Πρεμιέρα την Τρίτη 7 Ιουλίου, στις 20.30. Παραστάσεις ως τις 9 Αυγούστου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ